What's On Darkest Hour

19 Ιανουαρίου 2018 |

0

Darkest Hour

Σκηνοθεσία: Τζο Ράιτ

Παίζουν: Γκάρι Όλντμαν, Κριστίν Σκοτ Τόμας, Λίλι Τζέιμς, Μπεν Μέντελσον

Διάρκεια: 125′

Τον Μάιο του 1940, η Ευρώπη βρισκόταν αντιμέτωπη με το χρονικό ενός προαναγγελθέντος ολέθρου. Το ναζιστικό κήτος βρυχόταν ήδη από το 1933, όχι πλέον υπογείως, αλλά σε κοινή θέα, έχοντας καταλάβει κανονικά και με τον νόμο την εξουσία. Όσο όμως οι βρυχηθμοί εντείνονταν τόσο οι μεγάλες ευρωπαϊκές δυνάμεις κουκουλώνονταν κάτω από το πάπλωμα, βουλώνοντας τα αυτιά τους. Όταν η χιτλερική λαίλαπα άρχισε να καταβροχθίζει ένα προς ένα τα κράτη της ηπειρωτικής Ευρώπης, η Αγγλία βρέθηκε αντιμέτωπη επί της ουσίας με τον ίδιο της τον εαυτό. Με τη φλεγματική εγκράτεια μιας διπλωματίας του σαλονιού και του φράκου, παντελώς ακατάλληλης να σταθεί απέναντι στην ορμή μιας μπότας που δεν χαμπαριάζει από λόγια.

Η Αγγλία, αιωνίως εγκλωβισμένη στην αλλοτινή αίγλη μιας υπερπόντιας αυτοκρατορίας, βίωσε για πρώτη φορά το επώδυνο αίσθημα του άμεσου κινδύνου επιβίωσης. Ένας κατ’ επάγγελμα και καθ’ εξη κατακτητής δεν μπορεί εύκολα προσαρμοστεί και να ελιχτεί όταν ξάφνου εισέλθει στη θέση του δυνάμει κατακτημένου. Τον Μάιο του 1940, λοιπόν, υπερπολύτιμος χρόνος είχε ήδη πεταχτεί στα σκουπίδια, οι αμυντικές προετοιμασίες ήταν ανύπαρκτες, ο αγγλικός λαός ήταν βυθισμένος σε μία πλάνη σχεδόν οικειοθελούς άγνοιας, και η εισβολή ήταν προ των πυλών.

Το Darkest Hour υπενθυμίζει ότι κάποιες φορές το αληθινό έρεβος δεν εντοπίζεται μεσούσης της θύελλας, αλλά ακριβώς τη στιγμή που ο ουρανός έχει μαυρίσει από απειλητικά σύννεφα και άπαντες περιμένουν διστακτικά και φοβισμένα το χειρότερο. Το αληθινό ζητούμενο που φωλιάζει στον πυρήνα της ταινίας δεν είναι μήτε η κλιμάκωση του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μήτε οι πολιτικές ζυμώσεις που έφεραν την Αγγλία από την υποχωρητική συνθηκολόγηση στην κατάσταση σθεναρούς αντίστασης. Το πραγματικό ζουμί έγκειται στην αποτύπωση του τρόμου απέναντι στην πιθανότητα ολοκληρωτικής υποδούλωσης, στη βασανιστική αμφιβολία ανάμεσα στην αδράνεια και τη δράση, ανάμεσα στην υποτελή ελπίδα και τη γενναία αβεβαιότητα. Κομβική φιγούρα σε αυτή την κατάσταση μεταιχμιακού λυκόφωτος, ο Γουίνστον Τσώρτσιλ, ο οποίος βρέθηκε στον πρωθυπουργικό θώκο, σχεδόν χάρη στην υποδόρια παραδοχή μιας γενικευμένης απελπισίας που απαιτεί εξίσου απελπισμένες λύσεις.

