Σκηνοθεσία: Μόρτεν Τίλντουμ
Παίζουν: Κρις Πρατ, Τζένιφερ Λόρενς, Μάικλ Σιν
Διάρκεια: 116′
Σ’ ένα διαστημικό σκάφος που μεταφέρει χιλιάδες ανθρώπους μακριά από τη γη, για να εποικήσουν έναν άλλο πλανήτη, μια αναπάντεχη βλάβη του συστήματος, σχετική με τις κάψουλες ύπνου, επιφέρει την πρόωρη αφύπνιση ενός απ’ τους επιβάτες. Συνειδητοποιώντας ότι βρίσκεται σε κατάσταση εγρήγορσης 90 χρόνια νωρίτερα απ’ την ημερομηνία όπου ήταν προγραμματισμένο να ξυπνήσει μαζί με τους υπόλοιπους συνεπιβάτες του, ο νέος άνδρας απελπίζεται.
Ολομόναχος στο αχανές σκάφος, καταβάλει διάφορες προσπάθειες για να ξαναμπεί στον θάλαμό του και να συνεχίσει την ύπνωση, αλλά δεν τα καταφέρνει. Η αβάσταχτη μοναξιά θα τον οδηγήσει σε μια ηθικά αμφιλεγόμενη πράξη: θα ξυπνήσει μια όμορφη νεαρή γυναίκα, για να του κρατάει συντροφιά, πείθοντάς την ότι η πρόωρη αφύπνισή της οφείλεται στην ίδια μηχανική δυσλειτουργία που διέκοψε και τον δικό του ύπνο.
Από τις φορές που διαφωνώ κάθετα με την αποτίμηση μιας ταινίας απ’ την πλειοψηφία των κριτικών. Θεωρώ ότι το “Passengers” αδικήθηκε υπερβολικά απ’ τους επαγγελματίες γνωμοδότες περί κινηματογραφικών ζητημάτων, εδώ (αναμενόμενα) αλλά και έξω (αυτό μου προκαλεί μεγαλύτερη εντύπωση, γιατί τα κόμπλεξ της εγχώριας κριτικής, σε ό,τι αφορά το σινεμά των ειδών, δεν υπάρχουν στο εξωτερικό). Στα δικά μου μάτια, αυτό εδώ είναι ένα -σχεδόν- άψογο έργο, μια καταπληκτική αλληγορία για τη μοναξιά και τον έρωτα, σε αποστομωτικής καλλιέπειας sci-fi περίβλημα (έργο τέχνης η σκηνογραφία), όπου όλα λειτουργούν όπως πρέπει.
“Εγώ κι εσύ, εναντίον του κόσμου”: αυτή η φράση επαναλαμβάνεται συχνά απ’ τους απανταχού ερωτευμένους. Τι νιώθουν ενστικτωδώς δυο άνθρωποι που αγαπιούνται, όταν τη χρησιμοποιούν; Ότι η απόλυτη συναισθηματική, πνευματική και σαρκική ένωσή τους, τους διαχωρίζει απ’ τον κόσμο, τους “πετάει εκτός”, τους τοποθετεί απέναντι -ότι όλοι οι άλλοι και όλα τα άλλα που δεν μετέχουν στη συνθήκη που έχει δημιουργήσει γι’ αυτούς ο έρωτας, έχουν μπει, κατά κάποιον τρόπο, σε παρένθεση.
Οι εραστές, χωρίς να το καταλαβαίνουν, είναι σολιψιστές. Αισθάνονται ότι άλλη πραγματικότητα πέρα απ’ τη δική τους δεν υπάρχει, κι αν φαίνεται σαν να υπάρχει, δεν πρόκειται παρά για παραίσθηση. Οι δυο τους δημιουργούν τον κόσμο, ό,τι υφίσταται είναι μια προβολή της ψυχής τους. Αυτή η στάση είναι εγωιστική, αλλά δεν φταίνε γι’ αυτήν: απλούστατα, δεν γίνεται να το δουν αλλιώς. Η μοναξιά στον έρωτα, είναι μια ηθελημένη και παράλληλα ακούσια απομόνωση, ένα μεταφυσικό αποτράβηγμα που επιδιώκεται ασυναίσθητα για να προστατέψει κάτι τόσο εύθραυστο όσο το “εγώ κι εσύ”.
