Festivals 42o Φεστιβάλ Δράμας: Ημέρα 2η

18 Σεπτεμβρίου 2019 |

0

42o Φεστιβάλ Δράμας: Ημέρα 2η

Όταν η πρώτη ταινία που προβάλλεται σε ένα πρόγραμμα είναι του επιπέδου του “Under Elden”, τότε ένας θεατής -είτε πρόκειται για κριτικό κινηματογράφου είτε για επαγγελματία του χώρου είτε για απλό σινεφίλ- δικαίως ενθουσιάζεται! Ο “Έλληνας του κόσμου” Πίτερ Ποντίκης σκηνοθετεί ένα εννιάλεπτο που σε αφήνει άφωνο. Μια απλή ιστορία, τριών φίλων που ετοιμάζονται να αποφοιτήσουν από το σχολείο και -εν μέσω τού να το γιορτάσουν- προβληματίζονται γι’ αυτό που θα ακολουθήσει, μετατρέπεται σε πολυεπίπεδο δοκίμιο. Από την αγωνία της ενηλικίωσης, περνά σε σχόλιο για το πώς η δουλειά δεν είναί δύσκολο να καταντήσει δουλεία. Κατόπιν, καταδεικνύει μέσα από τα λόγια του ενός της παρέας ότι η ξενοφοβία και ο ρατσισμός εξαπλώνεται (και) στη Σουηδία. Όμως, ο τρίτος της παρέας είναι… Βόσνιος, πρόσφυγας! Κανένα πρόβλημα, παρ’ όλα αυτά, μια που πριν φτάσει εκεί είχε περάσει ήδη από τη Δανία και… “εξανθρωπίστηκε”. Άλλωστε, είναι πια “ένας από εμάς”, δηλαδή έχει τις δικές μας απόψεις, έτσι θέλουμε τουλάχιστον να πιστεύουμε.

Όμως, τι συμβαίνει αν αυτός ο “ένας από εμάς” αμφισβητήσει το ρόλο που του έχουμε καθορίσει, αν δηλαδή θελήσει να μπει μπροστάρης στην παρέα; Η ιεραρχία, που ολοφάνερα υπάρχει, κλονίζεται. Κι αυτό δεν μπορεί να περάσει έτσι! Ένα τυχαίο συμβάν θα βοηθήσει να εκδηλωθεί η… πάλη των τάξεων μέσα στην παρέα. Η φωτιά που ανάβει θα γιγαντωθεί και, κάτω από την πυρά (έτσι μεταφράζεται το Under elden), το θύμα θα είναι απρόβλεπτο και αθώο. Όπως συμβαίνει στην αληθινή ζωή! Φυσικά, εντέλει η σειρά δύναμης θα επαναβεβαιωθεί, με ένα βλέμμα ο πρώτος θα μείνει πρώτος και ο έσχατος θα μείνει έσχατος. Θαυμάσια η παρουσία και των τριών ηθοποιών, η φωτογραφία, η σκηνοθεσία, όλα!

Άλλος ένας “Έλληνας του κόσμου” είναι ο Στέφαν Γεωργίου. Με σπουδές και βραβεύσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο, επισκέπτεται πρώτη φορά τη Δράμα, με ένα νεονουάρ… δράμα μεταφυσικών αναζητήσεων. Τι θα συνέβαινε, αλήθεια, αν οι φονιάδες δεν απελευθερώνονταν ποτέ από την εικόνα του θύματός τους, αν το κουβαλούσαν μαζί τους επ’ αόριστον; Θα υπήρχε ποτέ λύτρωση; Αν ναι, πώς θα την κατόρθωναν;

Πότε οι τύψεις φεύγουν και πότε επανέρχονται δριμύτερες; Με πολύ στιλιζάρισμα, τυπικό της βρετανικής του κουλτούρας, ο σκηνοθέτης στήνει ένα πολύ ενδιαφέρον φιλμ για τις ενοχές και την απενοχοποίηση, για το φαίνεσθαι και το είναι. Διαθέτει έξυπνο σενάριο, διασταυρώνει τα πυρά του, δεν βιάζεται να κάνει το θεατή να “αγαπήσει” τους ήρωές του. The dead ones” live forever in our minds… ζουν ανάμεσά μας αναλλοίωτοι και το ίδιο τρομακτικοί πάντα!

Πάμπολλα αμερικανικά θρίλερ έχουν παίξει στο παρελθόν με την απομόνωση του ατόμου ή της ομάδας σε ερημικά μέρη. Έτσι γεννιούνται οι αναγκαίες συνθήκες για να σαλέψει ελαφρώς (ή συνηθέστερα… πολύ) ο νους. “Η σιωπή του δάσους” της Βαλεντίνας Τζιάλη τοποθετεί τον ήρωά της, όπως είναι προφανές ήδη από τον τίτλο, στη μοναξιά του δάσους.