Το biopic του Τζο Ράιτ, επί της ουσίας δεν επικεντρώνεται στον βίο ή τα πεπραγμένα του Τσώρτσιλ, αλλά τρυπώνει πίσω από τις κολοσσιαίες αποφάσεις που καλούνται να λάβουν όσοι έχουν επιφορτιστεί με αυτό τον επώδυνο ρόλο. Κι ακόμη κι αν εκτρέπεται σε μία ανά στιγμές ολίγον απλοϊκή ανάγνωση της ιστορικής πορείας, ωσάν όλα τα κρίσιμα γεγονότα να επαφίενται σε στιγμιαίες αποφάσεις μεμονωμένων ανθρώπων, που οφείλουν να επιλέξουν την υπέρβαση έναντι του δισταγμού, δεν μετατρέπεται σε κάποιον κοινότυπο βιογραφικό παιάνα του τιμώμενου προσώπου (χωρίς φυσικά να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα και τις πάμπολλες πολύ σκοτεινές όψεις της προσωπικότητάς του). Διότι φροντίζει να αποζημιώνει για όλες τις προβλέψιμες εξάρσεις ακαδημαϊσμού, καθώς και για την αίσθηση ταχύρρυθμου ιστορικού μαθήματος που αποπνέει, με ανύποπτες στιγμές σκαλίσματος κάτω από την επιφάνεια.

Όπως με τον μυσταγωγικό φωτισμό των παραδρόμων και των παρασκηνίων του αγγλικού κοινοβουλίου, που μεταδίδουν την αίσθηση της κλιμακούμενης απόγνωσης και της συσσωρευμένης ανασφάλειας. Όπως με τα τράβελινγκ στα μουντά λονδρέζικα πεζοδρόμια, μια σχεδόν ηδονοβλεπτική ματιά στη γενικευμένη άγνοια ενός κόσμου που συνεχίζει να ψωνίζει, να περπατά, να γελά, να γκρινιάζει και να συζητά, σε καθεστώς συγκρατημένης ανυποψίας. Ο Ράιτ, χωρίς να οικοδομεί κάποιο πλήρες και πολυσχιδές μωσαϊκό, εντούτοις κατορθώνει να ξεφύγει από τα στενά όρια των γεγονότων και να αιχμαλωτίσει, έστω φευγαλέα, τις πτυχές ενός πολύπλοκου συναισθήματος. Και επενδύοντας στα αισθητικά και ρυθμικά θέλγητρα που αναμφίβολα διαθέτει η κινηματογράφησή του, πετυχαίνει μια γνήσια αίσθηση αβίαστης συγκίνησης, ακόμη και στην πιο cheesy και λαϊκίστικη σκηνή της ταινίας του, όταν ο Τσώρτσιλ αποφασίζει να μετακινηθεί επιτέλους με το μετρό προκειμένου να έρθει σε επαφή με τον απλό κόσμο.

Και ο Γκάρι Όλντμαν; Θα πάρει το Όσκαρ; Δίνει μία όντως συγκλονιστική ερμηνεία; Ο λατρεμένος Γκάρι, λοιπόν, φιγουράρει ως φαβορί στην οσκαρική κούρσα, ιδίως λόγω ενός εκπληκτικά αβανταδόρικου ρόλου, ο οποίος συνδυάζει την απεικόνιση ενός διάσημου και αμφιλεγόμενου ιστορικού προσώπου, τις σφήνες χιούμορ, αλλά και τη -μονίμως αγαπητή από την Ακαδημία- μεταμόρφωση. Ο Όλντμαν, ένας διαχρονικός χαμαιλέων της μεγάλης οθόνης, ερμηνεύει με κέφι και μπρίο και αποφεύγει τον μεγαλύτερο σκόπελο που εγκυμονεί ένας τέτοιος ρόλος: αρνείται πεισματικά να μανιερίσει υπέρ το δέον, αλλά αντιθέτως γητεύει τις λέξεις όπως ακριβώς και η περσόνα που ενσαρκώνει. Ο Όλντμαν ελίσσεται, ασθμαίνει και σε ένα ρόλο που θα του επέτρεπε άνετα να στρογγυλοκαθίσει στο προφανές του πρεστίζ, φωτίζει την κτηνώδη αυτοπεποίθηση του ήρωά του, με προσεκτικά δομημένες πινελιές αμφιβολίας, αφήνεται στο χιούμορ, χωρίς ποτέ να μετατρέπεται σε καρικατούρα. Καλώς να ορίσει το αγαλματίδιο, εν ολίγοις.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