Σκηνοθεσία: Στίβεν Σόντερμπεργκ
Παίζουν: Τέρενς Σταμπ, Πίτερ Φόντα, Λουίς Γκούσμαν
Διάρκεια: 90’
Μεταφρασμένος τίτλος: «Ο Εγγλέζος»
Ο Ντέιβ Γουίλσον βγαίνει από τις φυλακές του Λονδίνου και ταξιδεύει στις ΗΠΑ, έχοντας ένα και μόνο σκοπό, ένα και μόνο λόγο ύπαρξης. Να εντοπίσει τους δολοφόνους της κόρης του και να πάρει την εκδίκηση που αρμόζει. Είναι ο Εγγλέζος, ψυχαναγκαστικά ακριβής και θανατηφόρα παραδοσιακός, ένας τζέντλεμαν, όχι απλώς με license, αλλά με purpose to kill. Αυτή η αποστολή είναι άραγε το πεπρωμένο του ή απλώς ένας τρόπος να καθυστερήσει το αναπόφευκτο; Στο αυλακωμένο πρόσωπο του έξοχου Τέρενς Σταμπ αποτυπώνονται η οδύνη του χρόνου που έχει περάσει ανεπιστρεπτί και η μελαγχολία των αναμνήσεων που δεν λένε να εξαφανιστούν.
Στο δε αταλάντευτο βλέμμα του, θαρρείς σφυριλατημένο με φωτιά, διαγράφεται η ανατριχιαστική ηρεμία της απόλυτης προσήλωσης, της νοσηρής εμμονής. Η βαριά αγγλική του προφορά καταπίνει πυροβολισμούς, κραυγές πόνου και εκκλήσεις ελέους. Είναι όσο σκληρός έμαθε πως πρέπει να είναι, πάνω απ’ όλα, όμως, είναι απέραντα μόνος και δυσβάσταχτα ντεμοντέ. Στέκει ανίσχυρος μπροστά στην επικείμενη μοναξιά, μια μοναξιά που εκκινεί μεν από την απώλεια του σημαντικότερου προσώπου στη ζωή του, αλλά επεκτείνεται στην επαπειλούμενη εξαφάνιση μιας ολόκληρης κοσμοθεωρίας, ενός ολόκληρου σύμπαντος.
Στην έβδομη ταινία του Στίβεν Σόντερμπεργκ, η εκδίκηση, λοιπόν, είναι απλώς το πρώτο στρώμα ανάγνωσης. Με flashback σφήνες από την ταινία Poor Cow (το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Κεν Λόουτς, το 1967!), όπου πρωταγωνιστεί ο τριαντάρης τότε Τέρενς Σταμπ, ο Σόντερμπεργκ μας βάζει στο αληθινό νόημα. Η πραγματική μάχη είναι αυτή που έχει ήδη χαθεί απέναντι στην έλευση του χρόνου που δεν δείχνει το παραμικρό έλεος. Το πραγματικά βαρύ τίμημα είναι αυτό της αναγκαστικής απόσυρσης.
Η τελική μονομαχία για την οποία προετοιμαζόμαστε από την πρώτη κιόλας στιγμή όντως θα λάβει χώρα και θα αναδείξει νικητή, χωρίς όμως να υφίσταται πλέον η ίδια η έννοια της νίκης. Πεδίο μάχης η Καλιφόρνια, λίκνο ενός χυδαίου νεοτερισμού – νεοπλουτισμού, λουσμένη με ένα ήλιο βρώμικο, ξεθωριασμένο, φτηνιάρικο και θολό. Με τη μοντέρνα αρχιτεκτονική της έπαυλης όπου κατοικεί το Κακό, με τις εύπλαστες επιφάνειες, τις επιθετικές παλ αποχρώσεις και τις ακαθόριστες μορφές, να αποτελεί την εξωτερίκευση ενός σύμπαντος κούφιου και επιφανειακού. Ένας θαυμαστός καινούργιος κόσμος που ξεβράζει και ξερνά τα αταίριαστα απομεινάρια του παρελθόντος.
Το The Limey χτίζει ανεπαίσθητα μία υπόγεια ιστορία ταύτισης (σχήμα, φυσικά, όχι ασυνήθιστο σε ταινίες όπου φιγουράρουν ανελέητες μονομαχίες ορκισμένων εχθρών), όπου φορέας της εκδίκησης και ο υποβαλλόμενος σε αυτήν, όσο περνά η ώρα, συγκλίνουν. Παρά τις τωρινές χαώδεις διαφορές τους ως προς τον κώδικα συμπεριφορά τους και το modus operandi, είναι φανερό ότι είχαν ξεμυτίσει από το ίδιο καλούπι, ότι είναι φτιαγμένοι από την ίδια πάστα ανθρώπου, με σχεδόν όμοιες καταβολές, ρίζες και μνήμες.
Κι όσο η στιγμή της τελικού ξεκαθαρίσματος των ανεξόφλητων λογαριασμών κοντοζυγώνει, ο Εγγλέζος φανερώνει τον βαθύτερο σπαραγμό του. Αυτή η εσχάτη προδοσία που βίωσε ως θύμα, αυτή η ύβρι που ξεχείλωσε όλα τα ηθικά όρια με τα οποία γαλουχήθηκε, σηματοδοτεί όχι μόνο μια προσωπική συντριβή, αλλά την οριστική ήττα ενός τρόπου ζωής, μιας συνολικής ταυτότητας. Ο Εγγλέζος σπαράζει, πάνω απ’ όλα, με/για τον ηθικό ξεπεσμό του πρώην φίλου και νυν αντιπάλου. Ο οποίος (περι)φέρεται σαν μούμια του παλιού του εαυτού, κλαψουρίζει αναξιοπρεπώς ακόμη και στην ύστατη ευκαιρία εξιλέωσης που του χορηγείται: την αποδοχή της τιμωρίας.
Στο φινάλε, δεν θα δούμε έναν ήρωα που βρίσκει τη λύτρωση, απονέμει δικαιοσύνη και φεύγει ατσαλάκωτος. Θα αντικρίσουμε μια χαμένη ψυχή, ακόμη πιο τσακισμένη από έναν απλό αντί-ήρωα. Έναν old school ιεραπόστολο, που απλώς πράττει, με μηχανική προσήλωση, το αναπόφευκτο. Και κλείνει ένα κύκλο που δεν πρόκειται να ξανανοίξει ποτέ.