Σκηνοθεσία: Ρούμπεν Έστλουντ
Παίζουν: Γιοχάνες Κούνκε, Λίζα Λόβεν Κόνγκσλι, Κρίστοφερ Χίβιου, Μπράντι Κόρμπετ
Διάρκεια: 118’
Μεταφρασμένος τίτλος: “Ανωτέρα βία”
Η έννοια της ανωτέρας βίας, πέρα από έκφραση της καθομιλουμένης, είναι νομικής προέλευσης και, πιο συγκεκριμένα, ανήκει στον κλάδο του αστικού δικαίου. Παραπέμπει σε κάποιο αναπάντεχο κι απρόβλεπτο γεγονός, το οποίο εξαλείφει κάθε δυνατότητα έγκαιρης πρόληψης και επιμέλειας. Ένα γεγονός, δηλαδή, που μας αποτρέπει από το να πράξουμε και να συμπεριφερθούμε ως θα οφείλαμε και ως θα ανέμεναν οι υπόλοιποι από εμάς. Μία κατάσταση, λοιπόν, φυσικής εξαίρεσης και απόκλισης. Ένα άτυπο συγχωροχάρτι που μας παραχωρείται ή παραχωρούμε εμείς οι ίδιοι στον εαυτό μας, προκειμένου να δικαιολογήσουμε την εξαφάνιση του “εαυτού” μας και την επικράτηση ενός “άλλου”. Δυσκολοχώνευτες και δύστροπες οι οριακές καταστάσεις. Μας αναγκάζουν να φανούμε μεγαλοπρεπείς ή ποταποί σε κλάσματα δευτερολέπτου. Και ακολούθως, να ζήσουμε με τον μύθο ή τη συντριβή που μας ήρθε κατακούτελα.
Η έννοια της ανωτέρας βίας είναι κάτι πολύ περισσότερο από τίτλος στην εξαίρετη ταινία του Σουηδού Ρούμπεν Έστλουντ. Είναι ο καταλύτης που ενεργοποιεί μια αλυσίδα αντιδράσεων που θα ήθελαν, αλλά δεν μπορούν, να μείνουν στο σκοτάδι. Είναι η σπίθα που ανάβει ένα φυτίλι που κάνει χίλια κομμάτια βεβαιότητες, στερεότυπα και προκαθορισμένες αντιδράσεις. Είναι το αντίπαλο δέος της συνήθους ροής των πραγμάτων, της κατανομής ρόλων, της σιωπηλής ευρυθμίας. Είναι το χάος που στήνει ενέδρα στην τάξη. Είναι μία υπενθύμιση πως η “κανονικότητα” που θεωρούμε ακλόνητη και ασάλευτη είναι, σε πολύ μεγάλο βαθμό, μία εύθραυστη κατασκευή, με την απορία να χάσκει αναπάντητη: τι είναι άραγε πιο οδυνηρό, η ευθραυστότητά της ή ότι πρόκειται για κατασκευή, για μία τεχνητή πραγματικότητα που κοντεύει να υποκαταστήσει την αλήθεια;
Μια τετραμελής οικογένεια από τη Σουηδία ταξιδεύει στις γαλλικές Άλπεις για να απολαύσει μερικές ξέγνοιαστες μέρες διακοπών. Σλάλομ στις πίστες, ανέσεις στο πολυτελές σαλέ, κάτασπρες πλαγιές που λαμποκοπούν κάτω από το φως του ήλιου. Τα πάντα είναι πανέμορφα. Σχεδόν εξίσου πανέμορφα με την ίδια την οικογένεια, η οποία μοιάζει αψεγάδιαστη. Σαν να έχει ξεπηδήσει από κατάλογο του ΙΚΕΑ ή από διαφήμιση κινητού τηλεφώνου. Υπέροχα ρούχα, υπέροχα χαμόγελα, υπέροχες συσκευές. Μία οικογένεια άτρωτη απέναντι στην ασχήμια και τη μικρότητα. Φροντισμένη, υγιής σωματικά και πνευματικά, καλοστεκούμενη, καλοφτιαγμένη στα όλα της. Τι μπορεί να άραγε να σκοτεινιάσει το φωτεινό αυτό παραμύθι; Μια ελεγχόμενη χιονοστιβάδα είναι η απάντηση. Ένα φαινομενικό περιστατικό ανωτέρας βίας που τα φέρνει όλα τούμπα. Μία απειλή που ενεργοποίησε τα πιο αρχέγονα και ενστικτώδη αντανακλαστικά. Ένας εκ πρώτης όψεως κίνδυνος που αποδείχθηκε πιο καταστροφικός από οποιονδήποτε πραγματικό κίνδυνο.
