The Hunger Games: Catching Fire

Μεταφρασμένος τίτλος: «The Hunger Games: Φωτιά»

Σκηνοθεσία: Φράνσις Λόρενς

Παίζουν: Τζένιφερ Λόρενς, Τζον Χάτσερσον, Γούντι Χάρελσον, Στάνλεϊ Τούτσι

Διάρκεια: 146΄

Δεύτερη ταινία της τριλογίας Πείνας βασισμένη στο δεύτερο μπεστ-σέλερ μυθιστόρημα εφηβικής λογοτεχνίας της Σουζάν Κόλινς. Όσοι έχετε δει την πρώτη ταινία, θα ξέρετε περί τίνος πρόκειται, για τους υπόλοιπους τα πράγματα είναι λίγο πιο μπερδεμένα. Κάπου σ’ ένα ζοφερό μέλλον φτώχειας, καταστροφής και ακραίων ανισοτήτων το κράτος είναι χωρισμένο σε 12 περιφέρειες. Κάθε χρόνο επιλέγονται τυχαία 12 άνθρωποι, ένας από κάθε περιφέρεια, και συμμετέχουν σ’ έναν βάναυσο διαγωνισμό θανάτου κι επιβίωσης, από τον οποίο μόνο ένας μπορεί να επιβιώσει. Ο λόγος του παιχνιδιού είναι το θέαμα (άρτος και θεάματα για τους φτωχούς), ώστε οι κάτοικοι-τελευταίες τρύπες του ζουρνά να ξεχνιούνται από τα προβλήματά τους. Παρόλα αυτά στον τελευταίο διαγωνισμό, μετά από ένα έξυπνο τέχνασμα, έμειναν δυο ζωντανοί, η Κάτνις και ο Πίτα.

Κάπως έτσι τέλειωσε η πρώτη ταινία και η δεύτερη μας πιάνει από εκεί που σταμάτησε η προηγούμενη. Οι δυο νικητές πρέπει να περιοδεύσουν στις 12 περιφέρειες και να χαιρετήσουν τις μάζες με ψεύτικα χαμόγελα υποδυόμενοι υπό την πίεση του προέδρου το ερωτευμένο ζευγαράκι που ευχαριστεί κι ευγνωμονεί το απολυταρχικό κράτος. Κάπως έτσι ελπίζει ο πρόεδρος να κατευνάσει τα πνεύματα και να αποφύγει την επανάσταση που μοιάζει να εκκολάπτεται στα σπλάχνα κάθε περιφέρειας. Μόνο που η ευαίσθητη Κάτνις δεν είναι μαριονέτα κανενός και αρνείται πεισματικά να υποταχθεί στις ορέξεις και τα ματαιόδοξα σχέδια των ισχυρών. Το ερώτημα φυσικά έχει ως εξής: είναι έτοιμη να υποστεί τις συνέπειες των πράξεών της;

Καταρχάς να ομολογήσω πως υποφέρω από αλλεργικό σοκ στο άκουσμα του «εφηβικού» κινηματογράφου. Κυρίως διότι ο εφηβικός κινηματογράφος και η εφηβική λογοτεχνία είναι δημιουργήματα ενός ενήλικου κόσμου, ο οποίος είτε αντιμετωπίζει τους εφήβους ως καταναλωτικό κοινό είτε σε ιδεολογικό επίπεδο προβάλλει τις ηθικές αξίες του κατεστημένου κόσμου. Να το πω αλλιώς: η εφηβεία σφύζει από σεξουαλικότητα και ορμόνες, σφύζει από αμφισβήτηση όλων των αξιών και αντιδραστικότητα. Ο εφηβικός κινηματογράφος όχι. Ούτε η εφηβική λογοτεχνία. Η μουσική ναι, αλλά δεν είναι εφηβική. Παρόλα αυτά μέσα σε όλην κινηματογραφική παραγωγή που έχει στόχο το υπερκέρδος και στην οποία πρωτοστατούν φελλοί όπως η σειρά «Λυκόφως» («Twilight»), υπάρχουν μερικοί φάροι που αποτελούν εξαίρεση.

Όχι πως το «Hunger Games» δεν αναπαράγει στερεοτυπικές συμπεριφορές και δεν λειτουργεί ως μια καθώς πρέπει εφηβική φαντασίωση, αλλά τουλάχιστον θέτει μερικά ζητήματα εξουσίας κι ελέγχου, έχει μια πολιτική χροιά αμφισβήτησης (έστω και σε αυτόν το μετα-αποκαλυπτικό κόσμο), ενώ βλέπεται ανετότατα και από ένα ενήλικο κοινό. Διότι έχει μια ιστορία ενδιαφέρουσα (αφαιρώντας το σαχλαμαρίστικο ρομάντζο), εξαιρετικούς ηθοποιούς (σε δεύτερους ρόλους εμφανίζονται και οι Ντόναλντ Σάδερλαντ και Φίλιπ Σέιμουρ Χόφμαν) και φυσικά την Τζένιφερ Λόρενς, το κακό παιδί του Χόλιγουντ, η οποία μόλις στα 23 της έχει βαλθεί να κατακτήσει τον κόσμο. Μετράει στο ενεργητικό της δεκάδες βραβεία, ένα μάλλον λίγο χαριστικό Όσκαρ για την ταινία «Οδηγός αισιοδοξίας» και μια υποψηφιότητα για την ερμηνεία της στην εξαιρετική ταινία «Στην καρδιά του χειμώνα».

Τέλος να επισημάνουμε πως ως είθισται τελευταία, η λογοτεχνική τριλογία της Κόλινς θα μεταφερθεί συνολικά σε… 4 ταινίες, αφού ήδη βρίσκεται στα σκαριά η μεταφορά του τελευταίου βιβλίου Πείνας σε δυο συνέχειες. Η απληστία δεν ήταν ποτέ καλός οδηγός…




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