Δεν κινείται, ωστόσο, στην κατεύθυνση του θρίλερ, αλλά προτιμά να οδηγήσει το φιλμ της στην αγκαλιά του φανταστικού, εκεί που το όνειρο μπλέκει αξεδιάλυτα με την πραγματικότητα. Η διαχείριση αποδεικνύεται ιδιαίτερα δύσκολη, παρά την ερμηνεία του Ανδρέα Κωνσταντίνου στον κεντρικό ρόλο. Κρατάμε την έντιμη, αν μη τι άλλο, προσπάθειά της σκηνοθέτιδας κι επιφυλλασσόμαστε για πιο γόνιμο δεύτερο δείγμα από αυτήν στο άμεσο μέλλον…

Μετά την τρυφερή παρουσίαση της ελληνικής υπαίθρου των παιδικών του χρόνων, στο ντοκιμαντέρ “Σόπι – μια ημέρα ακόμη”, αλλά και το μεγάλου μήκους πολανσκικό θρίλερ “Ευτυχία”, που παρακολουθούσε την πορεία μιας νέας γυναίκας προς την παρέκκλιση, ο Χρήστος Πυθαράς δεν μένει ανενεργός, αλλά επιστρέφει στο πεδίο της μικρού μήκους τόσο ως σκηνοθέτης (εδώ στο “Ο δίκαιος”) όσο και ως παραγωγός (τόσο εδώ όσο και στο “Chekhov’s gun”, που θα προβληθεί τις επόμενες μέρες). Επιλέγει να φτιάξει ένα επτάλεπτο πορτρέτο της Ελλάδας τού σήμερα, όπου κυριαρχεί η αδιαφορία, ενώ η όποια ανάμειξη στις πράξεις των άλλων συνήθως έχει τα χειρότερα δυνατά αποτελέσματα.

Τίποτα δεν λειτουργεί σωστά: ο ήρωάς του έχει ξεχάσει έξω την πετσέτα του, ένας τύπος κατουράει σε όποιον τοίχο βρει, οι γείτονες δράττονται της ευκαιρίας για να ξεδώσουν με λίγες “ψιλές” στον παραβάτη δίπλα τους, ουδείς μαζεύει από το δρόμο τα απορρίμματα (μπουκάλια στην περίπτωσή μας), το μπάνιο βγάζει βρωμιά αντί να καθαρίζει. Η Αθήνα, η χώρα όλη, είναι μια τραγωδία, που καμιά ανθρώπινη δικαιοσύνη δεν μπορεί ή δεν τολμά να διορθώσει, γιατί αν το κάνει… αλίμονο! Πολύ καλές οι προθέσεις, πολύ ανεκδοτολογικό ωστόσο το αποτέλεσμα, που δεν τις δικαιώνει αισθητικά (ειδικά η σκηνή του ξυλοδαρμού είναι κωμικά αποτυχημένη). Περιμέναμε περισσότερα από τον δημιουργό, αλλά ίσως να ήθελε απλά να ξεδώσει κι αυτός πριν τα επόμενα βήματά του…

Παρά την καλή μας προδιάθεση, αδυνατούμε να αντιληφθούμε τι θέλει να πει ο “ποιητής” στο “Keygripτου Νάσου Γκατζούλη. Ή μάλλον ας πούμε τι είδαμε εμείς: Είδαμε, λοιπόν, ένα εντυπωσιακό στο μάτι -με την ακατάπαυστη εναλλαγή πλάνων, τον υπερφρενήρη ρυθμό και φυσικά το έντονο μουσικό στίγμα του- βίντεο κλιπ, που γυρίστηκε μάλλον για να ντύσει με εικόνες (και όχι το αντίθετο) την techno βιρτουοζιτέ του Tessela. Σ’ αυτό δεν χωρά αντίρρηση! Για βιντεοκλίπ, το “Keygrip”, που με αφορμή το χωρισμό ενός ζευγαριού βομβαρδίζει τους οφθαλμούς μας με εικόνες, είναι μια χαρά…

Ο ήρωας του φιλμ του Έκτορα Σακαλόγλου ίσως να μην είναι απλώς ένας “Γιαζίντι”, αλλά “Ο τελευταίος των Γιαζίντι”. Στην καθημερινότητά του ακούει ήχους που θυμίζουν εκρήξεις, ακόμα κι όταν βρίσκεται να τρέχει χαλαρά στο μαγευτικό περιβάλλον ενός δάσους. Δουλεύει για τα προς το ζην, αλλά και για να μπορέσει να συνεχίσει το μακρύ ταξίδι του μετά την Ελλάδα. Πού δουλεύει; Σε κρεοπωλείο, με τα κρέατα (αριθμημένα πτώματα ζώων) να αποτελούν για εκείνον σάκο του μποξ… Αλλά και ως μποξέρ, που “ειδικεύεται” στο να… παριστάνει τον σάκο του μποξ, πέφτει κάτω κατ’ εντολήν για να πληρωθούν τα κατάλληλα στοιχήματα!

