Festivals 42o Φεστιβάλ Δράμας: Ημέρα 1η

17 Σεπτεμβρίου 2019 |

0

42o Φεστιβάλ Δράμας: Ημέρα 1η

Καλή αρχή για το 42ο Φεστιβάλ, με την επανεμφάνιση στο “The right one” του παλιού γνώριμου Γαβριήλ Τζάφκα, που μετά από την πρώτη μεγάλου μήκους μυθοπλασία του, το “Αγκάθι”, αποφασίζει να επιστρέψει (προσωρινά;) στα γνωστά λημέρια της μικρού, σε συνσκηνοθεσία μάλιστα με τη Σλοβένα Ούρσκα Ντζούκιτς. Το αποτέλεσμα της δουλειάς τους είναι ένα εξαιρετικό “μονόπρακτο”, με τρεις πρωταγωνιστές (μάνα, γιος, μέλλουσα νύφη). Τζάφκας και Ντζούκιτς κατορθώνουν να τα πουν όλα στον ελάχιστο χρόνο των 13 περίπου λεπτών: για τη ραδιούργα μάνα που θέλει να επιβάλλει το εγώ της στο παιδί της, για το γιο που δεν αποκόπηκε έγκαιρα και τώρα άγεται και φέρεται από τις επιλογές της, για το νεαρό αντικείμενο του πόθου που πέφτει εύκολα θύμα της έμπειρης σε τέτοια θέματα “πεθεράς”.

Όταν η αρχική προσμονή για το ευτυχές γεγονός καταλήξει σε απόλυτο φιάσκο… τότε το πλάνο θα “μαζέψει” απότομα, θα χωρά πια μετά βίας ένα άτομο, θα υποδηλώνει την επικράτηση του “εγώ” επί του “εμείς”. Η έξυπνη ιδέα των σκηνοθετών είναι να βλέπουμε όλα τα δρώμενα από μια στατική ακίνητη θέση, σαν μέσα από τα μάτια ενός τέταρτου προσώπου. Είναι ο εκλιπών πατέρας, ή καλύτερα κάποια φωτογραφία του, μια που όταν αναφέρονται σ’ αυτόν κοιτούν ευθέως στην κάμερα; Στο φινάλε, ο ήχος της (μικρής) οθόνης, που μοιάζει να έχει το ίδιο πόστο με την κάμερα (ή τη φωτογραφία του μακαρίτη), θα μας κάνει να αναρωτηθούμε αν το τέταρτο πρόσωπο ήμασταν τελικά εμείς, ο κάθε θεατής, που καλείται να αποφασίσει τι θα ακολουθήσει στην ιστορία μας!

Ακόμα ένας “Έλληνας του κόσμου” βρέθηκε στην αφετηρία του φεστιβαλικού προγράμματος. Πρόκειται για τον Θανάση Τρουμπούκη και το “Sable noir” του. Τι είναι, όμως, η “Μαύρη άμμος”, πέρα από ένα ηφαιστειογενές υλικό, που ντύνει ενίοτε υπέροχα παραλίες (όπως στα καθ’ ημάς της Σαντορίνης); Η ταινία θα ήθελε να είναι ένα θολό ποίημα, που επιλέγει ακριβώς την έλλειψη καθαρότητας του πλάνου για να τονίσει την αντίστοιχη έλλειψη σαφούς διαχωρισμού ανάμεσα στο πραγματικό και στο ονειρικό.

Η πρωταγωνίστρια της ιστορίας ακούει από κασέτα (πόσοι άραγε από τους αναγνώστες αυτού του κειμένου είχαν ποτέ τους κασέτες; μοιάζει τόσο ξεχασμένη στο χρόνο πια η ύπαρξή τους…) τέσσερις αφηγήσεις ονείρων. Η ομορφιά των κινηματογραφικών κάδρων κυριαρχεί. Είναι τα όνειρα θερμοκήπια αναμνήσεων ή μήπως επιθυμιών; Ωραία (μέσα στη θολούρα της…) φωτογραφία, που κλείνει μέσα της όλα τα στοιχεία της φύσης (γη, αέρα, φωτιά και νερό).

