Σκηνοθεσία: Κουέντιν Ταραντίνο
Παίζουν: Μπραντ Πιτ, Κριστόφ Βαλτς, Ντάιαν Κρούγκερ, Μέλανι Λοράν, Ντάνιελ Μπρουλ, Μάικλ Φασμπέντερ, Ίλαϊ Ροθ
Διάρκεια: 153′
Μεταφρασμένος τίτλος: “Άδωξοι Μπάσταρδη”
Η περίπτωση του Κουέντιν Ταραντίνο θέτει το ζήτημα της σινεφιλίας με επιτακτικό τρόπο: καλείται κανείς να αποφανθεί, πρωτίστως σαν θεατής, για το τι είναι αυτό που ορίζει την κινηματογραφική μαγεία. Με λίγα λόγια: γιατί αγαπάμε το σινεμά; Ο Ταραντίνο έχει αποφασίσει και μάς το λέει ξεκάθαρα: γιατί ο κινηματογράφος ξαναγράφει την Ιστορία. «Οι γραμμές των χειλιών σου, ξαναγράφουν την Ιστορία» δήλωνε ένας ερωτευμένος ήρωας στο Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι, προσδίδοντας μαγικές διαστάσεις στο αρχαίο ιδανικό της μορφής: έτσι και στο σινεμά, όπου όλα τα περιγράμματα τονίζονται εμφατικά (χειλιών, ματιών, σωμάτων, κινήσεων), οι μορφές, ιερά αντικείμενα λατρείας, καλούνται να δώσουν μια ενισχυμένη αίσθηση της πραγματικότητας, την ώρα που την υπερβαίνουν.
Ως εκ τούτου και η Ιστορία -η μητέρα της πραγματικότητας κατά τον Θερβάντες- υφίσταται την ίδια μεταποίηση, δημιουργείται ξανά. Ο επιτηδευμένα ανιστόρητος “χαβαλές” του σκηνοθέτη (που είναι τέτοιος μόνο για τους αυστηρούς επικριτές), αντιστοιχεί σε μια τέτοια στάση. Ναι, ο Ταραντίνο δεν είναι ιστορικός, κάνει σινεμά. Δεν είναι επιστήμονας, είναι δημιουργός. Κι η προσέγγιση του είναι χίλιες φορές πιο ειλικρινής απ’ αυτήν που υιοθετούν άλλοι, σοβαροφανείς και πιο μεγαλόσχημοι συνάδελφοί του. Ο άνθρωπος αυτός σε ενημερώνει σε σχέση με την ουσία της τέχνης του: είναι η παραποίηση, η διαστρέβλωση, η παραχάραξη. Δεν λέει αλήθεια αλλά αυτό οι καλλιτέχνες το γνωρίζουν αιώνες τώρα: για να είσαι αληθινός πρέπει να πεις ψέματα.
Ποιο ψέμα μπορεί να έχει όλες τις δικαιολογίες με το μέρος του, αν όχι το ψέμα που θέλει να δει τον κόσμο σαν ένα δίκαιο μέρος; Όπου οι υπεύθυνοι για τη δυστυχία τιμωρούνται στην ώρα τους, όπου τα θύματα του Κακού παίρνουν σκληρή εκδίκηση, όπου ο δήμιος, την τελευταία στιγμή θανατώνεται από εκείνον που επρόκειτο να εκτελέσει; Στο σύμπαν του Inglourious Basterds, όλα είναι Επιθυμία. Η Επιθυμία διαμορφώνει τους νόμους απ’ την αρχή. Έχουμε πρώτα την επιθυμία του δημιουργού για το σινεμά που λατρεύει, αυτό τον εφηβικό ρομαντισμό του να φτιάχνεις, ξανά και ξανά, την ταινία που θα ήθελες να δεις.
Την επιθυμία των ταπεινωμένων Εβραίων για αντίποινα στους Ναζί δολοφόνους, την επιθυμία της Γυναίκας να αναλάβει τον ρόλο που της στερεί, όχι μόνο ένα αυταρχικό, μιλιταριστικό, ανδροκρατούμενο καθεστώς αλλά σύσσωμη η πατριαρχική κοινωνία, την επιθυμία τέλος του θεατή να αντιμετωπίσει ακόμα και τις σκληρότερες πλευρές αυτού του κόσμου, σαν αφορμή για αισθητική απόλαυση, καθαγιασμένη φαινομενικότητα, όνειρο και μέθη. Η Επιθυμία είναι ο τόπος που διασταυρώνονται, η βούληση του καλλιτέχνη κι η λαχτάρα του θεατή. Δεν υπάρχει τίποτα το ανήθικο σ’ αυτό, διαφορετικά όλη η Τέχνη είναι ανήθικη.
