Σκηνοθεσία: Κουέντιν Ταραντίνο
Παίζουν: Τζέιμι Φοξ, Κριστόφ Βάλτς, Λεονάρντο Ντι Κάπριο, Σάμιουελ Τζάκσον, Κέρι Ουάσινγκτον
Διάρκεια: 165’
Μεταφρασμένος τίτλος: «Django, ο τιμωρός»
Η πρώτη σπίθα έμπνευσης για το Django Unchained τρύπωσε στο μυαλό του Κουέντιν Ταραντίνο το 2007, όταν και είχε προαναγγείλει το αρχικό του πλάνο. Μία ταινία που να καταπιάνεται με μία από τις εφιαλτικότερες σελίδες της αμερικάνικης ιστορίας, τη δουλεία, η οποία όμως θα έφερε τα χαρακτηριστικά ενός μοντέρνου σπαγκέτι γουέστερν. Μετά από πολύμηνα και εξαντλητικά γυρίσματα (στοιχείο ασυνήθιστο για τον τρόπο δουλειάς του Ταραντίνο), αλλεπάλληλες ανακατατάξεις και αλλαγές στους πρωταγωνιστές και τους συντελεστές, αναβολές και αναποδιές, το πιο φιλόδοξο ίσως project της καριέρας του έκανε παγκόσμια πρεμιέρα ανήμερα των Χριστουγέννων του 2012.
Προχωρώντας στο κυρίως πιάτο, δύσκολα μπορεί να φανταστεί κανείς ταινία του Ταραντίνο στην οποία να μην αποτίνεται κάποιος φόρος τιμής, άμεσος ή έμμεσος, στην ίδια την τέχνη του σινεμά. Πράγματι, ο Ταραντίνο είναι παθολογικά ερωτευμένος με τον κινηματογράφο και δεν χορταίνει να δηλώνει αυτή του τη λατρεία. Στην περίπτωσή μας τώρα, η απόδοση των τιμών είναι ξεκάθαρη και εκδηλώνεται μέσα από δύο στοιχεία. Πρώτον, ο τίτλος της ταινίας αποτελεί παραπομπή στο γουέστερν Django, γυρισμένο το 1966, από τον σκηνοθέτη Σέρτζιο Κορμπούτσι. Δεύτερον, ο Ταραντίνο έχει δώσει στον πρωταγωνιστή του original Django, Φράνκο Νέρο, ένα συμβολικό μικρό ρόλο. Πέρα όμως από τη βαθιά υπόκλιση στο είδος των σπαγκέτι γουέστερν, ο Ταραντίνο επιφυλάσσει στο σινεμά ένα ακόμη μεγαλύτερο ρόλο, όπως άλλωστε είχε αφήσει να διαφανεί στις δύο προηγούμενες ταινίες του και ιδίως στο πιο πρόσφατο Inglourious Basterds. Ο κινηματογράφος φορά στολή εκδικητή και μακελεύει αυτούς που φέρθηκαν άδικα και σκληρά. Αυτή τη φορά δεν θα είναι οι Ναζί που θα γνωρίσουν τον πέλεκυ της δικαιοσύνης από τα θύματά τους, αλλά οι λευκοί δουλέμποροι στην προ-εμφυλιακή Αμερική. Το αίμα θα χυθεί ποτάμια γιατί δεν γίνεται αλλιώς και τα πάντα θα γίνουν με αψεγάδιαστο στιλ διότι, και πάλι, δεν γίνεται αλλιώς.
Ο χρόνος, ως γνωστόν, κυλά αμείλικτα και έχουν περάσει αισίως είκοσι ένα και δεκαοκτώ χρόνια από το Reservoir Dogs και το Pulp Fiction αντίστοιχα, τα δύο πρώτα πονήματα του Ταραντίνο. Πολλά μπορεί να έχουν αλλάξει στο ενδιάμεσο, αλλά μία σταθερά παρέμεινε αναλλοίωτη. Ο κινηματογραφικός κόσμος του Ταραντίνο είναι διαολεμένα και απολαυστικά στιλάτος για πολλούς και διάφορους λόγους. Γιατί οι διάλογοι του είναι σπιντάτοι, περιεκτικοί, πνευματώδεις, αστείοι και ζουμεροί. Γιατί το πάθος του για αυτό που κάνει ξεχειλίζει σε κάθε πλάνο. Γιατί τα κάδρα μπορεί να περιέχουν επιμελώς κρυμμένες λεπτομέρειες που κλείνουν πονηρά το μάτι στον θεατή. Γιατί στιλιζάρει τη βία εμπνευσμένα, τόσο εικαστικά όσο και δραματουργικά. Γιατί εγγράφει στην αισθητική του όλα όσα αγαπάει, χωρίς να τα καθαγιάζει αλλά και χωρίς να τα βεβηλώνει. Από τις γκανγκστερικές και κατασκοπικές ταινίες ως τα exploitation films δευτέρας διαλογής και το ασιατικό σινεμά, με τελευταίο του σταθμό σε αυτή την πορεία, το γουέστερν.
Ένα γούεστερν, όπου ένα ολότελα αταίριαστο δίδυμο θα σκορπίσει ατάκες, ύφος και καυτό μολύβι δεξιά και αριστερά. Ένας οδοντίατρος γερμανικής καταγωγής που έχει εγκαταλείψει την επιστήμη του για το πιο επικερδές επάγγελμα του κυνηγού επικηρυγμένων. (Οι λάτρεις του Ρενέ Γκοσινί που γνωρίζουν από «Λούκι Λουκ» ας ανατρέξουν στο τεύχος Νο 39, με τον τίτλο «Το κοράκι» για περισσότερες πληροφορίες για τους κυνηγούς παρανόμων στην Άγρια Δύση). Έχει κομψή γκαρνταρόμπα, φινετσάτους τρόπους, γοητευτική ευφράδεια, προσωπική ηθική που τον κάνει να απεχθάνεται τη δουλεία και δολοφονικό σημάδι. Στο πρόσωπο ενός πρώην σκλάβου θα βρει αρχικά ένα πρόσκαιρο βοηθό, έπειτα ένα ταλαντούχο συνεργάτη και τέλος, ένα καρδιακό φίλο. Απελευθερώνοντάς τον, απελευθερώνει όχι μόνο ένα σκλάβο αλλά και ένα hard-ass πιστολέρο που δεν έχει ακόμη ανακαλύψει την αληθινή του κλίση. Το φονικό αυτό άγγιγμα θα του φανεί ιδιαίτερα χρήσιμο στην αναζήτηση της χαμένης του γυναίκας, η οποία έχει ίσως το πιο πρωτότυπο όνομα σκλάβας στην ιστορία του τότε αμερικάνικου νότου.
Από εκεί και έπειτα, το μόνο για το οποίο μπορείτε να είστε σίγουροι είναι πως δεν θα υπάρξει καμία φειδώ ούτε στο αίμα που θα χυθεί, ούτε στις υπερβολές, ούτε όμως και στην αβίαστη καλοπέρασή σας. Το να τζογάρει κανείς στα πεταχτά σε θέλγητρα σαν αυτά που υπόσχεται μια ταινία του Ταραντίνο –όπως έχουν κάνει πολλοί σκηνοθέτες κατά καιρούς– είναι το μόνο εύκολο. Το αληθινά δύσκολο είναι να πετύχει κανείς αυτό που πετυχαίνει ο ίδιος ο Κουέντιν. Να μπολιάσει μία απίστευτη λεπτοδουλειά με τον ενθουσιασμό μιας αυθόρμητης παρόρμησης.
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας: