What's On The Power of the Dog

13 Δεκεμβρίου 2021 |

0

The Power of the Dog

Σκηνοθεσία: Τζέιν Κάμπιον

Παίζουν: Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Κίρστεν Ντανστ, Κόντι Σμιτ-ΜακΦι, Τζέσι Πλέμονς

Διάρκεια: 126’

Μοντάνα, 1925. Τα μεγαλοπρεπή βουνά και ο ατελείωτος ορίζοντας κυκλώνουν ένα μοναχικό ράντσο. Οι ιδιοκτήτες του, δύο αδέρφια γύρω στα 45, το απέκτησαν περίπου 20 χρόνια νωρίτερα από τους γονείς τους. Μαζί με τις εκτάσεις γης, τα ζωντανά, τους στάβλους και το παλιό αρχοντικό, απέκτησαν και μια θηλιά από την οποία είναι αδύνατο να ξεφύγουν. Με μια πρώτη ματιά, ο Φιλ και ο Τζορτζ δεν έχουν τίποτα κοινό μεταξύ τους. Στην πραγματικότητα, τους δένει ένα κοινό ριζικό, η υπόνοια ενός ανομολόγητου τραύματος, αλλά και μία αμοιβαία αδυναμία ενηλικίωσης – διόλου τυχαία, κοιμούνται ακόμη στο παιδικό τους δωμάτιο, ο ένας δίπλα στον άλλο.

Ο Τζορτζ (Τζέσι Πλέμονς), χαμηλών τόνων, εσωστρεφής και πλαδαρός, με άλλα λόγια κάθε άλλο παρά σκληροτράχηλος καουμπόι, μοιάζει με ψάρι έξω από το νερό. Προτιμά να οδηγεί αμάξι παρά να ιππεύει, είναι ελάχιστα εξοικειωμένος με τη ζωή του γελαδάρη, το ντύσιμό του παραπέμπει σε δουλειά γραφείου παρά σε ράντσο. Το μεγάλο του όνειρο είναι να τρυπώσει στους κοσμικούς κύκλους της πόλης, δίχως όμως να διαθέτει τα απαραίτητα προσόντα ή την απαιτούμενη γοητεία.

Ο Φιλ (Μπένεντικτ Κάμπερμπατς), από την άλλη, είναι ένα αγρίμι μεταμφιεσμένο σε άνθρωπο. Γρυλίζει αντί να μιλάει, μυρίζεται τις αδυναμίες των ανθρώπων και τους επιτίθεται αμείλικτα, δεν αποχωρίζεται σχεδόν ποτέ τις λάσπες και τη βρομιά του καουμπόι από πάνω του: είναι η δική του πανοπλία απέναντι στον κόσμο, η τρανή απόδειξη ενός αδιαπέραστου ανδρισμού. Η πρώτη υποψία ότι ο Φιλ έχει στην πραγματικότητα θάψει τον αληθινό του εαυτό πολύ καιρό πριν, καταπιέζοντας επιθυμίες, ικανότητες, ταλέντα και ορμές, έρχεται στην πιο ανύποπτη στιγμή. Μια υπογραφή στο δωμάτιο επισκεπτών ενός ξενοδοχείου, μια εξεζητημένη καλλιγραφία, μια πρώτη αδιόρατη υπόνοια ότι κάποια ανοιχτή πληγή κρύβεται πίσω από τον άξεστο μανδύα που έχει επιλέξει ο Φιλ για στολή.

Η ούτως ή άλλως εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στα δύο αδέλφια καταρρέει οριστικά όταν ο Τζορτζ παντρεύεται τη Ρόουζ (Κίρστεν Ντανστ), χήρα ενός αυτόχειρα, η οποία μετακομίζει στο οικογενειακό σπιτικό μαζί με τον Πίτερ (Κόντι Σμιτ-ΜακΦι), τον νεαρό γιο της, ο οποίος σπουδάζει Ιατρική. Ο Πίτερ, θηλυπρεπής, αδύνατος σαν κλαράκι και (φαινομενικά) εύθραυστος σαν τα χάρτινα λουλούδια που φτιάχνει, γίνεται ο καταλύτης ενός δράματος που ξεδιπλώνεται μέσα από μονομαχίες βλεμμάτων, μισόκλειστες πόρτες, μισόλογα, ανείπωτα και ένα μόνιμο κλίμα απειλής, που εντείνεται χάρη στο score του Τζόνι Γκρίνγουντ. Σε αυτή την ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, θα αρχίσει να διαφαίνεται και ο αληθινός πρωταγωνιστής της ιστορίας, ένα φάντασμα από το παρελθόν που δεν λέει να ξεθωριάσει.

Ο Μπρόνκο Χένρι, μέντορας του Φιλ και του Τζορτζ, μια ακαθόριστη φιγούρα επιβολής, καθοδήγησης, εξουσίας, περισσότερο ένα κατάλοιπο νοοτροπίας παρά ένα υπαρκτό πρόσωπο, εξακολουθεί να ρίχνει βαριά τη σκιά του σε αυτή την ξεχασμένη γωνιά της αμερικανικής ενδοχώρας. Το όνομά του λειτουργεί ως υπενθύμιση ενός άγραφου νόμου, ενός απαράβατου καθήκοντος, αποπνέοντας μυστήριο, αμηχανία και φόβο. Η παρουσία του είναι αδιάλειπτη και προαιώνια. Καθρεφτίζεται, μάλιστα, στη μορφή του σκύλου που διαγράφεται στο διάσελο των βουνών γύρω από το αγρόκτημα, μια μορφή που (διόλου τυχαία) είναι σε θέση να διακρίνουν μονάχα ο Φιλ και ο νεοφερμένος Πίτερ. Ένας άγρυπνος φύλακας που φροντίζει να μην διασαλεύεται η τάξη των πραγμάτων, να μην διαταράσσονται τα στερεότυπα και η πυραμίδα της εξουσίας, τιμωρώντας αυτοστιγμεί οτιδήποτε και οποιονδήποτε τολμήσει να διαφέρει από τη νόρμα.

Η Νεοζηλανδή Τζέιν Κάμπιον επιστρέφει έπειτα από 12 χρόνια (και το συγκινητικό Bright Star) στη σκηνοθετική καρέκλα και διασκευάζει το ομότιτλο βιβλίο του Τόμας Σάβατζ, σε ένα γουέστερν που κλείνει το μάτι στο The Searchers (1956) του Τζον Φορντ, αλλά περισσότερο φέρνει στο νου ελεγειακές ταινίες του είδους, όπως το The Assassination of Jesse James by the Coward Robert Ford (2007), του Άντριου Ντόμινικ. Καθώς μας βυθίζει στην απόκοσμη σιωπή ενός Φαρ Ουέστ που αρχίζει πλέον να ξεφτίζει ως ιστορική πραγματικότητα (θυμηθείτε, βρισκόμαστε στο 1925) και να επαναβαφτίζεται ως μυθολογική κληρονομιά της Americana, χτίζει μια ανθρωπογεωγραφία απέραντης μοναξιάς, όπου οι ήρωες θαρρείς αδυνατούν να ξεφύγουν από όσα τους στοιχειώνουν.

Η Κάμπιον, με βήμα συνετό και μετρονομημένο, στήνει ένα ντόμινο από υπαινιγμούς και νύξεις, αφήνοντας να εννοηθούν όλα όσα οφείλουμε να ψυχανεμιστούμε. Όπως την ανομολόγητη αρσενική βία ενός κόσμου που αντιμετωπίζει τις γυναίκες ως αγαθά, τη υποδόρια ταξικότητα που διαπερνά τις ανθρώπινες σχέσεις, πολύ πέρα από το αμιγώς οικονομικό επίπεδο (ως απωθημένο ανέλιξης, ως σύνδρομο κατωτερότητας, ως κεκτημένο δικαίωμα σνομπισμού και υποτίμησης). Και σταδιακά, δίχως καλά καλά να το αντιληφθούμε, υποβάλλει το βασικό ντουέτο χαρακτήρων (Φιλ και Πίτερ) σε μια εκατέρωθεν μεταμόρφωση.

Ο Φιλ, δέσμιος μιας μοίρας και ενός τρόπου ζωής που του επιβλήθηκαν ερήμην του, διοχετεύει την πίκρα του σε μίσος για καθετί που του θυμίζει όλα όσα απαρνήθηκε για να προσαρμοστεί, για να επιβιώσει, για να αναλάβει τις ευθύνες που του ανατέθηκαν ουρανοκατέβατα. Σε μια αλληγορική σκηνή εξαγνισμού, απεκδύεται τη ηθελημένη του βρομιά, σε έναν προσωπικό «παράδεισο» βιβλικών προεκτάσεων, όπου έχει φευγαλέα τη δυνατότητα να έρθει σε επαφή με τον λησμονημένο του εαυτό.

Εύλογα, η στιγμή που ο Πίτερ θα εισβάλλει στην απαγορευμένη προσωπική ζώνη του Φιλ σηματοδοτεί μια αλλαγή στο παιχνίδι ισχύος ανάμεσά τους. Ο Φιλ είναι πλέον αναγκασμένος να αλλάξει προσέγγιση, αντιλαμβανόμενος σε ένα βαθύτερο επίπεδο πως η τρομοκρατία που ασκεί στον Πίτερ είναι πλέον ανεπαρκής. Πλέον, η μονομαχία τους διαπλέκεται με μια αίσθηση αμοιβαίου σεβασμού, αλλά εξακολουθεί να μαίνεται –ακόμη πιο άγρια– πέρα από τις λέξεις, εκτός κάδρου, σε ένα επίπεδο πρωτίστως υπαρξιακό.

Πρωτύτερα, φυσικά, η Κάμπιον μάς έχει ήδη προειδοποιήσει πως πίσω από τη λεπτεπίλεπτη βιτρίνα του Πίτερ κρύβονται μια ανίκητη αποφασιστικότητα κι ένας σκοτεινός κυνισμός. Η σκηνή όπου περπατά ατάραχος και ανέκφραστος, προσπερνώντας τις ύβρεις και τις προσβολές από τους γελαδάρηδες έχει ήδη δώσει τον τόνο, αλλά η σοκαριστική σκηνή με το κουνέλι –δείγμα θαυμαστής οικονομίας στην αφήγηση και στη χαρακτηρολογία– μεταμορφώνει τους ψίθυρους σε βουητό. Ο Πίτερ, αποφασισμένος να βρει τον δικό του δρόμο σε έναν κόσμο εχθρικό και αφιλόξενο, είναι απαλλαγμένος από ηθικούς ενδοιασμούς και περιττές τρυφερότητες. Σε έναν κόσμο φτιαγμένο από αρχέτυπα και σύμβολα που διαιωνίζουν την καταπίεση, η ρήξη έρχεται μονάχα με την απομάγευση: όταν τα σωθικά του παλιού κόσμου στραφούν –σχεδόν κυριολεκτικά– εναντίον του.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