Κάποιες φορές, μία και μόνο στιγμή αρκεί για να τα αλλάξει όλα. Για να αφήσει μια σκιά βαριά κι ασήκωτη. Για να δημιουργήσει μια κατάσταση ισοπεδωτικά άβολη, σε σημείο που να απαιτούνται χειρισμοί καρδιοχειρουργού. Το προβλεπόμενο καθήκον και η ιεράρχηση προτεραιοτήτων πήγαν λοιπόν περίπατο σε αυτή τη λουστραρισμένη οικογένεια. Διότι ο pater familias ενήργησε κατά τρόπο που έρχεται σε ανοιχτή κόντρα με κάθε είδους πατενταρισμένο πρότυπο. Με τρόπο που αντιβαίνει σε κάθε είδους πατρικό, οικογενειακό, συζυγικό, κοινωνικό και άγραφο ηθικό κανόνα. Τόσο απλά, τόσο απότομα, τόσο αναπάντεχα, όλα έχουν πάρει την κατιούσα χωρίς σταματημό. Το σοκ θα περάσει απ’ όλα τα αναμενόμενα στάδια. Αναστάτωση, αποσιώπηση, δειλή παραδοχή, ξέσπασμα, κατάρρευση και ίαση, η οποία όμως πιο πολύ φέρνει σε μασκάρεμα και κουκούλωμα. Η ευτυχία σε βάθος χρόνου και εντός προκαθορισμένων δομών δεν είναι ποτέ αυθόρμητη και πηγαία, μοιάζει να μας λέει ο Έστλουντ. Θέλει διακριτές αποστολές, θέλει ανθρώπινες «στολές», θέλει σημαδούρες, για να ξέρει κανείς ανά πάσα στιγμή πού πατά και πού βρίσκεται και τι να περιμένει από τον διπλανό του.
Ο Έστλουντ φτιάχνει μια έξοχη ταινία που ξεσκίζει τα σωθικά όλων των προδιαγεγραμμένων ρόλων που υποδύονται συστηματικά οι άνθρωποι. Που βγάζει επιδεικτικά τη γλώσσα στις έννοιες του ηρωισμού, του ανδρισμού, της οικογενειακής γαλήνης και ισορροπίας, της ασφάλειας, της επικοινωνίας, της προστασίας. Που μας καλεί να έρθουμε κατάφατσα αντιμέτωποι με τα μύχια, μικροπρεπή και ποταπά ένστικτά μας, να φανταστούμε τους εαυτούς μας να πέφτουν χαμηλά. Που μας υπενθυμίζει τη φαιδρή μας προσπάθεια να διατηρήσουμε όλη μας τη ζωή σε μία σφαίρα ελεγχόμενη, προβλέψιμη και τακτοποιημένη. Το Force Majeure είναι υπεράνω όλων μια ταινία που υπονομεύει και ειρωνεύεται ασύστολα και ασταμάτητα. Κατά τρόπο όμως, διόλου αυτάρεσκο, διδακτικό και αλαζονικό. Στον αντίποδα, με τρόπο που σε κάνει να γουρλώνεις τα μάτια, να σφίγγεις την καρδιά σου και ανά στιγμές, να γελάς με τράνταγμα. Με κάθε πλάνο, κάδρο, διάλογο, σιωπή, να λειτουργεί προσεγμένα και οργανικά. Με μία αμηχανία τόσο λαχταριστή που θες να βυθιστείς μέσα της. Και πέρα απ’ όλα αυτά τα άκρως δελεαστικά και ενδιαφέροντα, το Force Majeure τολμά να ποντάρει στο χιούμορ και το γέλιο. Και το πράττει τόσο έξυπνα, καλαίσθητα και αβίαστα που με ένα σμπάρο χτυπά πολλά τρυγόνια.