Σκηνοθεσία: Άρι Αστερ
Παίζουν: Τόνι Κολέτ, Γκάμπριελ Μπερν, Μίλι Σαπίρο, Άλεξ Γουλφ
Διάρκεια: 127′
Η τετραμελής οικογένεια των Γκρέιαμ, η οποία δεν παρουσιάζει κάποια εμφανή εξωτερικά παθογένεια, βρίσκεται μπροστά σε μία δύσκολη όσο και αναπόφευκτη συνθήκη. Καλείται να διαχειριστεί την απώλεια της μητριαρχικής φιγούρας, της γιαγιάς από την πλευρά της μητέρας, η οποία εγκατέλειψε τα εγκόσμια διανύοντας την ένατη δεκαετία της ζωής της, ανήμπορη να αντιμετωπίσει τον ανίκητο φθοροποιό χρόνο. Και ενώ θα περίμενε κανείς πως αυτή η απολύτως αναμενόμενη κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας δοκιμασία δε θα διατάρασσε σημαντικά την οικογενειακή καθημερινότητα, έδωσε την αφορμή για μια σειρά από εξελίξεις και αποκαλύψεις που σταδιακά απειλούν να διαλύσουν τους συνεκτικούς δεσμούς της οικογένειας.
Στον πυρήνα της ιστορίας τίθεται η αγία αμερικανική οικογένεια, ή καλύτερα ο βίαιος διαμελισμός της. Λόγια που βομβαρδίζουν τα θεμέλια του Οίκου, σιωπηρές μα αιχμηρές μετάνοιες και κυρίως μια αδάμαστη και απροσπέλαστη ενοχή προς πάσα πιθανή ενδοοικογενειακή κατεύθυνση. Ο θάνατος της γιαγιάς, μιας σκληρής κατά τις αναφορές γυναίκας που στην πραγματικότητα δε διέθετε κάποια σύνδεση με την οικογένεια, σημαίνει την αποκάλυψη του μίσους της κόρης της γι’ αυτήν. Η Άνι Γκρέιαμ, η τραγική μητέρα, είχε υποφέρει αρκετά στα τρυφερά της χρόνια από το στριφνό χαρακτήρα της μάνας της και θεωρούσε χρέος της να την κρατήσει μακριά από τη δική της οικογένεια. Όσο κόπο όμως και αν κατέβαλε, η γιαγιά κατάφερε να αφήσει το στίγμα της, κυρίως προσεγγίζοντας με πάθος τη δεκατριάχρονη κόρη, και οδηγώντας εαυτήν μεθοδικά στο ρόλο της αναντικατάστατης για τη μικρή παρουσίας.
Ο Άρι Άστερ, σε τούτο εδώ το art house horror film το οποίο φιλοτέχνησε κατά τα διδάγματα των τιτάνων του είδους (ιδίως Πολάνσκι και Κάρπεντερ) και εντός του πλαισίου που έχουν πρόσφατα δημιουργήσει τα υπέροχα «The Witch» και «Babadook», ακολουθεί με σαρωτική και εξαντλητική ευλάβεια κάτι που μοιάζει με την νομοτελειακή μόλυνση του όλου από το μέρος. Με άλλα λόγια, αν σαπίσει ένα κομμάτι του καρπού, όλος ο καρπός βρίσκεται σε διαδικασία σήψης. Οι τραγικές προσπάθειες της Άνι να διασώσει τους οικείους της από το βέβαιο όλεθρο φαντάζουν οικτρά μάταιες, καθώς η «απούσα» γηραιά μητέρα της έχει φροντίσει να μολύνει κάθε κύτταρο του οικογενειακού οργανισμού και απλώς παρακολουθεί την πορεία του προς το θάνατο. Πρώτη και χειρότερα προσβληθείσα η ίδια η Άνι. Η ίδια είναι καλλιτέχνιδα, φτιάχνει εντυπωσιακές και λεπτομερείς μινιατούρες, διοράματα που απεικονίζουν σκηνές τις καθημερινής ζωής. Ενώ λοιπόν έχει κάθε δυνατότητα να φτιάξει έναν καινούριο κόσμο σαν άλλος Θεός, να βρει οδό διαφυγής στο έργο της, η ίδια το μόνο που δύναται να δημιουργήσει είναι θλιβερές απεικονίσεις της καθημερινότητάς της. Ακόμα και η φαντασία της έχει ηττηθεί εμφατικά μπροστά στον εφιάλτη. Στο σημείο αυτό οφείλει να σημειωθεί ότι η ερμηνεία της Τόνι Κολέτ είναι μεγαλειώδης. Σηκώνει το δραματικό βάρος του ρόλου της με άνεση και κινείται με φυσικότητα μέσα στην παράνοια. Ένας αληθινός θρίαμβος.