Μα αυτό δεν απέχει ιδιαίτερα από την αλήθεια. Η Τέχνη είναι, πράγματι, το ουσιαστικό αμοραλικό πεδίο. Κατηγορούν τον Ταραντίνο ότι δεν υπάρχει ηθικός πυρήνας στο έργο του. Υπάρχει όμως στη ζωή; Στις ταινίες του, τα τέρατα είναι συμπαθητικά (εδώ, ξεκινώντας από τον μακιαβελικό Χανς Λάντα του απολαυστικού Κριστόφ Βαλτς και συνεχίζοντας με ένα πλήθος, δευτερευόντων χαρακτήρων που αποδίδουν τους Ναζί σαν ανθρώπους κι όχι σαν ασπρόμαυρες, μανιχαϊστικές καρικατούρες, εντεταλμένες κάποιας απροσδιόριστης μυστικιστικής φοβέρας, όπως συμβαίνει σε άλλες ταινίες με θέμα τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο), οι ήρωες έχουν φρικιαστικές πλευρές ή επιδεικνύουν σκληρότητα που τους ταυτίζει μ’ αυτούς που αντιμάχονται και, γενικότερα, η ηθική είναι μια υπόθεση τόσο αφηρημένη και πολυδιάστατη, όσο και στην πραγματικότητα. Τι τούς ενοχλεί τόσο λοιπόν; Που ο Ταραντίνο είναι ειλικρινής ή μήπως που διασκεδάζει με τη βία;
Μα η βία, πάντα καρτουνίστικη στις ταινίες του και υπερβολική, είναι στοιχείο επίσης ονειρικό, γίνεται με τη σειρά της ένα αισθητικό ζήτημα. Δεν προσβάλλει γιατί είναι ακραία στυλιζαρισμένη, ένα κομμάτι της χορογραφίας απλά. Και χορογραφία είναι τα πάντα εδώ: οι διάλογοι, τα βλέμματα, οι κινήσεις. Ο κόσμος του Tαραντίνο είναι ολότελα “φτιαχτός” και χτυπάει στο μάτι. Γι’ αυτό και είναι μέγιστη ανοησία να τον εγκαλεί κανείς για έλλειψη ηθικής ή ευαισθησίας. Το έργο δεν διδάσκει ούτε νουθετεί. Είναι εκεί για την απόλαυση μας και την απόλαυση του δημιουργού του. Τίποτα περισσότερο και τίποτα λιγότερο.
Από εκεί και πέρα, πλείστα όσα του δίνουν υλικό για να φτάσει το παιχνίδι του στα άκρα. Η φετιχιστική προσήλωση των Ναζί στο Ένδυμα (τα κουστούμια είναι εντυπωσιακά) και τη σημειολογία του, η Εικόνα με την ανυπολόγιστη δύναμή της να παγιδεύει συνειδήσεις, άλλοτε στην υπηρεσία της προπαγάνδας κι άλλοτε του σινεμά (και δε διαφέρουν τελικά τόσο πολύ αυτά τα δύο), το πολυδιάστατο της Γλώσσας -εδώ, κυριολεκτικά και μεταφορικά, έμβλημα της κυριαρχίας και της κατίσχυσης επί του αντιπάλου-, η αυθαιρεσία στην κατασκευή πολιτιστικών και εθνικών στερεοτύπων.
Πέρα από το παιχνίδι όμως, διακρίνει κανείς κι αυτή την απέραντη αγάπη προς το ίδιο το σινεμά, που στην περίπτωση του Inglourious Basterds είναι τόσο χειμαρρώδης κι ασυγκράτητη που καταντάει συγκινητική. Το σινεμά δεν ξαναγράφει μόνο την Ιστορία, σώζει τον κόσμο κανονικά! Η ίδια η μοίρα της Ευρώπης παίζεται μέσα σε μια σκοτεινή αίθουσα. Πρόκειται για δήλωση λατρείας: όχι η πολιτική ή η στρατηγική μόνο, αλλά η ίδια η τέχνη, κι όλοι αυτοί που την υπηρετούν (ένας υπολοχαγός-κριτικός κινηματογράφου, μια στάρ της μεγάλης οθόνης που είναι διπλή πράκτορας, μια Εβραία αιθουσάρχης κι ένας νέγρος μηχανικός προβολής), επιστρατεύονται, κυριολεκτικά, για να πολεμήσουν τον εχθρό.
