Σκηνοθεσία: Άλφρεντ Χίτσκοκ
Παίζουν: Τίπι Χέντρεν, Ροντ Τέιλορ, Τζέσικα Τάντι
Διάρκεια: 119᾽
Μεταφρασμένος τίτλος: «Τα πουλιά»
Έτος παραγωγής: 1963
Ένα μοναχικό κοράκι κάνει την εμφάνισή του. Κουρνιάζει στο κάγκελο, μετακινείται με μικρά πηδηματάκια για να βολευτεί. Στον αντίποδα, η (προφανώς, προφανέστατα) ξανθιά γυναικεία φιγούρα που ανάβει τσιγάρο στο παγκάκι δεν μπορεί με τίποτα να βρει τη «θέση» της. Φυσά τον καπνό από το τσιγάρο που μόλις άναψε με αγωνία κι ένταση. Έχει μια γυάλινη ομορφιά, εύθραυστη κι έτοιμη να σπάσει, την ίδια στιγμή, όμως, ικανή να προκαλέσει ουλές και τραύματα. Τα πράσινα -από την κορφή ως τα νύχια- ρούχα της, μια αντανάκλαση ζήλιας, φθόνου, αμφιβολίας κι ενοχών, που φωλιάζουν στην καρδιά του Bodega Bay.
Ο ουρανός πίσω της, σε σταχτιές αποχρώσεις, σαν να αναρρώνει από κάποιο βίαιο κάψιμο. Έτοιμος να πλημμυρίσει από μαύρο. Στο αθέατο φόντο, ένα παιδικό τραγουδάκι, επίμονο, ενοχλητικό, μονότονο. Σαν μια υπόγεια και σκοτεινή πρόσκληση, χωρίς τίποτα το καθησυχαστικό. Υπονομεύει μια για πάντα την οποιαδήποτε υπόνοια αθωότητας, ανοίγει την κερκόπορτα για το Κακό. Τα κοράκια έχουν κατακλύσει κάθε σπιθαμή του γύρω χώρου. Ετοιμάζονται, ετοιμαζόμαστε κι εμείς. Nickety, nackety, now-now-now. Η χιτσκοκική ενορχήστρωση στο απόλυτο μεγαλείο της, σε μία σκηνή ούτε καν 3 λεπτών.
Ποια είναι άραγε η μυστηριώδης ορμή που κυριεύει, σε ολόκληρη την ταινία, τα πουλιά; Γιατί φέρονται τόσο βίαια, θαρρείς εκδικητικά, στους ανθρώπους; Τι αντιπροσωπεύουν, ποιες αμαρτίες τιμωρούν; Ποιες είναι οι απαραίτητες σπονδές και θυσίες για να εξευμενιστούν; Κανείς δεν δείχνει να γνωρίζει, άπαντες απορούν έμπλεοι δέους, αμηχανίας και -πάνω απ᾽ όλα- απόλυτου φόβου.
Ο Άλφρεντ Χίτσκοκ, στο απόγειο της δημοφιλίας και της σκηνοθετικής του ωριμότητας, έχει τη διαύγεια, την άνεση, το θάρρος και το θράσος να αφήσει όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά, να μην προσφέρει καμία ανακουφιστική ή λογικοφανή απάντηση. Το χάος είναι στη θέση του οδηγού, πράττει κατά το δοκούν, δεν απολογείται σε κανέναν.
Από την εναρκτήρια, πάντως, σκηνή, η ειρωνεία είναι διάχυτη και ισοπεδωτική. Από την πρώτη γνωριμία των δύο υποψήφιων κι εκκολαπτόμενων εραστών, η οποία διαδραματίζεται σε ένα pet shop. Μια γνωριμία – σύγκρουση, διάχυτη από υποδόρια σεξουαλική ένταση. Μια στατική χορογραφία της ανελέητης μάχης περηφάνιας, εντυπώσεων, ύφους και υποδόριας επιθυμίας ήττας, που μαίνεται κάθε φορά στη χιτσκοκική ερωτική σκακιέρα.
Η αγορά ενός ζευγαριού love birds (το συγκεκριμένο είδος παπαγάλου, ελληνιστί αγαπόρνις, αναπτύσσει ισχυρότατους δεσμούς με το ταίρι του, σε σημείο που συχνά δεν μπορεί να επιβιώσει μετά τον θάνατο του συντρόφου του), μια διακήρυξη πλανεμένης πίστης στη ρομαντική αγάπη, μια σχεδόν υβριστική αφέλεια που πρέπει να λάβει την κατάλληλη τιμωρία.
