«’71», του Γιαν Ντεμάνζ
Ο αγγλοτραφής Γάλλος σκηνοθέτης Γιαν Ντεμάνζ, με το σκηνοθετικό του ντεμπούτο «’71», μας μεταφέρει σαράντα τρία χρόνια πίσω, στο αιματοβαμμένο Μπέλφαστ. Σε μία εποχή, όπου οι ταραχές και η απώλεια ανθρώπινων ζωών ήταν καθημερινό φαινόμενο, αλλά οι συνθήκες ήταν συγκεχυμένες και τα σύνορα θολά. Αυτή ακριβώς τη σχετικότητα των διαχωριστικών γραμμών παντός τύπου -αισθημάτων, γεωγραφικού χώρου, ασφάλειας, εμπιστοσύνης- καταγράφει με καταιγιστικό ρυθμό και τεταμένη ατμόσφαιρα ο Ντεμάνζ και βγάζει πλώρη για τα βραβεία του φετινού φεστιβάλ. Κεντρική φιγούρα ένας Άγγλος στρατιώτης που φορά στολή και κρατά όπλο, όχι επειδή πιστεύει σε κάποιο ιερό σκοπό, αλλά απλώς για να βγάλει κάποια χρήματα. Σε μία φράση – κλειδί στην αρχή της ταινίας, αυτός και το τάγμα του μαθαίνουν πως «δεν θα φύγουν από τη χώρα» και πως θα σταλούν στη Βόρεια Ιρλανδία. Μόνο που για τον ήρωά μας, η Βόρεια Ιρλανδία είναι μονάχα τυπικά οικεία. Επί της ουσίας, είναι όσο πιο ξένη και μακρινή γίνεται. Σχεδόν με το που πατήσει το πόδι του στο Μπέλφαστ, κατά τη διάρκεια ενός εφιαλτικού μερόνυχτου, λίγα οικοδομικά τετράγωνα θα μετατραπούν στην απόλυτη «no man’s land». Μία κινούμενη άμμος, όπου οι «εχθροί» ξεφυτρώνουν από παντού. Ακόμη και από εκεί όπου υποτίθεται πως υπάρχουν μόνο «φίλοι» ή μάλλον, ιδίως από εκεί… Ο Ντεμάνζ κινηματογραφεί με κομμένη την ανάσα σκηνές καταδίωξης, συγκρούσεων και επιθέσεων, σε ένα νυχτερινό και βροχερό Μπέλφαστ, όπου κυριαρχούν ο θάνατος και η προδοσία. Κάθε λίγα τετραγωνικά μέτρα, οι ισορροπίες δυνάμεων αλλάζουν και η επιστροφή στην ασφάλεια μοιάζει πολύ μακρινή. Σε κάποια στιγμή, ο Ντεμάνζ ίσως και να παραδίδεται ολίγον άνευ όρων στο παιχνίδι της συνεχούς εναλλαγής ρόλων και συσχετισμών ισχύος, αλλά όπως και να έχει, το στοίχημα της καθήλωσης το κερδίζει και με το παραπάνω…
«The Monuments Men», του ΤζόρτζΚλούνι
…ενώ σε αντίθεση, το χάνει παταγωδώς ο Τζόρτζ Κλούνι, με το «The Monuments Men», το οποίο προκάλεσε κύματα νύστας και μηδενικά χειροκροτήματα στην αίθουσα «Berlinale Palast» χτες το πρωί. Σε περίπτωση που δεν γνωρίζετε το στόρι της ταινίας, βρισκόμαστε στο φινάλε του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου και ο αμερικάνικος στρατός συγκροτεί μία ομάδα επίλεκτων ανθρώπων της τέχνης, η οποία έχει ως αποστολή να βρει και να περισώσει πάμπολλα έργα τέχνης που υφαρπάξει οι Ναζί και σκοπεύουν να καταστρέψουν καθώς υποχωρούν. Η ταινία βασίζεται (ως ένα βαθμό τουλάχιστον) σε αληθινά γεγονότα και ο Κλούνι