“Avalon”, του Άξελ Πέτερσεν (Διεθνές Διαγωνιστικό)
Το Άβαλον είναι το νησί, όπου κατά τη βρετανική μυθολογία είναι θαμμένος ο θρυλικός Βασιλιάς Αρθούρος. Σύμφωνα πάντα με τον μύθο, ο Αρθούρος μεταφέρθηκε εκεί με μία βάρκα από την ετεροθαλή του αδερφή για να γιατρευτούν οι πληγές του. Αυτό είναι και το όνομα του night club που ετοιμάζονται να ανοίξουν ο Γιάνε, ο αδερφός του και η αδερφή του, σε ένα παραθαλάσσιο θέρετρο της Σουηδίας. Το πάρτι μιας ζωής γεμάτης απολαύσεις και καταχρήσεις έχει κοπάσει. Η κάθοδος έχει ξεκινήσει και αυτή είναι η τελευταία ευκαιρία για ανασυγκρότηση. Ο Γιάνε θα πρέπει επιτέλους να φερθεί ως σοβαρός ενήλικας που παίρνει τη ζωή στα χέρια του. Ακόμη και αν αυτό περιλαμβάνει το χυδαίο κουκούλωμα ενός φόνου εξ αμελείας. Η αντίστροφή μέτρηση έχει αρχίσει με προορισμό το σημείο χωρίς επιστροφή. Ο ήρώας μας εκούσια παραλείπει να διορθώσει τον χαμό που αυτός δημιούργησε. Χρονοτριβεί και καθυστερεί επιδεικτικά. Σταδιακά, επιζητά με επιμονή τον χαμό και την τιμωρία του. Στη τελική σκηνή, ο γερασμένος πλέον βασιλιάς, μαζί με τους αυλικούς του και τα τεκμήρια της απληστίας, αναχωρεί μέσα στην ομίχλη για το Άβαλον, με σκοπό να βρει την εσωτερική ειρήνη. Δυνατά ψυχογραφικά πλάνα, κοφτερό μοντάζ, στιλ που παραπέμπει σε όλες τις αγαπημένες σκανδιναβικές διδαχές, ένα διακριτικό αλλά αρκούντως αιχμηρό πολιτικό σχόλιο. Παράλληλα όμως, και κάποιες χτυπητές αδυναμίες. Μία ανά στιγμές προσχηματική πορεία προς την τελική λύση και εκπλήρωση του μύθου. Μία μακρόσυρτη διαδικασία αυτογνωσίας που σε κάποια σημεία στερείται κέντρο βάρους. Το κουρασμένο πρόσωπο του Γιοχάνες Μπροστ, με τη μόνιμη απορία και αποστασιοποίηση στους μορφασμούς του ένας ιδανικός καμβάς για τον Άξελ Πέτερσεν, ο οποίος αξιοποιείται μεν, όχι στο έπακρο δε.
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας:
“Οι κολασμένοι της Σαγκάης” (The Shanghai Gesture), του Γιόζεφ φον Στέρνμπεργκ (Αφιέρωμα στο Camp)
Ο σκηνοθέτης του θρυλικού αριστουργήματος «Ο γαλάζιος άγγελος», οκτώ χρόνια μετά το «Shanghai Express» (1933), επιστρέφει στη μυστηριακή και πολύβουη Σαγκάη. Έχει μία εκλεκτή παρέα μαζί του και μας προσκαλεί σε ένα τόπο ακόλαστων απολαύσεων. Εκεί που η έκπτωσης των ηθών είναι ο κανόνας. Έχοντας ήδη πέσει σε δυσμένεια και βιώνοντας μία διαρκή υποτίμηση στους χολιγουντιανούς κύκλους, ο Φον Στέρνμπεργκ βρίσκει το κουράγιο να παραδώσει ένα κόσμημα γνήσιας και απολαυστικής παρακμής. Εξόχως κινηματογραφικό και δεόντως προσωπικό. Βασισμένο σε ένα θεατρικό έργο του 1925 γραμμένο από τον Τζον Κόλτον, το «The Shanghai Gesture» υπέστη πάνω από 30 (!) αναθεωρήσεις εξαιτίας της λογοκρισίας που επέβαλε εκείνα τα χρόνια στο αμερικανικό σινεμά ο διαβόητος Κώδικας Χέιζ. Ακόμη και πετσοκομμένη από τον συντηρητισμό της εποχής, τίποτα δεν μπορεί να αποστερήσει από την τελευταία μεγάλη ταινία του Φον Στέρνμπεργκ την απόκοσμη γοητεία της. Πυρήνας της ιστορίας το μεγαλοπρεπές μπαρόκ καζίνο (μπουρδέλο στην αρχική βερσιόν του σεναρίου), κινηματογραφημένο με τρόπο επιβλητικό και απειλητικό. Ο Αυστριακός εμιγκρές και επί της ουσίας άπατρις Φον Στέρνμπεργκ στήνει ένα γαϊτανάκι καταραμένων ηρώων. Ανθρώπων που