Συχνά τίθεται σε όλους μας η ερώτηση: “Αν είχες τη δυνατότητα να γυρίσεις πίσω το χρόνο, θα άλλαζες αποφάσεις και επιλογές σου;”΄… Ακούμε κάποιες φορές να λέγεται “Κι όμως, πάλι τα ίδια θα έκανα!”. Κακά τα ψέματα, ωστόσο, οι περισσότεροι εξ ημών για κάτι έχουν μετανιώσει ή -όπως ξεστομίζει τη “Μαύρη αλήθεια” του ο κτηνοτρόφος του εννιάλεπτου ντοκιμαντέρ του Γιώργου Μπισδίκη – θα ήθελαν να πραγματοποιήσουν ένα (μικρό ή μεγάλο, δεν έχει τόση σημασία) απωθημένο, να υλοποιήσουν ένα όνειρο. Ένας τσομπάνης, λοιπόν, με καλή φωνή, που πίστευε και πιστεύει ότι δικαιούταν να είχε ανέβει όπως τόσοι άλλοι στην πίστα, του δημοτικού ή λαϊκού τραγουδιού: αυτός είναι η ταινία!

Τον ακούμε να τραγουδά, τον βλέπουμε να αρμέγει, μας διηγείται μία – δύο σύντομες ιστορίες. “Θέλω να γίνω (καλή) τραγουδίστρια, να βλέπω το όνομά μου στις φωτεινές επιγραφές, να αρέσω και να με χειροκροτεί ο κόσμος” έγραφε παιδούλα η Λίτσα Διαμάντη. “Γιατί αυτή κι όχι κι εγώ;” αναρωτιέται από καρδιάς ο Κώστας εδώ, σ’ ένα φιλμ χωρίς κινηματογραφικές αρετές, χωρίς λούσα και στολίδια, τόσο απέριττο που δεν καταλαβαίνεις πότε άρχισε και πότε τελείωσε. Σαν τη ζωή του καθενός…

Είχαμε σημειώσει το 2018 το όνομα του Κώστα Τατάρογλου, για το πολύ έξυπνο και άψογα εκτελεσμένο “Versus”. Επίκεντρο της περσινής του ταινίας ήταν η η κρίση και τα επακόλουθά της, ενώ ξεκάθαρα προτεινόταν η αλληλεγγύη ως αντίβαρο στους καιρούς που ζήσαμε και ζούμε. Το νέο του φιλμ, ο “Γιος”, πάλι σε παραγωγή της εταιρείας του Βασίλη Μαζωμένου, μας θυμίζει την άγρια εικόνα της ελληνικής υπαίθρου, την εγκατάλειψη, το θάνατό της, καθώς πεθαίνουν όσοι τη δούλεψαν. Μιλά ακόμα για την σκληρότητα της πρόωρης ενηλικίωσης, το αντίο στο παρελθόν, την προσγείωση στο παρόν της ανεργίας και της πιθανής εκμετάλλευσης. Τα χωριά που έγιναν χωματερές ονείρων για τους νέους αδειάζουν, αλλά φως δεν φαίνεται, σουρουπώνει επικίνδυνα για τον κεντρικό χαρακτήρα του φιλμ.

Με την παρουσία της Βαγγελιώς Ανδρεαδάκη, αλλά και τον πειστικό ρόλο του Λάμπρου Κωνσταντέα μπροστά στο φακό, με εξαίρετη χρήση της κάμερας (εντυπωσιακό το traveling), με φωτογραφία και ήχο που σφυρίζουν παγερά ένα τέλος… ο σκηνοθέτης δεν εγκαταλείπει (όπως έκανε και πέρσι, άλλωστε) τη συνήθειά του να διατυπώνει κι ένα αίνιγμα: ποιος είναι τελικά θαμμένος κάτω από τον ξύλινο σταυρό; Ένας πατέρσς που δεν άξιζε (ή δεν δικαιούτο…) μιας πιο κανονικής ταφής; “Δεν έπρεπε να ‘ρθεις! Ο κόσμος λέει πολλά για μας” είναι η φράση – κλειδί για τη λύση του μυστηρίου, για να μας οδηγήσει να υποψιαστούμε διάφορα για το παρελθόν του νεκρού και της οικογένειας.

“Η Δημιουργός ακολουθεί τον πιο ώριμο εαυτό της, την προσομοίωσή της, σ’έναν περίπατο ομιχλώδη, ψευδαισθησιακό. Οι δισταγμοί και η ίδια η δειλία την κρατάνε στο ημιτελές ταξίδι. Διαισθάνεται τη φυγή της, την πραγματοποιεί, σε αυτό το ημιτελές ταξίδι, χωρίς να φτάνει στην ολοκλήρωσή του…”. Έτσι παρουσιάζει η ίδια η Μελπομένη (υπογράφει άνευ επωνύμου), την ταινία της “Χίμαιρα”, που θέλει να είναι η μάχη της ηρωίδας μας με την αποδοχή της πλήρους ενηλικίωσής της και της σχέσης της, από τα οποία θέλει να ξεφύγει, προφανώς για να κρατήσει στη μνήμη της πρότερα ξεχασμένα χρόνια.

