Reviews In the Heat of the Night (1967)

2 Αυγούστου 2023 |

0

In the Heat of the Night (1967)

Σκηνοθεσία: Νόρμαν Τζούισον

Παίζουν: Σίντνεϊ Πουατιέ, Ροντ Στάιγκερ, Γουόρεν Όουτς, Λι Γκραντ

Διάρκεια: 110′

In the heat of the night / You lose your heart and sell your soul / I lose control in the heat of the night… Ακούγοντας τη φωνή του Ρέι Τσαρλς να σπαράζει, μια πινακίδα μάς καλωσορίζει στην κωμόπολη Σπάρτα του Μισισιπί. Ένα τρένο καταφθάνει αγκομαχώντας στον ερημικό σταθμό, στην καρδιά της νύχτας, λουσμένο σε απόκοσμους μπλε και κόκκινους φωτισμούς. Ένας μοναχικός επιβάτης αποβιβάζεται, κρατώντας μια βαλίτσα. Χωρίς να αντικρίσουμε το πρόσωπό του, χωρίς να γνωρίζουμε οποιαδήποτε πληροφορία για το άτομό του, γίνεται αδιόρατα φανερό πως τον συνοδεύει η αύρα του ξεχωριστού. 

Απότομο cut και μεταφορά στα ενδότερα της πόλης, στο μόνο ανοιχτό καταγώγι που βρομοκοπά μιζέρια και παραίτηση. Σχεδόν αυτόματα αντιλαμβανόμαστε πως η ψυχή και τα σωθικά της κοινότητας έχουν κακοφορμίσει. Η ρουτινιάρικη περιπολία ενός περιπολικού φανερώνει μια εικόνα εγκατάλειψης και παρακμής, με ανθρώπινα ερείπια που μαραζώνουν σε σκονισμένα σπιτικά και σοκάκια. Σε μια νύχτα πυρακτωμένη, που δεν προσφέρει την παραμικρή δροσιά ή ανακούφιση, ένα πτώμα έρχεται να συμπληρώσει το δυσοίωνο παζλ. Ο πιο επιφανής πολίτης σε αυτή την τελευταία τρύπα του ζουρνά έχει δολοφονηθεί και -σχεδόν αυτόματα- ο νεοφερμένος περαστικός με τη μαύρη επιδερμίδα βαφτίζεται ο βασικός ύποπτος για το έγκλημα, δίχως την παραμικρή ένδειξη ή απόδειξη. Αυτός ο ξένος, όμως, διαφέρει από τα συνηθισμένα στερεότυπα που συντηρούνται όχι μόνο από τους ήρωες της ταινίας, αλλά και από την κλασική χολιγουντιανή απεικόνιση και τις προσδοκίες του θεατή της εποχής. 

Το In the Heat of the Night (1967) του Νόρμαν Τζούισον -των πέντε κερδισμένων Όσκαρ, ανάμεσα στα οποία και εκείνο της Καλύτερης Ταινίας- διαχωρίζει τη θέση του από τα πατενταρισμένα message films που καταπιάνονται με τη μάστιγα του φυλετικού ρατσισμού από την πρώτη κιόλας στιγμή, μέσα από μια ευφυή απόκλιση από τα επαναλαμβανόμενα σεναριακά κλισέ. Αυτή τη φορά, ο μαύρος πρωταγωνιστής που κατηγορείται άδικα και βεβιασμένα δεν παλεύει με θεούς και δαίμονες απλώς για να αποδείξει την αθωότητά του και να μετατραπεί σε σύμβολο της συστημικής αδικίας και καταπίεσης. 

Αντιθέτως, ο Βέρτζιλ Τιμπς του Σίντνεϊ Πουατιέ, ένας μαύρος πρωτοκλασάτος ντετέκτιβ ανθρωποκτονιών από τη Φιλαδέλφεια, αντικρίζει από προνομιακή θέση τους αρχικούς διώκτες του. Είναι πιο μορφωμένος και καταρτισμένος, ανήκει σε υψηλότερη οικονομική, κοινωνική και ταξική βαθμίδα, έχει χίλια και ένα πατήματα για να τους κοιτάζει υποτιμητικά και αφ’ υψηλού. Την ίδια στιγμή και στο ίδιο πνεύμα, ο λευκός αρχηγός της αστυνομίας (ο Ροντ Στάιγκερ, που απέσπασε Όσκαρ Α΄ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του), παρότι φαινομενικά δέσμιος της μισαλλοδοξίας και των προκαταλήψεων, θα αρχίσει σταδιακά να επιδεικνύει τις σύνθετες κι αθέατες πτυχές του χαρακτήρα του. 

