Σκηνοθεσία: Τζον Μάικλ ΜακΝτόνα
Παίζουν: Μπρένταν Γκλίσον, Κρις Ο’Ντάουντ, Κέλι Ράιλι, Ντύλαν Μόραν, M. Έμμετ Γουόλς
Διάρκεια: 102′
Μεταφρασμένος τίτλος: Γολγοθάς
Το πρόβλημα των ανθρώπων είναι η αβεβαιότητα που πρέπει, πάσει θυσία, να μεταμφιέζεται στο αντίθετο της: σε εκπεφρασμένη σιγουριά. Όλοι θέλουν να παρουσιάζονται πεπεισμένοι ότι γνωρίζουν ποιο είναι το καλό, το αναγκαίο, το επιθυμητό για τους εαυτούς τους και τους άλλους. Όσο περισσότερο αμφιβάλλουν, τόσο λυσσάνε να αποδείξουν ότι ξέρουν. Μέσα τους αναζητούν ερείσματα, ακλόνητες αλήθειες, δεδομένα και σκουντουφλάνε στο αφηρημένο, την απουσία θεμελίων, την απροσδιοριστία. Στους απ’ έξω καμώνονται ότι τα έχουν βρει όλα κι ότι δεν συντρέχει λόγος να αναρωτιούνται πια. Καθένας αρπάζεται απ’ ό,τι υπάρχει πρόχειρο: τον Θεό, την ιδεολογία, τις αξίες, την επιστημονική τεκμηρίωση, τα θέσφατα.
Μόνο η τέχνη γλιτώνει τον άνθρωπο απ’ τον εσωτερικό καταναγκασμό να πείθει τους πάντες (και περισσότερο τον ίδιο του τον εαυτό) ότι είναι βέβαιος για κάτι. Στην τέχνη η αβεβαιότητα δοξάζεται, γίνεται στόχος. Εκεί μπορεί να νιώσει ο αιώνιος θηρευτής του νοήματος, τη λύτρωση από κάθε σιγουριά. Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι πράγματα που σπάνια θα καταδεχόμασταν και να διανοηθούμε ακόμα, στην καθημερινότητά μας, μέσω της τέχνης τα αντιμετωπίζουμε με επιείκεια.
Κάτι παρόμοιο συμβαίνει στα όνειρα: η δομημένη προσωπικότητα γίνεται βορά στο απίθανο και το μυστηριώδες, κανείς δεν ορθώνει τείχη απόλυτων αρχών όταν ονειρεύεται, καλοδέχεται την αταξία, εμβαπτίζεται στο παράλογο και το άναρχο, ξεφορτώνεται τις πεποιθήσεις που στον ξύπνιο του τον υπερκαθορίζουν. Γι’ αυτό και το σινεμά, ως τέχνη των ονείρων, που μετέρχεται τρόπους ανάλογα φυγόκεντρους για να μας αποδεσμεύσει απ’ τις σταθερές μας, το έχουμε απόλυτη ανάγκη. Η βεβαιότητα διαμορφώνει χαρακτήρες, ενώ η τέχνη τους διαλύει. Οι σταθερές πεποιθήσεις φτιάχνουν ανθρώπους ανάλγητους και σκληρούς, οι αμφιβολίες, όμως, που αφαιρούν απ’ τις ιδέες τη μάζα και την πυκνότητά τους, ανοίγουν το δρόμο στη συμπάθεια.