υποδύεται την αληθινή περσόνα του καθηγητή Τζόρτζ Στάουτ, ασχέτως αν στην ταινία τον λένε Φράνκ. Τρίχες. Ο Κλούνι, τουλάχιστον σε αυτή την ταινία, θυμίζει τον πρόσφατο Τζόνι Ντεπ και στην ουσία υποδύεται τον εαυτό του ή τέλος πάντων την κυρίαρχη εικόνα του ως όμορφου ώριμου εργένη που πίνει Μαρτίνι και Νεσπρέσσο -τι άλλο;. Σε μικρότερο βαθμό, το ίδιο ισχύει και για όλους τους υπόλοιπους αστέρες του καστ μιας ταινίας, η οποία αποτυγχάνει τόσο στο «σοβαρό» της σκέλος όσο και στο πιο light. Οι λόγοι που εκφωνεί ο Κλούνι για να εξηγήσει και να προωθήσει τον σκοπό της αποστολής είναι στην καλύτερη αδιανόητα επεξηγηματικοί, στην χειρότερη υπέρμετρα μελοδραματικοί. Η εξέλιξη των γεγονότων είναι επιγραμματική και ξύλινη, χωρίς την παραμικρή εσωτερική ή εξωτερική ένταση. Τα ανεκδοτολογικά διαλείμματα είναι ελάχιστα αστεία και για να το θέσουμε πιο παραστατικά, η ταινία έκανε σχεδόν τους πάντες να κοιτούν το ρολόι και να στέλνουν μηνύματα για να περάσει η ώρα. Τα δε πατριωτικά αστειάκια έδιναν και έπαιρναν, εντείνοντας την απορία και την αμηχανία… Ο Κλούνι είχε εμφανώς κατά νου παλιές πολεμικές ταινίες κι ο ίδιος ανέφερε μάλιστα στη συνέντευξη τύπου ως πηγή επιρροής τη θρυλική ταινία «Τα κανόνια του Ναβαρόνε». Αφενός, το να προσπαθήσεις να κοπιάρεις αυτούσιο το ύφος μίας τέτοιου είδους παλιάς ταινίας καταλήγει αναπόφευκτα αναχρονιστικό. Αφετέρου, είναι μάλλον αποκαρδιωτικό το πόσο υπολείπεται σε στιλ και class η ταινία του Κλούνι από αυτή του Τζέι Λι Τόμσον. Το «Monuments Men» δεν είναι μήτε σκεπτόμενο, μήτε διασκεδαστικό Χόλιγουντ. Είναι μία παντελώς αδιάφορη ταινία, με ταλαντούχους ηθοποιούς να περιφέρονται άβολα σε ρόλους κακογραμμένους, κακοφτιαγμένους και βαρετά σκηνοθετημένους.
Υγ: είναι πολύ ενδιαφέρον να βλέπει κανείς συντάκτες παγκόσμιας εμβέλειας κινηματογραφικών εντύπων και γενικότερα ΜΜΕ να συμπεριφέρονται σαν groupies. Προσπάθησα να μπω στη συνέντευξη τύπου του «Monuments Men», αλλά ήταν αδύνατο λόγο ανθρωποπλημμύρας, ενώ οι συνθήκες εισόδου θύμισαν σε πολλές στιγμές σκηνές από το «Ρετιρέ». Στον αντίποδα, στη συνέντευξη τύπου του «’71», όχι μόνο δεν υπήρχαν όρθιοι, αλλά πάνω από τις μισές καρέκλες ήταν άδειες…
Υγ2: όχι, ο Τζόρτζ ο Κλούνι δεν προέβη σε κάποια αγωνιώδη έκκληση προς το βρετανικό κράτος να επιστρέψει τα Ελγίνεια μάρμαρα. Απλώς απάντησε τυπικότατα σε μία ερώτηση Ελληνίδας δημοσιογράφου επί του θέματος. Είναι εντυπωσιακό το πόσο παραπλανητικός μπορεί να είναι ο τίτλος μιας είδησης, σε σχέση με το πραγματικό της περιεχόμενο.