Κινητήριος άξονας της ταινίας είναι η συχνή καμπύλωση του ρεαλισμού, μέχρι του σημείου της απόλυτης παράδοσης του στην παράνοια. Οι ήρωες ορίζουν τη δική τους πραγματικότητα, που ολοένα και αποκόπτεται από τη φυσική, μα ποτέ αυτοβούλως. Κάτι νοσηρό στα μυαλά τους τούς υπαγορεύει τη σκέψη. Ξεκινά ψιθυρίζοντας και καταλήγει ωρυόμενο, πετυχαίνοντας αυτό που εξαρχής επεδίωκε: τον απόλυτο έλεγχο συνειδητού και υποσυνειδήτου. Και, τελικά, είναι αυτό το κληρονομικό μικρόβιο που καθορίζει κάθε σκέψη της οικογένειας. Η οικογένεια είναι η πρώτη και κυρίαρχη δυναστεία στη ζωή ενός ανθρώπου. Μία τυραννία που βρίσκει πάντα τον τρόπο να επιβιώσει ακόμα και μετά θάνατοn. Ένα νοσηρό φορτίο που καθορίζει τελικά κάθε πράξη του, είτε ως θετικό είτε ως αρνητικό πρότυπο.
Ο μόλις τριακονταετής δημιουργός, όπως συνηθίζεται σε μία ταινία-ντεμπούτο, περιλαμβάνει στον καμβά του μια σειρά θεματικές, προσπαθώντας να βρει τη δική του μοναδική συνισταμένη. Έτσι, εκτός της οικογένειας, στην ταινία κυρίαρχο ρόλο παίζει και η θρησκεία (υπό τις μυστικιστικές της διαστάσεις). Οι ήρωες πασχίζουν να αντιμετωπίσουν την παράνοια με περισσότερη παράνοια, τη μεταφυσική με περισσότερη μεταφυσική. Η λογική κατατροπώνεται και σωριάζεται στο έδαφος με κρότο, αφήνοντας το θρόνο της στην παραφροσύνη. Όλα πάντως τίθενται κάτω από τη σκέπη ενός αδιαπέραστου πένθιμου τόνου, μιας ολοένα εντεινόμενης οδύνης που περιλαμβάνει από αμήχανες σιωπές μέχρι γκροτέσκες κραυγές, η οποία αποτελεί το συνεκτικό στοιχείο του φιλμ τόσο θεματικά, υπό την έννοια ότι κάθε πράξη κ σκέψη της οικογένειας τοποθετείται εντός του αυστηρού συναισθηματικού πλαισίου του πένθους, όσο και υφολογικά, δεδομένου πως αυτός ο τόνος είναι που διατηρεί την ενότητα της ταινίας καθώς ο χαρακτήρας της εκτρέπεται από βαρύ οικογενειακό δράμα σε ταινία ψυχολογικού τρόμου.
Το Hereditary κατέφτασε στις αίθουσες έχοντας ήδη καταφέρει να προκαλέσει οργασμικές αντιδράσεις εκ μέρους της παγκόσμιας κριτικής μετά την πρεμιέρα του στο Σάντανς. Ευτυχώς, κερδίζει όλα τα στοιχήματα και με το παραπάνω. Ο Άστερ ορίζει ως το πιο τρομακτικό πράγμα για έναν άνθρωπο την ίδια του τη μοίρα, τη συνεχή προσδοκία για ανατροπή του ριζικού που αποδεικνύεται μάταια. Γνωρίζει ότι τίποτα δε φέρνει τον άνθρωπο τόσο κοντά στα όριά του όσο η απώλεια και εκεί είναι που βγαίνει το αληθινό του ύφος. Εκεί είναι που οι σιωπές γίνονται πανύψηλα τείχη και ακούγονται φράσεις που δε διανοείται η ανθρώπινη κοινωνία, με τις συμβάσεις και τους κανόνες της. Στην πένθιμη συνθήκη είναι που ο εφιάλτης γιγαντώνεται, γιατί έχει να καταναλώσει περίσσια αποθέματα από την αγαπημένη του τροφή, την καταπιεσμένη ενοχή. Σε τελική ανάλυση, τίποτα δεν οδηγεί σε ολοσχερή σύγχυση την πραγματικότητα και τον εφιάλτη γρηγορότερα από την απώλεια. Και εκεί βρίσκει τη θέση του ο τρόμος: στην απόλυτη αδυναμία να διακρίνει κανείς την έξοδο από την οδυνηρή του πορεία, στην οριστική διαγραφή της ψευδαίσθησης της επιλογής.