Easy Rider

Σκηνοθεσία: Ντένις Χόπερ

Παίζουν: Πίτερ Φόντα, Ντένις Χόπερ, Τζακ Νίκολσον

Διάρκεια: 95’

Έτος παραγωγής: 1969

Προάγγελος της εποχής του New Hollywood που επρόκειτο σύντομα να ανατείλει, κινηματογραφική επιτομή για την αμερικάνικη counterculture, σημείο αναφοράς στην κατηγορία των (open) road movies, η πιο αυθεντική (ώς τότε) απόδοση του ιερού επαναστατικού τριπτύχου sex, drugs and rock ‘n’ roll στη μεγάλη οθόνη. Κι όμως, το θρυλικών διαστάσεων (αν και για πολλούς σινεφίλ του σήμερα, μονάχα μουσειακής αξίας) Easy Rider δεν προσγειώθηκε ουρανοκατέβατα στο αμερικάνικο σινεμά, αλλά εκκολάφτηκε μεθοδικά και υπομονετικά σε ένα κινηματογραφικό εργαστήρι που περιελάμβανε μοτοσυκλέτες, LSD και τις απέραντες ανοιχτωσιές των highways.

Το The Trip (1967), του Ρότζερ Κόρμαν, σε σενάριο Τζακ Νίκολσον, με τους Πίτερ Φόντα και Ντένις Χόπερ στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, είχε φέρει τη μαγική τριάδα σε (τριπαρισμένη) επαφή. Ένα χρόνο νωρίτερα, το Wild Angels, επίσης του Ρότζερ Κόρμαν, είχε λειάνει το έδαφος για την επέλαση των bikers στη μεγάλη οθόνη, δημιουργώντας παράλληλα μια εικόνα που έμελλε να καταστεί αρχετυπική: η φυσική θέση του Πίτερ Φόντα σε αυτό τον κόσμο ήταν η σέλα μιας μηχανής που τρέχει με χίλια, με άγνωστο προορισμό αλλά προκαθορισμένο πένθιμο σκοπό.

O Ξέγνοιαστος Καβαλάρης (η ελληνική απόδοση είναι μάλλον λίγο παραπλανητική, ενώ φυσικά δεν αποδίδει το διφορούμενο του τίτλου, καθώς το “easy rider” στη redneck αργκό αποτελεί χαρακτηρισμό για τον σταθερό πελάτη των πορνείων) ξανοίχτηκε στις αμερικάνικες αίθουσες, ένα μήνα πριν από το φεστιβάλ του Woodstock. Ιδανικό timing το δίχως άλλο, ακριβώς στη φλεγόμενη καρδιά μιας εποχής αμφισβήτησης, ρεμπελοσύνης, ρήξης με το αξιολογικό και αισθητικό κατεστημένο και λύσσας για απεγκλώβιση από κάθε είδους δεσμά. Κι όμως (τουλάχιστον για τον γράφοντα), η ανεξάντλητη γοητεία του Easy Rider έγκειται ακριβώς στο ότι διαχωρίζει τη θέση του από το ατελείωτο πανηγύρι χαράς.

Σαν έναν ορειβάτη που λίγο πριν φτάσει στην κορυφή φαντασιώνεται ήδη την κατηφορική κατρακύλα και όχι την ηδονή της κατάκτησης, τον θρίαμβο της στιγμής. Το Easy Rider εκπέμπει μια εγγενή θλίψη, μια σχεδόν καταστατική αίσθηση και διάθεση αναστοχασμού. Επί της ουσίας, περισσότερο διαλαλεί και προοικονομεί την άφιξη των gloomy 70s, όταν η ουτοπία διολίσθησε προς την απογοήτευση και τη βία, όταν τα λουλούδια μαράθηκαν και τα ναρκωτικά μετατράπηκαν σε διαβατήριο για ένα σκοτεινότερο κόσμο.

Το Easy Rider διατρανώνει ευθύς εξαρχής τον γουέστερν προσανατολισμό του, πρώτα απ’ όλα μέσα από την επιλογή των ονομάτων των δύο βασικών πρωταγωνιστών, που παραπέμπουν σε διάσημους παρανόμους του Φαρ Ουέστ: ο Γουάιατ φέρνει αυτομάτως στο νου τον Γουάιατ Ερπ, ενώ ο Μπίλι αποτελεί ευθεία αναφορά στον Μπίλι δε Κιντ. Η διαδρομή των δύο ηρώων θα τους οδηγήσει στην επικίνδυνη, οπισθοδρομική και πέρα για πέρα εχθρική αμερικανική ενδοχώρα, παρόλο που η κατεύθυνση είναι αντίστροφη. Οι δυο καβαλάρηδες με τα μηχανικά άλογα πουλάνε τη μεξικάνικη ναρκό-πραμάτεια τους στο Λος Άντζελες και ξεκινούν για ένα προορισμό περισσότερο αλληγορικό παρά λελογισμένα χειροπιαστό: το καρναβάλι της Νέας Ορλεάνης, στη γειτονιά του Μισισίπι, στην κορύφωση των εορτασμών με την παρέλαση του Mardi Gras.