Προαπαιτούμενο για κάθε ουσιαστική κατανόηση, η συμπάθεια είναι ουσιαστικά ασυμβίβαστη με τον φανατισμό κάθε μορφής. Όταν το σινεμά, μας παρουσιάζει ανθρώπους φανατισμένους τους θεωρούμε (όπως και στη ζωή) ανίκανους να συμπαθήσουν και να φτάσουν στο βάθος των πραγμάτων. Οι πεπεισμένοι αντιμετωπίζονται απ’ την τέχνη με ειρωνεία, σπάνια αποτελούν κεντρικούς ήρωες στις αφηγούμενες ιστορίες κι όταν συμβαίνει αυτό, είναι για να δουν τις βεβαιότητές τους να γκρεμίζονται. Ποιος προσφέρεται περισσότερο για μια τέτοια μεταχείριση απ’ τον ιερέα;
Ειδικά σε μια εποχή γενικευμένης αμφισβήτησης, ο άνθρωπος του κλήρου, με τις παρωχημένες θρησκευτικές του εξηγήσεις και την αλαζονική περιωπή της θεόπεμπτης σιγουριάς, μπορεί εύκολα να γίνει αντικείμενο κακεντρεχούς χλεύης. Αν κοιτάξουμε, όμως, με μεγαλύτερη προσοχή, αν απαλλαγούμε, προς στιγμήν, απ’ τις προκαταλήψεις μας, θα δούμε ότι οι ελάχιστοι τίμιοι κι αυθεντικοί ανάμεσα στους παπάδες, ενσαρκώνουν μέσα στον κόσμο μας, αληθινές τραγικές φιγούρες. Γι’ αυτό και αποτελούν, για τους σοβαρούς δημιουργός, ιδανικό υλικό για την κατασκευή συμπαγών υπαρξιακών δραμάτων.
Το έκανε ο Μπέργκμαν, συγκλονιστικά κι ανεπανάληπτα, σ’ ένα μείζον αριστούργημα, το Winter Light. Εκεί, ο ιερέας που καλείται να αποδεχτεί το παράλογο, τη ματαιότητα και την ανυπαρξία του Θεού, παλεύοντας να διατηρήσει, με νύχια και με δόντια, μια πίστη που φυλλορροεί από παντού, ήταν ένα πλάσμα ευθύς εξ υπαρχής, χαμένο, βαθιά καταρρακωμένο, τραγικό. Άθυρμα του μηδενός, καταδικασμένο στην απόρριψη και την μεταφυσική δυσμένεια, ον που ξεθεμελιώθηκε απ’ το έδαφος μιας πρότερης βεβαιότητας για να πλανηθεί ανέστιο στη μεγάλη ερημιά.
Το μπεργκμανικό δράμα, σταθερά υπαρξιστικό και αναδυμένο μέσα από έναν ανεξάντλητο φιλοσοφικό οίστρο, δεν φείδεται απομυθοποιήσεων. Οι ήρωές του, μονίμως έκθετοι σε θεομηνίες απογοήτευσης, έσωθεν και έξωθεν, μαθαίνουν να αγκαλιάζουν το κενό. Η σουηδική παγωνιά, το καταθλιπτικό του βόρειου κλίματος, εμφιλοχωρεί σταθερά στις ταινίες αυτές. Η περίπτωση του ΜακΝτόνα είναι διαφορετική. Ιρλανδός αυτός, άρα φύση πιο εξωστρεφής, σαρκαστική, γλεντοκόπα, θα προσεγγίσει μια ανάλογη ιστορία απώλειας της πίστης και τρομερών δοκιμασιών της ανθεκτικότητας του θρησκευτικού συναισθήματος, με έναν τρόπο οριακά περιπαικτικό. Αυτό δεν σημαίνει ότι το Calvary εμπαίζει τον ήρωά του ή υπονομεύει το –σοβαρότατο- θέμα του. Απλώς μέσω της διάχυτης ιλαρότητας, υιοθετεί την παλιά διαπίστωση: ο κόσμος δεν είναι μόνο τραγικός ή μόνο κωμικός, είναι κωμικοτραγικός.
Σε ένα μικρό ιρλανδικό χωριό, ένας «αλλιώτικος» καθολικός παπάς, λεβέντης, προικισμένος με σαρκασμό, μεγαλόψυχος, αψίκορος, τίμιος, ειλικρινής, «ψημένος» στο καμίνι της ζωής (ένας ασύλληπτος Μπρένταν Γκλίσον, ερμηνευτικό χάρμα ιδέσθαι πέρα από κάθε κριτική), δέχεται, κατά τη διάρκεια μιας τυπικής εξομολόγησης, μια απειλή κατά της ζωής του: κάποιος απ’ το ποίμνιό του, τον ενημερώνει ότι σε διάστημα επτά ημερών θα τον σκοτώσει. Γιατί; Επειδή ως παιδί κακοποιούνταν σεξουαλικά από έναν «κακό παπά», αλλά, όπως δηλώνει, το να σκοτώσεις έναν κακό παπά είναι κοινοτοπία.