Υποκλινόμαστε στην έξοχη διεύθυνση φωτογραφίας του Κώστα Γιαννακόπουλου, με εικόνες φωτεινές και ζωντανές της ελληνικής φύσης, που θυμίζουν όμως και Αμπάς Κιαροστάμι! Το ίδιο και στην αιθέρια παρουσία της πρωταγωνίστριας Νατάσας Ρουμιάντσεβα. Πέραν τούτων, όμως, δεν μπορούμε να πούμε ότι μας αρκεί η ονειροπόλα αφήγηση, ενώ δεν είναι το φόρτε μας το να ψάχνουμε στην υπόθεση που η ίδια η σκηνοθέτιδα έχει καταθέσει πληροφορίες για το τι ακριβώς μόλις είδαμε…

Με το “Ελληνικόν”, ο Κωνσταντίνος Πρέπης σκηνοθετεί ένα φιλμ που παίζει ανάμεσα στο τραγικό και το κωμικό. Τοποθετεί τον πρωταγωνιστή του (απολαυστικός ο Γιώργος Πυρπασόπουλος, ενώ το καστ περιλαμβάνει κι άλλους γνωστούς ηθοποιούς μας) στη μοναξιά ενός πρώην αεροδρομίου, του Ελληνικού. Είναι ένας άστεγος, που ζει μοναχικά μέσα στους αχανείς χώρους που κάποτε στέγαζαν το μεγαλύτερο αερολιμένα της χώρας. Αν αυτή η ιδέα έπεφτε στα χέρια του Στίβεν Κινγκ ή του Στάνλεϊ Κιούμπρικ, θα είχαμε πρώτης τάξεως υλικό για ταινία θρίλερ. Όμως, τούτη η φουκαριάρα πατρίδα δεν βιώνει τέτοιο τρόμο.

Της αρκεί ο τρόμος των χαμένων ευκαιριών, της απώλειας της αξιοπρέπειας, της αποδοχής της ήττας. Το ελληνικό φαινόμενο, της ανέχειας που αντιπαραβάλλεται στη δηθενιά, της κατάρρευσης που βιώνεται ως φάρσα, της σκόνης που τρώει το παρόν: αυτό σχολιάζει ο Πρέπης, που μάλλον το παρακάνει λίγο στο φανταστικό – χιουμοριστικό κομμάτι της ιστορίας του. Αλλά… “η φτώχεια θέλει καλοπέραση” και το γέλιο είναι η μόνη άμυνα στο χάλι του ήρωά μας, αλλά και της ζωής που κλήθηκαν πολλοί εξ ημών να ζήσουν.

Μετά το πολύ καλό “Calling”, η Άρτεμις Αναστασιάδου, που εδρεύει κινηματογραφικά τούτα τα -“σπουδαστικά” γι’ αυτήν- χρόνια στο Τέξας, επιστρέφει στο “I am MacKenzie” έχοντας στο κέντρο της προσοχής της και πάλι τη γυναίκα. Αν όμως το 2018 μας παρουσίασε μια ιστορία σεξουαλικής βίας κατά μιας μεσήλικης μάνας, τώρα ο φακός της εστιάζει σε ένα αγοροκόριτσο. Μια κοπέλα που λειτουργεί σαν τα αγόρια στο παιχνίδι, που είναι “ο κολλητός”, που ως ένα βαθμό αδιαφορεί για τις ερωτικές σχέσεις, επειδή όσα βιώνει μέσα στην οικογένειά της δεν την παρακινούν προς αυτήν την κατεύθυνση.

Ζήλεια, ένα ξαφνικό σκίρτημα του φύλου, ένα πείραμα: πού και πότε ανακαλύπτεται η ταυτότητά μας και με ποιο τίμημα; Πότε το σεξ αλλοιώνει την επαφή μας με το άλλο πρόσωπο, πόσο καταλυτικά δρα στην αλλαγή της σχέσης μας μαζί του; Η νεαρή κοπέλα αμφιταλαντεύεται, παρατηρώντας και την όχι υγιή σχέση του πατέρα της, για το τι πρέπει να πράξει στο μέλλον. Θέλει να είναι γυναίκα πια, αλλά και να έχει τα ηνία στη σχέση της, να ντυθεί ο πατέρας της, που τόσο την απωθούσε η συμπεριφορά του. Είναι… Μακένζι στο κάτω κάτω! Το φιλμ, που είναι εξαιρετικά καλογυρισμένο, με άψογες ερμηνείες, σωστό μοντάζ, προσεγμένη φωτογραφία, θέτει ερωτήματα με δύσκολες απαντήσεις…. Είμαστε σε αναμονή δουλειάς της Αναστασιάδου και στα μέρη μας!




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