Ο σκηνοθέτης, αφού σχολιάσει τα κακώς κείμενα, όπου όλοι “λαδώνουν” και “λαδώνονται”, καταγράφει κατόπιν και το οδοιπορικό προς την Αλβανία – ή μάλλον προς το άγνωστο, μια που ο δρόμος του χάνεται στη συννεφιά και στην ομίχλη. Το κατόρθωμα του πιτσιρικά (είναι 21 ετών) δημιουργού είναι ότι στήνει ορισμένα πολύ εντυπωσιακά πλάνα (κορυφαίο αυτό με το νικάμπ, προς το φινάλε), σπάζοντας κάποιες φορές την οθόνη στα τρία ή τα τέσσερα, βάφοντάς τη στο χρώμα του αίματος όταν αυτό απαιτείται… ή άλλοτε πάλι σε μουντές ξεφτισμένες αποχρώσεις, για να δείξει τότε την έλλειψη πραγματικής ζωής και το στενόχωρο παρόν. Παρά τα αναμενόμενα προβλήματα σε κάποια σημεία του σεναρίου ή στην οπτικοποίηση ορισμένων σκηνών (λ.χ. στα ΚΤΕΛ δεν υπάρχει ψυχή: ούτε ένας άλλος ταξιδιώτης, αλλά και ούτε ένας άλλος υπάλληλος), η απόπειρα του Σακαλόγλου είναι άκρως φιλόδοξη κι ενδιαφέρουσα, πολύ πάνω από μια συνήθη σπουδαστική ταινία!

Ένα χρόνο μετά το καλοφτιαγμένο πλην ελαφρώς ανεκδοτολογικό-Shapes of mine”, ο Γιώργος Καψανάκης επανέρχεται στη Δράμα, με άλλη μία ταινία του made in UK. Πρόκειται για το πολύ πιο συναισθηματικό και ρεαλιστικό “Chopper”, μια ιστορία απόσυρσης, που δεν αφορά όμως μηχανήματα ή οχήματα που πέρασε η διάρκεια χρήσης τους, αλλά ψυχές που, χάνοντας με το πέρασμα του χρόνου τον έλεγχο της ζωής τους, δεν καθορίζουν πια μόνες τους το παρόν και μέλλον τους, αλλά αφήνονται αναγκαστικά στα χέρια των άλλων, έστω κι αυτών που εκ φύσεως τους αγαπούν.

Τα περισσότερα σπιτικά έχουν νιώσει τι εστί γεροντική άνοια, με κάποιον συγγενή (παππού ή γιαγιά, μπαμπά ή μαμά) να αποσύρεται σταδιακά από την ενεργό ζωή είτε κυριολεκτικά (όπως εδώ, που μεταφέρεται στο γηροκομείο) είτε μεταφορικά, έχοντας απωλέσει τη μνήμη και γι’ αυτό τη χαρά (ή -γιατί όχι;- τη λύπη) για όσα είδε κάποτε. Αξίζει τον κόπο μια τέτοια ζωή; Θέλει πολύ σκέψη η απάντηση, μάλλον περισσότερη απ’ όση ξοδεύει, προτού ενεργήσει εν θερμώ, η εγγονή του τσοπερά μας! Πολύ καλή η ερμηνεία της Έλεανορ Ίνγκλις.

Σε ποιους ώμους πέφτει “Το βάρος της θάλασσας”; Μια νεαρή κοπέλα μεταβαίνει καθημερινά σε μιαν έρημη παραλία για να πάρει από εκεί λίγο θαλασσινό νερό (και καμιά φορά και κάτι παραπάνω…). Στην άχαρη διαδρομή της, προς και από εκεί, εντοπίζεται η πρόωρη και βασανιστική ενηλικίωση. Κουβαλά στις πλάτες της ένα ανεξήγητο (;) φορτίο, αλλά είναι φανερό ότι η “τελετουργία” της δεν είναι τυχαία.

Στο φιλμ του Κωστή Αλεβίζου, η ηρωίδα παλεύει να θεραπεύσει πληγές, ακολουθώντας τη μόνη οδό που γνωρίζει. Είναι μοναχική, αλλά δεν είναι κι εύκολο να αντισταθεί στα κελεύσματα της ηλικίας και της ζωής γύρω της. Μπορεί; Μήπως τελικά η προσπάθειά της, αν παρεκκλίνει έστω και λίγο του στόχου, έχει αντίθετα αποτελέσματα; Ανθρώπινη δημιουργία, “βαριά” σκηνοθετημένη και εκβιαστική στην ένταξη μιας συγκεκριμένης ερωτικής σκηνής στο φιλμικό σώμα, με τη λιτή ερμηνεία της Σίσσυς Τουμάση να πείθει.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