θέλουν να ξεχάσουν από πού ήρθαν. Που δεν τους αρέσει να θυμούνται ποιους και τι άφησαν πίσω. Που δεν φιλοδοξούν ποτέ να εγκαταλείψουν αυτό τον έκλυτο Πύργο της Βαβέλ. Ένα διαβολικό σχέδιο εκδίκησης. Πανέξυπνες ατάκες που εκστομίζονται με στιλ και ύφος. Η Κίνα γεμάτη δηλητήριο και κακία. Κάποιος θα μπορούσε να αναρωτηθεί πώς είναι δυνατόν ένας homo universalis να υποκύπτει στη, γνώριμη για την τότε εποχή, κινηματογραφική δαιμονοποίηση των Ασιατών; Ο μεγάλος δημιουργός μας κλείνει πονηρά το μάτι. Ό,τι παρακολουθούμε δεν είναι παρά η δυτική αντίληψη περί της Κίνας, των θρύλων και των δοξασιών της. Το πιστοποιούν αρχικά οι εξόφθαλμα και εξ επίτηδες δυτικότροπες φιγούρες των δύο βασικών Κινέζων χαρακτήρων (αδιανόητη η dragon lady!). Έπειτα και κυριότερα, η φοβερή σκηνή με τα υπερυψωμένα κλουβιά προς το τέλος της ταινίας. «Μάλλον συμβαίνουν όντως και κάποιες φρικαλεότητες στην Κίνα, αλλά ακόμη κι αν αυτό ισχύει, σίγουρα δεν είναι αυτές που φαντάζεστε εσείς», μοιάζει να μας λέει ο Φον Στέρνμπεργκ με σοφή και δηκτική ειρωνεία.
Δείτε τα πρώτα 10 λεπτά της ταινίας:
“Gimme the Loot”, του Άνταμ Λεόν (Διεθνές Διαγωνιστικό)
Τι πιο όμορφο από το να φιλοτεχνείς ένα διαμαντάκι από αέρα κοπανιστό; Τι πιο κινηματογραφικό από το να φτιάχνεις μία ντελικάτη και λεπτοδουλεμένη ταινία σχεδόν κυριολεκτικά από το τίποτα; Το ντεμπούτο του Άνταμ Λεόν πιάνει τον χτύπο της αστικής μητρόπολης από τα μαλλιά και δεν λέει να τον αποχωριστεί με τίποτα. Γεμάτο ευφορία, ζωντάνια και μπρίο, το «Gimme the Loot» μας ξεναγεί σε όλα τα underground νεοϋρκέζικα στέκια και αποτίνει φόρο τιμής και θαυμασμού στην urban κουλτούρα μιας πόλης γεμάτης μικρές και αθέατες περιπέτειες. Γκράφιτι, γέφυρες, πάρκα, ταράτσες, ανοιχτά γήπεδα, καταλήψεις, μετρό και αλάνες. Η παρέα από το Μπρονξ και το αντίπαλο δέος από το Κουίνς. Οι οπαδοί των Yankees που δεν χωνεύονται με τους οπαδούς των Mets. Ένα αγόρι και ένα κορίτσι, κινούμενοι σε μόνιμο καθεστώς μικρό-παρανομίας και παραβατικότητας, καταστρώνουν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο. Θέλουν να πατήσουν στο Έβερεστ του μικρόκοσμού τους. Σε πολλές στιγμές της διαδρομής θα καρδιοχτυπήσουν, σε άλλες θα αγγίξουν τον θρίαμβο. Θα αποτύχουν παταγωδώς να κατακτήσουν αυτή την κορυφή αλλά θα δουν να ξεδιπλώνεται μπροστά τους ένας ολάκερος νέος κόσμος. Διάλογοι εύστροφοι, χιουμοριστικοί και γνήσια αυθεντικοί, δίχως να βρωμάνε επιτήδευση. Όποιος ισχυριστεί πως δεν του άρεσε η σκηνή με τη στιχομυθία περί προφυλακτικών είναι είτε ψεύτης είτε κρυόκωλος. Για να γίνει πιο κατανοητό, είναι σα να βλέπετε πρώιμο και σπιντάτο Σπάικ Λι, χωρίς όμως την οργή, μόνο με τρυφερότητα. Ναι, θα γίνει που και που αυτό-αναφορικό. Ναι, θα αναλωθεί σε κάποια σημεία σε έναν ελαφρύ αυνανισμό για τα όσα αγαπά και λατρεύει. Ναι, δεν θα φέρει οτιδήποτε ριζοσπαστικό ή καινοτόμο στην ιστορία του σινεμά. Μακάρι όμως όλες οι ανεξάρτητες παραγωγές να απέπνεαν τη φρεσκάδα και το πάθος του. Το δίδυμό μας στο τέλος του δρόμου δεν είναι ακόμη ζευγάρι. Αμφότεροι όμως καταλαβαίνουν πως όπου να ‘ναι ερωτεύονται. Και τότε θα είναι ακόμη πιο όμορφο να «ταγκάρουν» παρέα τοίχους, κολώνες και βιτρίνες.