Από την πρώτη κιόλας στιγμή, οι συμβολισμοί είναι ελλειπτικοί κι όμως πέρα για πέρα κρυστάλλινοι. Ο πελάτης των δύο καβαλάρηδων είναι μια εκκεντρική φιγούρα ευτελούς και βρόμικης χλιδής (τον οποίο υποδύεται ο μουσικός παραγωγός Φιλ Σπέκτορ). Η αγοραπωλησία εκτυλίσσεται εντός μια Ρολς-Ρόις (που έρχεται σε τρομερή αντιπαραβολή με το φορτηγάκι των δύο ηρώων), σε μια υπέροχη σκηνή βουβής αμηχανίας που διακόπτεται μονάχα από τον βόμβο των αεροπλάνων που απογειώνονται και προσγειώνονται σε απόσταση αναπνοής. Το αντικείμενο της συναλλαγής είναι, φυσικά, μια πολύ μεγάλη ποσότητα κοκαΐνης, η οποία αποτελούσε (άλλες εποχές…) σήμα κατατεθέν ενός κόσμου αλλοτρίωσης και νεοπλουτισμού.

Οι δύο ήρωές μας ξεκινούν το ταξίδι τους όχι ακριβώς έχοντας πουλήσει την ψυχή τους στον διάβολο, αλλά σίγουρα από ένα στασίδι εκπτώσεων και συμβιβασμού. Το διόλου ευκαταφρόνητο αντίτιμο στοιβάζεται στο εσωτερικό της μυθικής Captain America, στο στομάχι δηλαδή του αμερικάνικου θυμικού. Πριν την έναρξη του ταξιδιού, ο Γουάιατ, σε μια κίνηση σχεδόν τελετουργική και μυσταγωγική, ξεφορτώνεται το ρολόι του: η διαδρομή είναι πλέον άχρονη και ακανόνιστη.

Η φυγή προς την ελευθερία, προς ένα ονειρώδες ιδανικό (διόλου τυχαία η επιλογή του καρναβαλιού ως εδεμικού προορισμού) είναι εξαρχής φαλκιδευμένη, νοθευμένη και θολή. Εξάλλου, λίγο πριν το διαρκώς υπονοημένο φινάλε χαμού και ολέθρου, τρεις λέξεις διατυπώνουν το τελικό επιμύθιο, χωρίς καμία περαιτέρω εξήγηση ή διευκρίνιση: “We blew it”. Η ευκαιρία για κάτι αυθεντικά και αληθινά νέο χάθηκε πολύ πριν την οριστική κατάρρευση του ευγενούς ονείρου.

Το Easy Rider αποτυπώνει την σχεδόν αντανακλαστική επιθετικότητα της παραδοσιακής Αμερικής απέναντι σε οτιδήποτε εκτός της νόρμας, την ίδια όμως στιγμή διαχωρίζει τον μεσαιωνικό (και εν τέλει) φονικό συντηρητισμό από τις good old values που μετράνε και εξακολουθούν να έχουν αξία: ο Γουάιατ αποδίδει σεβασμό στον ιδιοκτήτη του ράντσου που τους προσφέρει βοήθεια και κατάλυμα, επαινώντας την ικανότητα να αντλεί ένας άνθρωπος το βιός του απευθείας από τη Μητέρα Γη.

Φυσικά, το Easy Rider χρωστά μεγάλο τμήμα της γοητείας του στην εισβολή-παρεμβολή του τρίτου χαρακτήρα, μιας αυθεντικά χαμένης ψυχής, του μεθύστακα δικηγόρου Τζορτζ Χάνσον, που ενσαρκώνει ο Τζακ Νίκολσον. Υποτονικά σαρδόνιος, αιθέρια νιχιλιστής, ένας επαναστάτης χωρίς επανάσταση, ένας ξέμπαρκος ταξιδιώτης του Ονείρου, με μια προδιαγεγραμμένη άδοξη κι απελπισμένη κατάληξη. Οι καβαλάρηδες του Easy Rider δεν παρελαύνουν καμαρωτά, αλλά ίσα που αχνοφαίνονται κάπου στο βάθος. Τους καταπίνει η θολή γραμμή του ορίζοντα, αλλά είμαστε σίγουροι πως περάσαν από εδώ: από τον μακρινό αντίλαλο της μηχανής και του γκαζιού.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