If I Want to Whistle, I Whistle

Σκηνοθεσία: Φλορίν Σέρμπαν

Παίζουν: Γκεόργκε Πιστιρεάνου, Άντα Κοντεέσκου, Μιχαήλ Κονσταντίν.

Διάρκεια: 94’

Μεταφρασμένος τίτλος: “Όταν θέλω να σφυρίξω, σφυρίζω”

Το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Φλορίν Σερμπάν έφυγε από το πρόσφατο Φεστιβάλ του Βερολίνου με την Αργυρή Άρκτο στις αποσκευές του και επιβεβαίωσε για πολλοστή φορά την άνθιση ενός κινηματογραφικού λουλουδιού, του νέου ρουμανικού κινηματογράφου. Σύμπτωση επαναλαμβανόμενη παύει να είναι σύμπτωση και πλέον, μία στοιχειώδης χαρτογράφηση είναι πλέον ορατή και εφικτή. Σκηνοθέτες που έπλασαν την καλλιτεχνική τους ταυτότητα μέσα στο μακρύ ταξίδι της ρουμανικής κοινωνίας στη νύχτα της περιόδου του Τσαουσέσκου, δίχως παράλληλα να μπορούν να αφεθούν στο αποκούμπι κάποιου ονειρεμένου παρόντος ή κάποιου ευεπίφορου μέλλοντος. Όπως ακριβώς και η βραβευμένη με Χρυσό Φοίνικα ταινία του Κριστιάν Μουνγκίου «4 μήνες, 3 εβδομάδες και 2 ημέρες», το «Όταν θέλω να σφυρίξω, σφυρίζω» πατάει πάνω στο εύρημα μίας αντίστροφης μέτρησης, μίας κλεψύδρας με άμμο που λιγοστεύει απειλητικά και αντιστρέφει τους όρους της πραγματικότητας, στρεβλώνοντάς την ανεπανόρθωτα. Το φαινομενικά ευτυχές γεγονός της απελευθέρωσης δεν είναι πλέον αρκετό και η προσμονή των τελευταίων στιγμών μετατρέπεται σε αγωνιώδη αναμονή.

Η εναρκτήρια σκηνή διφορούμενη, αμφίσημη, σαν οποιοδήποτε σημείο ενός κύκλου που μπορεί να εκληφθεί τόσο ως αφετηρία όσο και ως κατάληξη. Πρόκειται για την αρχή μίας πορείας στο σκοτάδι ή για το υποτιθέμενο τέλος της; Το παρελθόν σκιαγραφείται με αδρές γραμμές, το περίγραμμα είναι αρκετό, οι λεπτομέρειες μόνο να προσθέσουν βάρος μπορούν παρά να ελαφρύνουν το φορτίο. Ο τόνος νατουραλιστικός, αφοπλιστικά απλός, σαν να βλέπουμε τους αδερφούς Νταρντέν να μεταφέρουν το «Παιδί» τους από το Βέλγιο στη Ρουμανία. Μεστή και απέριττη διείσδυση στο μικρόκοσμο του εγκλεισμού, του απατηλού σωφρονισμού. Ένας υπομονετικός τρόφιμος, ο οποίος εξέτισε υποδειγματικά την ποινή του, βλέπει την όποια υποτυπώδη φυσιολογικότητα λαχταρούσε να γκρεμίζεται δίχως προειδοποίηση. Το ξέσπασμά του δεν είναι λιγότερο τυφλό από την ίδια τη ζωή. Μέσα από σιωπές, τρεμάμενη κάμερα, πλάνα που απεικονίζουν τον κεντρικό ήρωα από πίσω και γκρο πλαν στο πρόσωπο, ο Σέρμπαν αποτυπώνει την υποκειμενική ροή του χρόνου, την προσωπική βιωματική ματιά στα δρώμενα, την αβεβαιότητα των προσεχών κινήσεων. Μία μέρα είναι ικανή να φέρει τα πάνω κάτω, μία οποιαδήποτε «σκυλίσια» μέρα όπου όλα τελειώνουν και σβήνουν.

Η ένταση μαζεύεται σαν ελατήριο και αφήνεται στην πλήρη της έκταση την κατάλληλη στιγμή. Με όποιο άγαρμπο και ανεπαρκές μέσο διαθέτει, ο ήρωάς μας θα διεκδικήσει τον ρόλο που θεωρεί που του αναλογεί, το δικό του κομμάτι στην πίτα της οικογένειας, του έρωτα και της ελευθερίας, χωρίς να είναι οπλισμένος με την ασπίδα της ονειροπόλου ψευδαίσθησης. Ο δρόμος προς την ελευθερία και την ευτυχία δεν διαρκεί παρά λίγα χιλιόμετρα και κάποιες ρουφηξιές καφέ. Ο επίλογος δεν φανερώνει καμία αίσθηση συνέχειας, καμία υπόνοια για το μέλλον, το οποίο θα συγχωνευθεί άμεσα με ένα άχρονο παρόν, υπό τους ήχους ενός τραγουδιού που μάλλον εμπαίζει υπαινικτικά παρά παρηγορεί.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