Πολύ σύντομα, μάλιστα, η παρεξήγηση επιλύεται και η αληθινή ταυτότητα του Τιμπς, όπως και η αφορμή για την εφήμερη επίσκεψή του, γίνονται γνωστές με συνοπτικές διαδικασίες. Παρόλα αυτά, είναι απρόθυμα αναγκασμένος να παρατείνει την παραμονή του στη Σπάρτα, όχι για λόγους επιβίωσης αλλά από επαγγελματικό καθήκον, υπακούοντας στις άνωθεν εντολές να συνδράμει τους ατζαμήδες ντόπιους αστυνομικούς στις έρευνες για τον εντοπισμό του ενόχου. Με άλλα λόγια, ο Τιμπς δεν φέρει τη γνώριμη ταμπέλα του κατατρεγμένου, αλλά το γαλόνι του ειδήμονα, ο οποίος θα δώσει τα φώτα του στους αδαείς επαρχιώτες λευκούς. 

Σε συμβολικό-αλληγορικό επίπεδο, ο εγκλωβισμός του Τιμπς στα αφιλόξενα λημέρια του νότου λειτουργεί ως επώδυνη επιστροφή στην εφιαλτική μοίρα των προγόνων του, από την οποία ο ίδιος νιώθει οριστικά και αμετάκλητα απαλλαγμένος. Σε μια υπόκωφη αντίφαση που δεν γίνεται αυτόματα αντιληπτή, όσο πυκνώνει το αστυνομικό μυστήριο της υπόθεσης τόσο καταλήγουμε να ενδιαφερόμαστε λιγότερο για την εξιχνίαση της δολοφονίας και περισσότερο για την τύχη, τους ελιγμούς και τις κινήσεις του Τιμπς σε ένα εχθρικό και ανοίκειο περιβάλλον.

Φυσικά, τίποτα από όλα τα παραπάνω δεν θα ήταν εφικτό χωρίς τη σχεδόν έμφυτη αρχοντιά, κομψότητα και χάρη του Σίντνεϊ Πουατιέ. Στην πραγματικότητα, εξάλλου, η παρακαταθήκη της συγκεκριμένης ταινίας δεν μπορεί να νοηθεί ξέχωρα από την περσόνα και τον πολιτισμικό αντίκτυπο του ίδιου του Πουατιέ, ο οποίος δεν σταμάτησε ποτέ να βρίσκεται στο στόχαστρο του κινήματος για τη χειραφέτηση των μαύρων της Αμερικής. Ο Πουατιέ, ο πρώτος μαύρος ηθοποιός που απέσπασε Όσκαρ (για το μάλλον γλυκανάλατο Lillies of the Field [1963] του Ραλφ Νέλσον) και γενικότερα ο πρώτος μαύρος σταρ του Χόλιγουντ, είχε επανειλημμένα κατηγορηθεί πως ενσαρκώνει τον ανθρωπότυπο του Μπάρμπα-Θωμά, ο οποίος γυρίζει και το άλλο μάγουλο, συγχωρεί τους καταπιεστές του και είναι πάντα πρόθυμος να αποδεχτεί μια άδικη και προσχηματική συμφιλίωση. 

Ο Βέρτζιλ Τιμπς και το In the Heat of the Night (μέσα από μια αλησμόνητη σκηνή, την οποία θα αναλύσουμε πιο διεξοδικά λίγο παρακάτω) έμελλε να εγκαινιάσουν ένα νέο μοντέλο ήρωα για τον Σίντνεϊ Πουατιέ, ο οποίος ορθώνει ανάστημα και αντεπιτίθεται. Ωστόσο, ερμηνεύοντας έναν προνομιούχο μαύρο που δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από τη λευκή ελίτ (σε ένα μοτίβο που εδραιώθηκε για τα καλά με την αμέσως επόμενη ταινία του, το διάσημο Guess Who’s Coming to Dinner [1967] του Στάνλεϊ Κρέιμερ), ο Πουατιέ εξακολουθούσε να απέχει μίλια ολόκληρα από το να γίνει σύμβολο του μαύρου ριζοσπαστισμού. Σε μια διαλογική σκηνή θαυμαστής αμφισημίας, όταν ο αρχηγός της αστυνομίας και ο Τιμπς επισκέπτονται έναν τοπικό κοτζαμπάση, η κάμερα κοντοστέκεται στους μαύρους που δουλεύουν εξαντλητικά στη βαμβακοφυτεία, ενόσω ακούμε τη δηκτική φωνή του Ροντ Στάιγκερ να στάζει δηλητήριο: «None of that for you, eh, Virgil?». «That’s right», καταφθάνει η διφορούμενη και σιβυλλική απάντηση, ανοίγοντας έναν υπόγειο δίαυλο επικοινωνίας ανάμεσα στον αληθινό Πουατιέ και τον κινηματογραφικό Τιμπς. 