Να δολοφονήσεις, όμως, έναν αθώο, να μια πράξη με ιδιαίτερο συμβολισμό, μια φτυσιά στο πρόσωπο του αδιάφορου Θεού. Ξεκινάει, έτσι, το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου κι ο άτυχος κληρικός, ούτε τον ντετέκτιβ παριστάνει, ούτε αγχώνεται ιδιαίτερα να πάρει τα μέτρα του για να προστατευτεί: θορυβείται ελαφρώς, προμηθεύεται –καλού κακού- ένα πιστόλι κι έπειτα απλώς συνεχίζει να ζει, αλληλεπιδρώντας με μια δράκα ξεκούρδιστων χαρακτήρων, τη χούφτα των ανθρώπων που συναποτελούν την τοπική κοινωνία.
Έχοντας απολέσει κάθε ελπίδα να σώσουν την ψυχή τους, κινούμενοι μεταξύ αυτοσαρκαζόμενης απόγνωσης (η μητρομανής σύζυγος του χασάπη), σαρκοβόρου κυνισμού (ο μηδενιστής γιατρός), παθητικής επιθετικότητας (ο βουδιστής ιδιοκτήτης της παμπ), ψευδαισθήσεων μεγαλείου (ο ξιπασμένος χρηματιστής) και καλπάζουσας παράνοιας (ο νεαρός χίπστερ που εξομολογείται ότι, ή θα αυτοκτονήσει, ή θα καταταγεί στο στρατό προκειμένου να μπορεί να σκοτώνει ανθρώπους νόμιμα), οι κάτοικοι του χωριού γίνονται, για τον υπομονετικό παπά του Γκλίσον, μεμονωμένες δοκιμασίες πίστης.
Ξεπεσμένοι και φαύλοι, ο καθένας με τον δικό του τρόπο, αντιμετωπίζουν τον ποιμένα είτε μέσα απ’ το πρίσμα των στερεοτύπων που δημιούργησαν τα πολλά σεξουαλικά σκάνδαλα που σχετίζονται με την Καθολική Εκκλησία, βλέποντας, δηλαδή, στο πρόσωπό του έναν ειδεχθή υποκριτή, είτε ως εξάρτημα ενός μηχανισμού εξουσίας και πλουτισμού που εξαπατά τις ευκολόπιστες μάζες. Τον ειρωνεύονται, τον αψηφούν, αμφισβητούν τις ευγενικές προθέσεις του, την πίστη του, τα ρομαντικά ιδανικά του, αντιτίθενται στην εκκλησία μισώντας τον ίδιο ως εκπρόσωπό της. Δεν βλέπουν ποτέ τον άνθρωπο, περιορίζονται να κοιτούν τον ρόλο. Όπως, ενδεχομένως, κάνουμε κι εμείς πολύ συχνά.
Εν αντιθέσει, ο παπάς, βλέπει λίγο πιο βαθιά, πίσω απ’ την επιφάνεια που προβάλλουν, κάτω απ’ την κρούστα απάθειας που καθείς εξ αυτών μοστράρει με προκλητική αυταρέσκεια. Αντικρίζει χαμένους ανθρώπους (επιμένοντας, όμως, ότι κανείς δεν είναι «χαμένη υπόθεση»), αδύναμους, σε απόγνωση, θλιμμένους, που ο Θεός έχει ξεχάσει κι αυτοί του αντιγυρίζουν τα ίσα. Με μια θαυμάσια μανούβρα, γεμάτη πανουργία, ο ΜακΝτόνα αντιστρέφει τους πόλους.