«Nymphomaniac», του Λάρς Φον Τρίερ – Συνέντευξη τύπου
Τα ζουμερά και απολαυστικά στη συνέντευξη τύπου για την ολοκληρωμένο βερσιόν του πρώτου μέρους του nymphomaniac άρχισαν ακριβώς έξω από την αίθουσα. Ο Λάρς Φον Τρίερ φωτογραφήθηκε μαζί με τους ηθοποιούς της ταινίας, αλλά δεν παρέστη στη συνέντευξη τύπου, τηρώντας τον όρκο σιωπής που είχε λάβει μετά τη διάσημη πλέον επεισοδιακή συνέντευξη τύπου στις Κάννες. Φυσικά, ακόμη και χωρίς να μιλήσει, βρήκε τον τρόπο του να προκαλέσει, καθώς φορούσε ένα T-shirt με τον χρυσό φοίνικα τον Καννών και ακριβώς από κάτω του τη φράση «Persona non grata». Υποθέτω θα αργήσουμε να ξαναδούμε τον Λάρς στις Κάννες, αλλά βάζω στοίχημα πως κάποτε θα τον ξαναδούμε, μόνο και μόνο για τον ντόρο που θα προκαλέσει με τη μεγάλη του «επιστροφή». Τα ευτράπελα πάντως δεν εξαντλήθηκαν στο μπλουζάκι του Λάρς, καθώς ο Σάια ΛαΜπέφ έδωσε το δικό του σόου εντός της αίθουσας. Από την αρχή της συνέντευξης τύπου, πάσχιζε να δείχνει όσο πιο στραβωμένος και χολωμένος ήταν δυνατό, φορώντας εκείνο το γνωστό του ύφος που σου διεγείρει δολοφονικά ένστικτα. Ήταν σχεδόν φανερό πως κάτι περίεργο θα ξεστόμιζε με το που του δινόταν ο λόγος, όπερ και εγένετο. Ερωτηθείς για το πώς χειρίστηκε και προσέγγισε τις σεξουαλικές σκηνές, δήλωσε κατά τα εξής: «αν οι γλάροι ακολουθούν την ψαρότρατα, είναι γιατί ελπίζουν πως θα πέσουν σαρδέλες στη θάλασσα». Έπειτα, σηκώθηκε και αποχώρησε από την αίθουσα. Σε περίπτωση που σας μοιάζει ολότελα ακατανόητη η συγκεκριμένη απάντηση, να σας ενημερώσουμε πως την ακριβώς φράση είχε πει και ο διάσημος Γάλλος ποδοσφαιριστής Ερίκ Καντονά, αποχωρώντας κι αυτός από μία συνέντευξη τύπου. Δεν ξέρω αν σας απασχολεί ιδιαίτερα τι εννοούσε ο Σάια, εγώ προσωπικά ψιλό-αδιαφορώ…
Στο υπόλοιπο κομμάτι της συνέντευξης τύπου, πέρα δηλαδή από τα καραγκιοζιλίκια του Σάια ΛαΜπέφ, το μοτίβο ήταν σταθερό και επαναλαμβανόμενο και δεν ήταν άλλο από την ολοκληρωτική αποθέωση του Φον Τρίερ από τους ηθοποιούς του. Οι Στέισι Μάρτιν, Κρίστιαν Σλέιτερ, Στέλαν Σκάρσγκαρντ και Ούμα Θέρμαν με ένα στόμα και μία φωνή έπλεξαν το εγκώμιο του εκκεντρικού Δανού σκηνοθέτη, τόσο ως προς το καλλιτεχνικό σκέλος όσο και ως προς αυτό της προσωπικής επαφής. Άπαντες εστίασαν στην άνεση που μεταδίδει και στον ανοιχτό δίαυλο επικοινωνίας που εγκαθιδρύει με τους ηθοποιούς. Ο Κρίστιαν Σλέιτερ τόνισε πως απήλαυσε δεόντως του ρυθμούς δουλειάς του Λάρς, οι οποίοι ήταν πολύ πιο ανθρώπινοι από τους αντίστοιχους των χολιγουντιανών παραγωγών, όπου ο χρόνος είναι χρήμα, ενώ χαρακτήρισε τον Φον Τρίερ ως ένα σκηνοθέτη που έχει τον πλήρη έλεγχο σε όλους τους τομείς, μεταδίδοντας ασφάλεια στους ηθοποιούς. Η Ούμα Θέρμαν, μιλώντας για την εμπειρία της στα γυρίσματα του «Nymphomaniac», δήλωσε πως ήταν από τις ευτυχισμένες μέρες της ζωής της, ενώ χαρακτήρισε την όλη προσέγγιση του Φον Τρίερ τόσο απολαυστική και ιδιαίτερη που ένιωθε πως παίζει σε θεατρική παράσταση. Το πιο όμορφο σημείο είναι πως μηδενός εξαιρουμένου, όλοι υπογράμμισαν πόσο διασκεδαστικός, αστείος, έξω καρδιά και ευαίσθητος είναι ο Λάρς. Κι αν για το τελευταίο δεν αμφιβάλαμε, για όλα τα υπόλοιπα μια μικρή αμφιβολία την είχαμε…