Το In the Heat of the Night κορυφώνει και συμπυκνώνει όλη του τη διαλεκτική σε ένα τρίπτυχο από αξέχαστες «απτικές» σκηνές, όπου τα μαύρα χέρια του πρωταγωνιστή επικυρώνουν μια σαρωτική αλλαγή ηθών και οπτικής με τρεις διαφορετικούς τρόπους. Αρχικά, καθώς ο Βέρτζιλ ψηλαφεί το άψυχο κορμί του δολοφονημένου μεγιστάνα, αναζητώντας ίχνη και στοιχεία καταδικασμένα να παραμείνουν αόρατα στα απαίδευτα μάτια των υπολοίπων. Η κάμερα φιξάρει σχεδόν μυσταγωγικά στην όλη διαδικασία, επιτείνοντας όχι μόνο μια αίσθηση τελετουργικού, αλλά και την υποψία ότι γινόμαστε μάρτυρες μιας πραγματικής κοσμογονίας. Σπιθαμή προς σπιθαμή, συναισθανόμαστε την αμηχανία, τη βουβαμάρα, το σιωπηλό σοκ και τη συναισθηματική ασφυξία των λευκών αστυνομικών, ενώ παράλληλα αντιλαμβανόμαστε λιτά και απέριττα την επιστημονική-επαγγελματική υπεροχή του Τιμπς.

Έπειτα, όταν ο Τιμπς επιχειρεί να παρηγορήσει τη χήρα του θύματος, αγγίζοντάς την απαλά στους ώμους ενώ βρίσκονται μόνοι τους στην ανακριτική αίθουσα. Σε δεύτερο επίπεδο ανάλυσης, αυτή η φαινομενικά αθώα και αυτονόητη κίνηση έρχεται να κατεδαφίσει τον τρόμο που έζησαν αμέτρητοι μαύροι άνδρες που βρέθηκαν από το πουθενά λιντσαρισμένοι ή κρεμασμένοι σε δέντρα, κατηγορούμενοι πως βίασαν λευκές γυναίκες. Πλέον, βρισκόμαστε στο κατώφλι μιας καινούργιας εποχής, όπου η χυδαιότητα του χτες αναπόφευκτα θα καταρρεύσει, μοιάζει να μας λέει ο Τζούισον. Τέλος, η αξέχαστη σκηνή με το χαστούκι που ανταποδίδει ο Τιμπς στον λευκό προύχοντα (που μένει εμβρόντητος και σχεδόν κλαψουρίζει, αποσβολωμένος από την αναπάντεχη εξέλιξη), η οποία θα επισφραγίσει μια για πάντα τη νέα κοσμοθεωρία και αντίληψη των πραγμάτων: από εδώ και στο εξής, η αναίτια βία θα λαμβάνει την απάντηση που της αρμόζει. Τρία αγγίγματα, τρεις φορές που το μαύρο χέρι συναντά το λευκό δέρμα, τρια θλιβερά σύνορα φυλετικού διαχωρισμού που καταλύονται αυτοστιγμεί. 

To Ιn the Heat of the Night, ένα αληθινό υπόδειγμα ατμόσφαιρας, ερμηνειών, εσωτερικού τέμπο και σεναριακής κατάστρωσης, ρίχνει τίτλους τέλους με μια σκηνή που δεν ξεφεύγει από την πεπατημένη και τις επιταγές του λευκού φιλελευθερισμού της εποχής. Ακόμη κι έτσι όμως, πρόκειται για μια από τις πιο εγκάρδιες και δοτικές σκηνές αποχαιρετισμού που έχουμε να θυμόμαστε. Εκεί, στην κάψα της πιο βαθιάς νύχτας, ίσως και να ξημερώσει μια υποτυπώδης αυγή. 

υγ: Η ταινία γέννησε δύο σίκουελ, το They Call Me Mr. Tibbs! (1970), το οποίο πήρε το όνομά του από τη διασημότερη ατάκα της αρχικής ταινίας, και το The Organization (1971), αμφότερα με πρωταγωνιστή τον Πουατιέ, ενώ αποτέλεσε την έμπνευση για την ομώνυμη τηλεοπτική σειρά In the Heat of the Night, που προβλήθηκε αρχικά στο NBC (1988-1992) προτού μετακομίσει στο CBS (1992-1995).




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