Νομίζαμε ότι ο ιερέας είναι ο άνθρωπος των βεβαιοτήτων, ο φανατικός, ο πεπεισμένος, ενώ τελικά είναι όλοι οι άλλοι. Αυτός αμφιβάλλει, γι’ αυτό πλειοδοτεί στη συμπάθεια, έχει τη δυνατότητα να προσεγγίζει, να αναπτύσσει σχέσεις έστω και ανορθόδοξες (όπως ακόμα κι αυτή με τον μελλοντικό φονιά του), εκείνοι επιμένουν ότι ξέρουν και μένουν με τη φτώχεια του μονήρη, του αποκομμένου. Στο καταπληκτικό φινάλε, ο ΜακΝτόνα θα μας τους παρουσιάσει ξανά, έναν-έναν, για λίγα δευτερόλεπτα, εγκλωβισμένους στην προσωπική τους μοναξιά, να συνεχίζουν την καθημερινότητά τους απελπισμένοι κι αναλλοίωτοι, δέσμιοι των βεβαιοτήτων που δημιούργησαν τις φυλακές τους.
Δεν αρκεί ένα κριτικό κείμενο για να αποδώσει το μέγεθος της συγκίνησης που προκαλεί στον υπογράφοντα, το γεγονός ότι αριστουργήματα σαν το Calvary είναι ακόμα εφικτά. Η συγγραφική ευφυΐα του ΜακΝτόνα δίνει διαλόγους και χαρακτήρες που γυρεύουν να πραγματευθούν διαχρονικά φιλοσοφικά και θεολογικά ζητήματα, χωρίς την παραμικρή καταφυγή στα στερεότυπα και τις συνηθισμένες ιδεολογικές φόρμουλες. Το φιλμ, μας κατακλύζει με προβληματισμούς και σκέψεις που δεν έχουν τίποτα το «ετοιματζίδικο», επιχειρώντας να εκθέσει στα μάτια μας, για να τις παραδεχθούμε, και τις δικές μας περιοριστικές πεποιθήσεις.
Και είναι τέτοια η συναισθηματική του αποτελεσματικότητα, τόσο έντονη η ντομπροσύνη του, που και να διαφωνεί κανείς με την, σε σημεία, χριστιανική του ρητορική (που δεν έχει τίποτα το θρησκόληπτο και δύσοσμα «παπαδίστικο», όμως, να τα ξεκαθαρίζουμε), είναι αδύνατον να μην το λατρέψει. Αισθητικά, πάλι, βρίσκεται σε άλλο επίπεδο ομορφιάς, δομημένο πάνω σε κάποια απ’ τα ωραιότερα πλάνα φύσης και τοπίου που έχουν δει τα μάτια μας εδώ και χρόνια.
Συνδυάζοντας ατμόσφαιρα, χιούμορ, συγκίνηση, εκπληκτικό ρυθμό (η ταινία δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα), αγωνία, μυστήριο, στοχασμό, άψογες ερμηνείες απ’ όλο το καστ και έναν πρωταγωνιστή κανονικό σύμβολο μιας άλλης ηθικής ποιότητας -στο ύψος της οποίας θα έπρεπε όλοι μας, ανεξάρτητα απ’ το πού στεκόμαστε ιδεολογικά, να προσπαθήσουμε να ανέλθουμε- το Calvary είναι, χωρίς υπερβολή, μια απ’ τις κορυφαίες ταινίες της τελευταίας 2οετίας, ένα μεγάλο έργο αποριών (ποτέ βεβαιοτήτων), αμφιβολίας και προβληματισμού που μόνο για ένα πράγμα εκφράζει σιγουριά: ότι η συγχώρεση είναι η πιο υποτιμημένη αρετή. Συγχωρήστε, λοιπόν, κι εσείς, τους διανομείς που αποφάσισαν ότι δεν συντρέχει λόγος να προβληθεί στις ελληνικές αίθουσες αυτό το κομψοτέχνημα, αν μπορείτε. Εμείς, σίγουρα, δεν μπορούμε.