Reviews Film Noir

27 Απριλίου 2012 |

0

Film Noir

FΟ όρος «φιλμ νουάρ», αν και γαλλικός, αναφέρεται καταρχήν σε αμερικάνικες ταινίες των δεκαετιών του ’40 και του ’50, οι οποίες συγκεντρώνουν μία σειρά από θεματολογικά και υφολογικά χαρακτηριστικά. Ο «γαλλισμός» του όρου δεν είναι τυχαίος, καθότι οι Γάλλοι θεωρητικοί Νίνο Φρανκ και Ζαν Πιερ Σαρτιέ ήταν οι νονοί του, ενώ οι, επίσης Γάλλοι, Ρεϊμόν Μπορντ και Ετιέν Σομετόν συνέταξαν το 1995 την πρώτη εμπεριστατωμένη και συγκεντρωτική μελέτη των στοιχείων που όριζαν το πεδίο του νέου genre. Ο όρος μάλλον προήλθε από τη σειρά μυθιστορημάτων «Série Noire», η οποία κυκλοφορούσε στη Γαλλία και περιελάμβανε τόσο μεταφράσεις αμερικανικών hard boiled αστυνομικών μυθιστορημάτων όσο και πονήματα Γάλλων συγγραφέων που βάδιζαν στα χνάρια των διάσημων Αμερικάνων εκπροσώπων του είδους (Ντάσιελ Χάμετ, Ρέιμοντ Τσάντλερ, Τζέιμς Κέιν κτλ).

Ποια είναι λοιπόν τα υφολογικά στοιχεία του φιλμ νουάρ; Κοντραστ μεταξύ άσπρου και μαύρου, εξπρεσιονιστικά κάδρα, έντονες φωτοσκιάσεις σε σκούρο φόντο, παραμορφωτικές αντανακλάσεις, στρεβλωμένες γωνίες λήψης, φετιχιστική χρήση συμβόλων (πιστόλια, αναπτήρες, ελικοειδείς σκάλες), σκηνές κινηματογραφημένες σε νυχτερινά και βροχερά τοπία, οπτικά τρυκ που δημιουργούν αίσθηση εγκλεισμού και ασφυξίας. Όσο για το θεματολογικά, αυτά περιλαμβάνουν μία μόνιμη αίσθηση καταραμένου και αναπόφευκτου, χαρακτήρες που μπαλαντζάρουν ασταμάτητα ανάμεσα στον ξεπεσμό και τη μεγαλοπρέπεια, ανάμεσα στο ξεπούλημα και των ηρωισμό, γυναίκες που χύνουν δηλητήριο, μία χροιά περιθωρίου και αποξένωσης, μία έντονη υφή υπαρξιακής απόγνωσης και αδιεξόδου. Μία μάλλον γοητευτική σούμα, δεν συμφωνείτε; Διόλου παράξενη λοιπόν η διαχρονική σαγήνη που έχει ασκήσει το φιλμ νουάρ, στις παραδοσιακές του μορφές όσο και στις άπειρες παραλλαγές του, σε σχεδόν κάθε σινεφίλ ψυχή. Κοινώς, ζόρικοι τύποι που μπλέκουν με ζόρικα θηλυκά και προσπαθούν να τη βγάλουν καθαρή από ακόμη πιο ζόρικες καταστάσεις.

Μία από αυτές τις ψυχές που αγάπησαν τα φιλμ νουάρ είναι και ο Σέρβος σεναριογράφος και συν-σκηνοθέτης (μαζί με τον, επίσης Σέρβο, Ρίστο Τοπαλόσκι) αυτής της ταινίας, ο οποίος εμφανίζεται στους τίτλους της ταινίας με το ψευδώνυμο D. Jud Jones. Εξηγώντας την επιλογή του ψευδώνυμου, ο σκηνοθέτης εξηγεί πως εχθρεύεται τη λογική της ταύτισης ενός ανθρώπου με το έργο του, διατρανώνοντας παράλληλα την πεποίθησή του πως ένα έργο έχει ζωή ανεξάρτητη από αυτή του δημιουργού του. Όπως μας ενημερώνει, δεν θα συναντήσουμε ποτέ ξανά το όνομα D. Jud Jones, το οποίο έχει ως επιθυμητό προορισμό να χαθεί στη λήθη της κινηματογραφικής ιστορίας…