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας:
“Η γλυκιά μυρωδιά της επιτυχίας” (Sweet Smell of Success), του Αλεξάντερ Μάκεντρικ (Ειδικές Προβολές)
Έχοντας θητεύσει με μεγάλη επιτυχία στην αγγλική κωμωδία, ο Αλεξάντερ Μάκεντρικ (σκηνοθέτης του πρωτότυπου «Ladykillers» (1955), το οποίο διασκεύασαν σχεδόν μισό αιώνα αργότερα οι αδερφοί Κοέν), μετακομίζει το 1957 στις ΗΠΑ και σκηνοθετεί την πρώτη του χολιγουντιανή ταινία. Ενδεχομένως εξαιτίας του πρότερου «κωμικού» του βίου, το «Sweet Smell of Success» έπιασε παντελώς απροετοίμαστους τόσο το κοινό όσο και τους κριτικούς. Είναι επίσης πιθανό το έντονα αμοραλιστικό κλίμα της ταινίας να αιφνιδίασε και να μην έγινε πλήρως κατανοητό. Δεν μπορεί να αποκλείσει κανείς η συνολικά αποδοκιμαστική υποδοχή να προέκυψε ως αντίδραση σε ένα στοιχείο που διατρέχει ολόκληρη τη φιλμική πλοκή. Η σαφής υπόνοια της, μάλλον ερωτικής χροιάς, εξάρτησης του μεγάλου αδερφού από την baby sister ήταν λογικά ασυγχώρητα προκλητική για τα ήθη της εποχής. Δεν πρέπει τέλος να ξεχνάμε πως το 1957 το πτώμα του μακαρθισμού είναι ακόμη φρέσκο στις ΗΠΑ. Επομένως, η αναφορά από ένα Βρετανό στην πρόσφατη ακραιφνή χειραγώγηση των Αμερικάνων πολιτών από τα εγχώρια μέσα πληροφόρησης μπορούσε εύκολα να προκαλέσει αντιδράσεις. Όπως και να έχει, το αποτέλεσμα ήταν μία παταγώδης εισπρακτική αποτυχία, διανθισμένη με ανελέητο θάψιμο από τους κινηματογραφικούς γραφιάδες της εποχής. Μέσα πάντως από την αίγλη που προσδίδει το πέρασμα του χρόνου, το «Sweet Smell of Success» έχει πλήρως αποκατασταθεί, λαμβάνοντας όχι μόνο τη θέση που δικαιωματικά του αξίζει στην ιστορία του σινεμά, αλλά και λίγα εξτρά γαλόνια για αποζημίωση. Διάλογοι που δεν παύουν να εντυπωσιάζουν με το πνεύμα και την σπιρτάδα τους. Ο Μπαρτ Λανκάστερ ως μακιαβελικός και εξουσιαστικός μεγαλοεκδότης. Ο Τόνι Κέρτις ως γλοιώδης οπορτουνιστής που θα πουλούσε άνετα την ψυχή του στον διάβολο για ένα ξεροκόμματο επαγγελματικής ανέλιξης. Ο κίτρινος κόσμος της διαστρέβλωσης και της παραποίησης σε νυχτερινό και υγρό φόντο, με jazz background. Μαζί με αυτά, και ένα ξεπερασμένο ερωτικό μελόδραμα που δυστυχώς ακυρώνει τις πανέμορφες νουάρ σφήνες. Δεν μπορούμε να τα έχουμε όλα σε αυτή τη ζωή.
Δείτε μία από τις διασημότερες σκηνές της ταινίας. Ο Μπαρτ Λανκάστερ καταπίνει την οθόνη ακριβώς στο δίλεπτο. Μετά, απλώς εκτοξεύει δηλητήριο προς πάσα κατεύθυνση: