ROUTE IRISH

Σκηνοθεσία: Κεν Λόουτς

Παίζουν: Μαρκ Γουόμακ, Άντρεα Λόου, Τζον Μπίσοπ.

Διάρκεια: 109’

Μεταφρασμένος τίτλος: “Ιρλανδέζικος δρόμος”

Το πρώτο όνομα που προκύπτει αυθόρμητα στο άκουσμα των λέξεων «πολιτικό σινεμά» είναι, με ομοφωνία σχεδόν συντριπτική, αυτό του Κεν Λόουτς. Ποια είναι όμως η ιδιότητα που του χαρίζει αυτή την καθολική αναγνώριση, ποιο είναι το μυστικό της πολιτικοποιημένης του προσέγγισης, η οποία παρότι συμπαγής και σφριγηλή, δεν καθίσταται σχεδόν ποτέ αντί-κινηματογραφική ή στείρα στρατευμένη;

Καταρχάς, το γεγονός πως ο Λόουτς, μαζί με τον σεναριογραφικό του Διόσκουρο Πολ Λάβερτι, έχουν αποφύγει συστηματικά να περιχαρακώσουν κατά τρόπο ασφυκτικό το βαθύτερο νόημα μίας δημιουργίας στην εξιστόρηση μίας per se «πολιτικής» πλοκής, η οποία κραδαίνει αυτάρεσκα την ταμπέλα της, αγνοώντας επιδεικτικά το περίβλημα, τις συνιστώσες και τις αλληλεξαρτώμενες δυναμικές που τη συνδιαμορφώνουν. Δεύτερον, διαθέτουν την απαιτούμενη νηφαλιότητα ώστε να εντάξουν το προσωπικό εντός του συλλογικού, να μην τα θεωρήσουν δύο έννοιες αντιμαχόμενες. Στον αντίποδα, αποπειρώνται να κατασκευάσουν ένα δίπολο ενοποιητικό προς αναζήτηση μίας ευρύτερης αλήθειας. Σε παρόμοιο μήκος κύματος, το «Route Irish» δεν είναι ένα γενικό και αόριστο αντιπολεμικό δράμα, δεν είναι όμως ούτε ειδικά και επί τούτου προσηλωμένο στο Ιράκ. Επιχειρεί να φανερώσει την πλήρη διαδικασία, να ενσωματώσει τον πόλεμο ως φαινόμενο σε ένα συνολικό πλαίσιο, να ανιχνεύσει αιτίες και εξηγήσεις σε ολόκληρο το φάσμα.

Ο πόλεμος δεν είναι παρθενογένεση, δεν είναι πυροτέχνημα, είναι το αναμενόμενο αποτέλεσμα δράσης πολλών παραγόντων που τον εκτρέφουν ακατάπαυστα εν καιρώ υποτιθέμενης ειρήνης, σε πολλαπλό επίπεδο, τόσο απρόσιτο και σκιώδες όσο και καθημερινό και οφθαλμοφανές. Ακόμη και ο θάνατος και η οδύνη πλέον έχουν ιδιωτικοποιηθεί, έχουν καταντήσει κάτι τόσο αφόρητα φυσιολογικό όπως μία παρεχόμενη υπηρεσία. Ο Λόουτς δεν αναζητεί ήρωες σε κανένα σημείο της εξελικτικής πορείας της σκέψης του. Ο κεντρικός του χαρακτήρας είναι οιονεί νεκρός παρότι επιζών, η ψευδαίσθηση της εκδίκησης και της διαλεύκανσης δεν αρκεί, είναι απατηλή. Κανείς δεν βγαίνει αλώβητος, κανείς δεν διατηρεί ακέραιη την ψυχή του άπαξ και εισέλθει σε αυτό τον ανήθικο χορό. Η ατομική ευθύνη είναι το ζητούμενο και ο Λόουτς δεν επιτρέπει στους ήρωές του να την αποποιηθούν στο όνομα ξεψυχισμένων δικαιολογιών. Ας προσέξουμε λίγο την υποδόρια ειρωνεία στη σκηνή της αρχικής αντιπαράθεσης. Η γελοία επίκληση της τύχης δένει με την απάντηση που, παρότι οργισμένη και έξαλλη, επικαλείται εκ νέου την τύχη για να αποδείξει το αντίθετο. Πόση διαφοροποίηση λοιπόν υπάρχει, πώς να εντοπιστεί το οποιοδήποτε ηθικό προβάδισμα και πλεονέκτημα; Οι τύψεις δεν θα φύγουν ποτέ, παρά το κυνήγι της λύτρωσης. Ακόμη και η ερωτική έλξη προς τη σύντροφο του εκλιπόντος φίλου καταλήγει να υποβιβάζεται σε μία μάταιη και απελπισμένη απόπειρα νεκρανάστασης και ανασύστασης ενός παρελθόντος που δεν ανήκει πλέον στους πάσχοντες, τους έχει πια γλιστρήσει από τα χέρια.

Παρόλο το βάθος των προθέσεών του και το πλήθος των αρετών του, ο Λόουτς δεν υπογράφει κάποιο αριστούργημα εφάμιλλο με τα «Γη και Ελευθερία» και «Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι». Οι γνώριμες σινεφίλ απολαύσεις είναι ευδιάκριτες για πολλοστή φορά, όπως η δεξιοτεχνική μετάβαση από την ένταση στη νηνεμία, το κοφτερό μοντάζ, μία κατά πρόσωπο κινηματογράφηση που μεταδίδει μία αίσθηση οικειότητας και αμεσότητας. Μολαταύτα, η διαλεκτική προσέγγιση εμφανίζει κάποια στραβοπατήματα, καθώς εκτρέπεται σε δραματουργικές διευκολύνσεις, με αποτέλεσμα ανά στιγμές να χάνεται εκείνη η μαεστρία ρυθμού που χαρακτηρίζει τον Λόουτς. Επιπλέον, το όχημα του μυστηρίου που ξεδιαλύνεται σταδιακά αποδεικνύεται κάπως άβολο και αταίριαστο, επιφέρει μία σχετική ανομοιογένεια αναμειγνύοντας πολλά διαφορετικά υλικά, στερώντας εν μέρει το όλο πόνημα από την εξονυχιστικά διεισδυτική ματιά του δημιουργού του. Το συνολικό πρόσημα φυσικά, παραμένει ανενδοίαστα θετικό και στιβαρό. Όσο για τις κατηγορίες περί επαναληψιμότητας, η μόνη επαναληψιμότητα που κουράζει είναι ο κύκλος της βαρβαρότητας και της εκμετάλλευσης. Η κατάθεση απόψεων και η συζήτηση περί αυτού καθόλου.

Όπως δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα “Τύπος της Θεσσαλονίκης”.

Δείτε σχετικά: εδώ.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