Η εναρκτήρια σκηνή λοιπόν, στην πρώτη και τελευταία ταινία του κυρίου D.Jud Jones είναι καθόλα αρχετυπική. Ένα νουάρ animation που ξεκινά σε ένα βροχερό σκηνικό δολοφονίας, η οποία πραγματοποιήθηκε ακριβώς κάτω από τη διάσημη πινακίδα «HOLLYWOOD», που εποπτεύει το Λος Άντζελες αφ’ υψηλού. Την ιστορία θα ξετυλίξει ένας πιθανός δράστης που πάσχει από αμνησία και ξεκινά το προσωπικό ταξίδι αυτογνωσίας. Ένα συνολικό τοπίο δηλαδή, το οποίο υπόσχεται μία ωραία βόλτα στην boulevard of broken dreams. Οι neon πινακίδες λαμποκοπούν μέσα στο ασπρόμαυρο φόντο, το Λος Άντζελες ήταν ανέκαθεν the place to be για τους Ιππότες της Νεό-Νουάρ Τραπέζης, από τον Τζακ Νίκολσον στο «Chinatown» ως τον Ράιαν Γκόσλινγκ στο «Drive». Η αμνησία ως κινητήριος μοχλός, η απώλεια της ταυτότητας, η ανοικοδόμησή της από το μηδέν. Όσο ανακαλύπτει τον εαυτό του ο ήρωάς μας τόσο τον σιχαίνεται, το πρόσωπο είναι άραγε ο καθρέφτης της ψυχής ή η ψυχή επιβιώνει ακόμη και σε ένα διαφορετικό πρόσωπο; Το μουσικό score του Μαρκ Κέλερ ταιριαστό και εθιστικό. Παρεμπιπτόντως, ο Μαρκ Κέλερ χαρίζει τη φωνή του στον κεντρικό σκοτεινό μας ήρωα. Ως εδώ καλά και αποδεκτά. Μονάχα ως εδώ όμως.

Τα εμφανώς πενιχρά μέσα παραγωγής έχουν αντίκτυπο στο εικαστικό – αισθητικό αποτέλεσμα, προσδίδοντας μία χροιά φτηνού κινούμενου σχεδίου αλλά ουδόλως θα σταθούμε σε αυτό το μειονέκτημα, πέρα από μία απλή επισήμανση. Το κυριότερο πρόβλημα έγκειται στο μπαστάρδεμα της νουάρ μυθολογίας με ανούσιες και κακόγουστες action δόσεις. Αρκετά με τα ελικόπτερα και τα μπαζούκας, this ain’t noir. Ορισμένες σεναριακές τρύπες είναι ανεκτές αλλά όχι όταν είναι σαφώς μεγαλύτερες από αυτές του όζοντος. Το υπερβολικό ξεχείλισμα του σάντουιτς από νουάρ συστατικά, μία ακόμη κακή ιδέα. Προσπαθείς να πάρεις μία τεράστια μπουκιά και τίποτα δεν καταλήγει στο στόμα σου. Μόνο και μόνο η αίσθηση φόρου τιμής που αποτίνει στο φιλμ νουάρ, δημιουργεί μία σχεδόν ανεξήγητη θετική προδιάθεση για την ταινία. Όπως είπε άλλωστε και ο δημιουργός της ταινίας: “Σε ποιον δεν αρέσουν τα φιλμ νουάρ; Εγώ δεν ξέρω πραγματικά κανέναν.” Μία θετική προδιάθεση όμως, δεν είναι ποτέ αρκετή. Κατα τα άλλα, μάλλον ήρθε η ώρα για ένα κολοσσιαίο αφιέρωμα στα φιλμ νουάρ…




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