Όμως τη μοναξιά στον έρωτα, την επιδιώκουμε για να νικήσουμε την άλλη μοναξιά, τη μεγαλύτερη, την αληθινά αβάσταχτη: αυτή του να είμαστε, αναπόδραστα, ο εαυτός μας και τίποτα περισσότερο, απλώς άτομα, έλλογα όντα που γνωρίζουν ότι είναι θνητά. Μέσα στην ερημιά του πραγματικού, καθένας “ξυπνάει” πρόωρα με το ίδιο το γεγονός της γέννησής του. Κανείς δεν έρχεται στον κόσμο, την ώρα που “πρέπει”• δεν είναι τυχαίο ότι οι περισσότεροι άνθρωποι αρέσκονται να τονίζουν ότι γεννήθηκαν σε λάθος εποχή.
Είναι στη φύση του υποκειμένου, να αισθάνεται ανεπίκαιρο, πολύ πρώιμο, “εκτός σχεδίου” (απ’ τον Κάφκα μέχρι τους υπαρξιστές, αυτό είναι το βασικό θέμα της μοντέρνας λογοτεχνίας). Κάθε μέσο που επιστρατεύεται για να αποσείσει αυτή την αίσθηση του περιττού, του άκαιρου (ένα επάγγελμα, μια καριέρα, οι προσωπικές φιλοδοξίες, η κοινωνική θέση, το χρήμα), δίνει μονάχα μέτρια αποτελέσματα. Μόνο ο έρωτας μάς πείθει απόλυτα ότι βρεθήκαμε εκεί που έπρεπε να ήμασταν τη σωστή στιγμή, την κατάλληλη ώρα. Ότι όλα πήγαν “σύμφωνα με το σχέδιο”. Μόνο ο έρωτας “νικάει την αρπακτική μοναξιά”, που λέει κι ο Ρενέ Σαρ στο ποίημά του, “Bora”.
Υπάρχει μια γνήσια αίσθηση του τραγικού στο “Passengers” (υπό την έννοια ότι η τραγωδία δεν έχει να κάνει με τη σύγκρουση του καλού με το κακό, αλλά του καλού με το καλό, του σωστού με το σωστό), μια εξαιρετική κεντρική ιδέα γύρω απ’ την οποία αναπτύσσονται αρμονικά οι περικοκλάδες της ηθικής διερώτησης (σίγουρα θα σας δώσει υλικό για ατέλειωτη συζήτηση το φιλμ, αν το δείτε με παρέα), ένας υπαρξιστικός στοχασμός (ας πούμε ότι το σκάφος που χαλάει, όπου τα πράγματα δεν πηγαίνουν σύμφωνα με το “σχέδιο” είναι ένας κόσμος εγκαταλελειμμένος απ’ τον Θεό, τα υπόλοιπα -το “πρόωρο” ξύπνημα, η απόλυτη απομόνωση του ανθρώπου, η δυστυχία του να περιπλανιέται ατέρμονα σε άδειος χώρους αναζητώντας ένα νόημα κι έναν σκοπό που θα γεμίσουν τον απελπιστικά κενό χρόνο του- είναι αρκετά προφανή) που χάρη στη μαεστρική σκηνοθετική εκτέλεση, δεν βαραίνει ποτέ υπερβολικά στη συνείδηση του θεατή -παίζει όμως σαν μοραλιστικό λάιτ μοτίφ καθ’ όλη τη διάρκεια της παρακολούθησης, στο φόντο της δράσης-, τουλάχιστον όχι τόσο ώστε να αποσπάσει την προσοχή του απ’ την υπέροχη ερωτική ιστορία που βρίσκεται στο πρώτο πλάνο.