Τι να αντιτάξεις σε μια τέτοια, ιερή σχεδόν, σινεφιλία; Που δεν σταματάει στα δάνεια και τις αναφορές αλλά επικαλείται την ίδια τη δύναμη του μέσου να φέρνει τούμπα τον κόσμο; Μένει μετά μια αξεπέραστη σκηνοθετική βιρτουοζιτέ (το έχουν πει πολλοί, αλλά ας ειπωθεί για άλλη μια φορά: η εκπληκτική -σε ρυθμό, ατμόσφαιρα, ενορχήστρωση της αγωνίας- σκηνή στην υπόγεια ταβέρνα με τους “γιαλαντζί” αξιωματικούς των SS, τις “προδοτικές” προφορές κι όλο αυτό το συναρπαστικό παιχνίδι εξαπατήσεων, δοκιμασιών και κόντρα εξαπατήσεων -πριν βγουν τα όπλα και τα σαρώσουν όλα-, θα έπρεπε να διδάσκεται ήδη σε σχολές κινηματογράφου).
Kάποιοι από τους καλύτερους διαλόγους του σεναριογράφου Ταραντίνο, ερμηνείες, στο σύνολο τους, εξαιρετικές (μολονότι ο αβαδανταδόρικος ρόλος ανήκει στον Βαλτς, εντυπωσιάζει, επίσης, τόσο το θηλυκό υποκριτικό δυναμικό, οι καταπληκτικές Μέλανι Λοράν και Νταϊάν Κρούγκερ, όσο και το αρσενικό, ο -σταθερά λαμπρός- Μάικλ Φασμπέντερ, o άψογος Ντάνιελ Μπρουλ που πετυχαίνει το αδιανόητο σε έναν πάρα πολύ απαιτητικό ρόλο: να πλάσει έναν Ναζί που μπορεί να είναι, όχι απλά ανθρώπινος και άμεσα αναγνωρίσιμος απ’ την εμπειρία μας αλλά και στ’ αλήθεια συμπαθητικός, ακόμα και ο αμίλητος Τιλ Σβάιγκερ ή ο είρωνας αξιωματικός της γκεστάπο Άουγκουστ Ντιλ, όλο το καστ κάνει υπέροχη δουλειά), πράγματα δηλαδή που, ακόμα κι αν δεν σε αφορά το πάθος του Ταραντίνο για την τέχνη του, μετατρέπουν την ταινία, έτσι κι αλλιώς, σε μια αξέχαστη εμπειρία.
Κακά τα ψέματα όμως. Το Basterds για να το αγαπήσεις, πρέπει να αγαπάς το σινεμά. Ως σκηνοθέτης, κριτικός ή απλός σινεφίλ, δεν έχει σημασία. Πρέπει να το αγαπάς. Τότε μόνο μπορεί να σου προσφέρει απλόχερα τα δώρα του και να μην καταχωρηθεί βιαστικά στον ιδεατό σου κατάλογο των απλά “καλών ταινιών” που παρακολούθησες, ευχαριστήθηκες και ξέχασες με τον καιρό. Αυτός θεωρώ ότι ήταν και ο σκοπός του Ταραντίνο τελικά. Να μιλήσει σαν φανατικός σε άλλους φανατικούς και να αναζητήσει την κατανόηση ή τη συμφωνία τους. Ούτε από καθ’ έδρας να υποδυθεί τον σπουδαίο, ούτε να πουλήσει “πνεύμα”.
Αυτοί που θα τον νιώσουν (τα πάθη τα συναισθανόμαστε, δεν τα εξηγούμε), θα αποθησαυρίσουν και το Inglourious Basterds, το αυθεντικό του αριστούργημα. Όχι μόνο για την τελειότητα της κατασκευής του αλλά και για την αλήθεια του. Αλήθεια που δε συνίσταται στο να λες τι πραγματικά συνέβη, αλλά στο να εύχεσαι αυτό που ξέρεις ότι δεν θα συμβεί ποτέ: να μπορούσε, δηλαδή, η τέχνη να άλλαζε τον κόσμο.