Τα πουλιά στην ομότιτλη ταινία του Άλφρεντ Χίτσκοκ δεν περιορίζονται στον ρόλο της οπτικοποιημένης μεταφοράς των αισθημάτων, των σκέψεων, των εμμονών και των λαθών που κατακλύζουν την ψυχή των ηρώων της ταινίας. Αντιθέτως, αναλαμβάνουν πρωτοβουλία, αποκτούν αυτόβουλο έλεγχο των κινήσεών τους, γίνονται φορείς των αλλαγών, επεμβαίνουν στα δρώμενα, λειτουργούν τόσο ως εξωτερικός υποκινητής όσο και ως εσωτερική αντανάκλαση. Κάνουν την εμφάνισή τους, μάλιστα, επανειλημμένα, χτίζοντας μια γεωμετρική πρόοδο ολοκληρωτικής ανάληψης των ηνίων από τον φόβο.
Η αρχική τους παρουσία είναι μεμονωμένη, άναρχη, ακανόνιστη. Σαν ανεπαίσθητα τσιμπήματα άγχους και πανικού. Λίγο αργότερα, περικυκλώνουν την πόλη και τους κατοίκους της, εδραιώνοντας τον φόβο ως σκηνικό που ήρθε για να μείνει. Πολύ σύντομα, θα εκδηλώνουν μαζικά κι απροκάλυπτα την επιθετικότητά τους. Ο φόβος πλέον δεσπόζει στις ψυχές των ανθρώπων, τους παραλύει ολοκληρωτικά.
Στο φινάλε, όμως, οι τρεις πρωταγωνιστούν διαφεύγουν χωρίς τα πουλιά να επιτεθούν στο αμάξι τους, παρά το ότι καιροφυλακτούν, σαν δαμόκλειος σπάθη. Ο φόβος, πλέον, φυλά τα έρμα. Ο φόβος γίνεται αποδεκτός, οι άνθρωποι μαθαίνουν να ζουν και να αναπνέουν μαζί τους, πρόκειται για το τερματικό στάδιο μιας εφιαλτικής διαδρομής ωρίμανσης. Η ενήλικη διαπίστωση του σκοταδιού είναι ο μόνος αποτελεσματικός φακός για να προχωρήσει κανείς στη νύχτα, σε σύγκριση τουλάχιστον με την ψευδαίσθηση ότι είναι μέρα.
Τα πουλιά θα συνεχίσουν να υπάρχουν, να καραδοκούν, να εξαπολύουν επιθέσεις. Θα θρέφονται πάντα από την ανθρώπινη αδιαφορία, την ανικανότητα αληθινής ενσυναίσθησης, από το επικοινωνιακό βάραθρο που μας χωρίζει. Από τις καταπιεσμένες επιθυμίες, τα ανείπωτα της ζήλιας, από τις πίκρες των ατελείωτων ανταγωνισμών.
Η ανθρώπινη επαφή, στο χιτσκοκικό σύμπαν, είναι μια δαντέλα που βγάζει δόντια, σε σαλόνια και ρεστοράν που είναι στην πραγματικότητα χαρακώματα. Με την αληθινή ένταση να αποτυπώνεται σπανίως εύγλωττα και ειλικρινώς, αλλά μέσα από μετωπικές και μπρα—ντε-φερ σωμάτων και βλεμμάτων.
Kάποια στιγμή, όμως, καταφθάνει το σημείο θραύσης. Όπως ακριβώς στην πρώτη επίθεση, όταν ένας γλάρος καταστρέφει την αψεγάδιαστη εικόνα της ξανθιάς καλλονής, οι μάσκες πέφτουν, τα σκιάχτρα καταρρέουν. Και μαθαίνουμε να φοβόμαστε λιγότερο την έλευση του φόβου, να μην προσπαθούμε μάταια κι αφελώς να τον τρομάξουμε, μακάριοι μέσα στην ψευδαίσθηση ότι δεν θα μας επισκεφθεί ποτέ. Ο Χίτσκοκ δεν ήταν ποτέ ιδιαίτερα επιεικής με την ανθρώπινη φύση. Και θεωρούσε, σταθερά κι αταλάντευτα, πως ορισμένες φορές, η συμφορά δεν είναι τίποτα άλλο από μια μεταμφιεσμένη ευλογία.