Γιατί το “Passengers” πραγματοποιεί μεν μια φιλόδοξη, λεπτή πλέξη ειδών (θρίλερ επιστημονικής φαντασίας και ρομαντικό δράμα και φουτουριστική περιπέτεια) αλλά κατά κύριο λόγο είναι μια παραβολή για τον Έρωτα στη σύγχρονη ερημιά της τεχνολογικής επανάστασης, του καταναλωτικού ιδεώδους και της υλικής αφθονίας (όλα είναι διαθέσιμα στον Τζιμ, μέσα στο υπερσύγχρονο διαστημόπλοιο που τον μεταφέρει στην αποικία των ονείρων του, εξωτικά εστιατόρια, πολυτελή μπαρ, εντυπωσιακά video games, αθλητικές εγκαταστάσεις• όλα, εκτός απ’ την ανθρώπινη παρουσία, την αυθεντική επικοινωνία και την αγάπη -το πιάσατε το υπονοούμενο ε;), μια παραβολή που παρά τις όποιες απιθανότητες και λογικές υπερβάσεις της, βρίσκει τον στόχο, προβληματίζει, συγκινεί, δεσμεύει συναισθηματικά -διάολε, νοιάζεσαι γι’ αυτούς τους δύο, σ’ ενδιαφέρει πραγματικά η μοίρα τους, η αδιέξοδη κατάστασή τους-, και εν τέλει κόβει την ανάσα, στο συναρπαστικά αγωνιώδες φινάλε.
Παράλληλα, το φιλμ ευλογείται απ’ τη χημεία των χαρισματικών πρωταγωνιστών του που αποτελούν και την παλλόμενη καρδιά του. Ο Κρις Πρατ είναι καταπληκτικός στην απόδοση των ψυχολογικών διακυμάνσεων που βιώνει ο χαρακτήρας του (απ’ την απόλυτη απελπισία της αρχής, στην πικρή συνειδητοποίηση του τι συμβαίνει, κι από τη στωική αποδοχή ενός σκοτεινού πεπρωμένου μέχρι την απότομη ανάδυση στο φως και την ελπίδα, πλάι στη γυναίκα των ονείρων του), παίζει με μια μόνιμη θλίψη στο βλέμμα που απλώς υφίσταται διαβαθμίσεις -έτσι κι αλλιώς, υπάρχει και στον έρωτα θλίψη, ειδικά όταν στη ρίζα του βρίσκεται μια ανομολόγητη ηθική παράβαση, όπως συμβαίνει εδώ- και πείθει ως φύσει καλός άνθρωπος που πάει κόντρα στις αρχές του από ανάγκη να επιζήσει (“αυτό που γίνεται από έρωτα, συμβαίνει πάντα πέρα από το καλό και το κακό”, έλεγε πολύ σωστά ο Νίτσε), ενώ η Λόρενς συνδυάζει αρμονικά την ανέμελη γλυκύτητα με έναν τρομερά γοητευτικό δυναμισμό, αναπαριστώντας γλαφυρά το φαινόμενο που θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως συναισθηματική αμφιθυμία της γυναίκας που, κι αν ακόμα αρνείται να το παραδεχτεί, αυτό που τελικά αγαπάει στο αρσενικό είναι ο αμοραλισμός της επιθυμίας του για εκείνην (γιατί ένα γνήσιο θηλυκό, προτιμάει πάντα ένα αμοραλιστικό αλλά σφοδρό κατακτητικό πάθος, πέρα από τις αναστολές της σύνεσης, από μια μέτρια, αναιμική, λογική προσέγγιση -οι νευρωτικές φεμινίστριες μπορούν να λυσσάξουν ελεύθερα).
Όσοι το αποφεύγατε για καιρό, όπως εγώ, εξαιτίας των αρνητικών κριτικών, σας προτρέπω να γράψετε, για μια φορά έστω, στα παλιά σας τα παπούτσια τα Rotten Tomatoes και Metacritic, και να το χαρείτε. Με τις όποιες ατέλειές του (αμελητέες άλλωστε και δεν θα μετρήσουν στο τέλος, να είστε σίγουροι), αυτό εδώ πρέπει να είναι ένα απ’ τα ομορφότερα κινηματογραφικά ρομάντζα που έχω δει τα τελευταία χρόνια. There, i said it.