Reviews Sunset Boulevard (1950)

10 Αυγούστου 2023 |

0

Sunset Boulevard (1950)

Σκηνοθεσία: Μπίλι Γουάιλντερ

Παίζουν: Γκλόρια Σουάνσον, Γουίλιαμ Χόλντεν, Έριχ φον Στρόχαϊμ

Διάρκεια: 110′

Σε μια εναρκτήρια σκηνή ανθολογίας, με κοφτερή ειρωνεία και αρχετυπικό νουάρ φαταλισμό, βλέπουμε ένα πτώμα να επιπλέει σε μια πισίνα (σε ένα εντυπωσιακό υποβρύχιο point of view), περικυκλωμένο από ένα πολύβουο πλήθος από αστυνομικούς και ρεπόρτερ. Ο νεκρός παίρνει τον λόγο, ξεδιπλώνοντας ένα flashback που αναπλάθει βήμα προς βήμα την αναπόδραστη μοίρα που τον έφερε μπρούμυτα στο νερό. Το ριζικό του ήταν γραμμένο με ολόμαυρη μελάνη, αλλά κατά βάθος δεν ήταν τόσο πλανεμένος όσο παριστάνει. Όταν ο Τζο Γκίλις (Γουίλιαμ Χόλντεν), ένας εμφανίσιμος νεαρός σεναριογράφος του Χόλιγουντ που βαδίζει από τη μια επαγγελματική φαλκονέρα στην επόμενη, τρύπωσε σε μια βίλα για να ξεφύγει από τους δανειστές του, σίγουρα ψυχανεμίστηκε ότι ξεκινά μια ιστορία από εκείνες που σπανίως τελειώνουν με ηλιοβασίλεμα.

Η πολυτελής αυτή έπαυλη, κρυμμένη και αόρατη παρότι σε κοινή θέα, είναι ένα μαυσωλείο από περασμένα μεγαλεία. Ένας τόπος σχεδόν επινοημένος, σαν μια εσοχή στην πραγματικότητα, όπου ο χρόνος παγώνει και το ένδοξο παρελθόν θριαμβεύει ξανά και ξανά, σε μια λούπα θλίψης και αμηχανίας. Η Νόρμα Ντέσμοντ (Γκλόρια Σουάνσον), αλλοτινό υπέρλαμπρο αστέρι της εποχής του βωβού κινηματογράφου, έχει πλέον βρεθεί στα αζήτητα. Μπερδεύοντας τη ναφθαλίνη για αστερόσκονη, η Νόρμα φαντασιώνεται ένα come back που θα στρέψει και πάλι όλους τους προβολείς πάνω της. Τα χειροκροτήματα ακόμη βουίζουν στο κεφάλι της, τα φλας δεν έπαψαν να αστράφτουν στα μάτια της, τα κόκκινα χαλιά εξακολουθούν να απλώνονται μπροστά στα πόδια της.

Η πλήρης απαγκίστρωση της Νόρμα από την πραγματικότητα αποτυπώνεται εύγλωττα στο σενάριο που έχει στα σκαριά για τη μεγάλη της επιστροφή στα κινηματογραφικά δρώμενα: μια γερασμένη σταρ του παρελθόντος που ονειρεύεται να ενσαρκώσει τη βιβλική Σαλώμη, ένα μυθικό σύμβολο νεανικής λαγνείας και αποπλάνησης. Η Νόρμα, λοιπόν, προσλαμβάνει τον Τζο ως script editor, προκειμένου να κάνει τα απαραίτητα μερεμέτια στο σενάριο, στην πραγματικότητα όμως μισθώνει και τις ερωτικές του υπηρεσίες, ασχέτως αν ο ίδιος ψεύδεται συστηματικά στον εαυτό του, προβάλλοντας θεατρινίστικες αντιστάσεις.

Ο πραγματικός όμως καταλύτης στην ιστορία της Νόρμα και του Τζο είναι ο Μαξ, η κορυφή σε ένα τρίγωνο εκούσιας εξαπάτησης και παραπλάνησης. Ο Έριχ φον Στρόχαϊμ, μια από τις πιο συναρπαστικές και μυστηριώδεις φιγούρες στην ιστορία του Χόλιγουντ, είναι η πιο σπαρακτική φιγούρα σε αυτό το κουκλοθέατρο της θλίψης και της παρακμής, χτίζοντας τη γέφυρα που οδηγεί στην οριστική διολίσθηση προς την τρέλα. Ο Μαξ, άλλοτε σύζυγος της Νόρμα και σκηνοθέτης ξεχασμένων σουξέ από τα glory days της πάλαι ποτέ σταρ, επιβεβαιώνει όχι μόνο τα αλλοτινά μεγαλεία της Νόρμα, αλλά και τη βαρβαρότητα που κυριαρχεί στον αδίστακτο κόσμο του θεάματος. Ο Μαξ λατρεύει τη Νόρμα αδιαπραγμάτευτα και ολοκληρωτικά, σε βαθμό που αποδέχεται τον ευτελή ρόλο του μπάτλερ-σοφέρ μόνο και μόνο για να βρίσκεται στο πλευρό της.

Η δουλοπρεπής αφοσίωση του Μαξ, που υπομένει στωικά εξευτελισμούς και υποτιμήσεις, είναι μια εκκωφαντική πράξη αγάπης σε έναν μικρόκοσμο γεμάτο ιδιοτελή συμφέρονται και πισώπλατα μαχαιρώματα. Ο Μαξ γνωρίζει καλά πως είναι η τελευταία γραμμή άμυνας απέναντι την επώδυνη αυτογνωσία της Νόρμα και η δική του αναξιοπρεπής αφοσίωση είναι το μόνο καύσιμο που τροφοδοτεί τις ανεδαφικές ψευδαισθήσεις μεγαλείου. Στην πραγματικότητα, αυτή η οικειοθελής αυτοταπείνωση επιτρέπει στον Μαξ να γίνει και πάλι ο σκηνοθέτης της υπέρλαμπρης σταρ που τόσο λατρεύει. Σε μια ταινία πιο φτηνιάρικη και ξεφτισμένη, με σενάριο βγαλμένο από τη φθορά και τον ξεπεσμό του χρόνου, χωρίς καν το όνομά του να εμφανίζεται στη μαρκίζα.

Ο Μαξ πλαστογραφεί γράμματα από ανύπαρκτους θαυμαστές και απαντά σε τηλεφωνήματα από σκηνοθέτες που δεν έγιναν ποτέ, εξαϋλώνοντας οριστικά τη δική του ταυτότητα. «Αυτό ήταν το δωμάτιο του συζύγου», θα αναφέρει στον νιόφερτο εραστή, προτιμώντας να θάψει τον εαυτό του παρά τις οφθαλμαπάτες της Νόρμα. «Υπήρχαν τρεις υποσχόμενοι σκηνοθέτες εκείνη την εποχή, ο Σεσίλ Ντε Μιλ, ο Ντέιβιντ Γουόρκ Γκρίφιθ και ο Μαξ Φον Μέγιερλινγκ», θα συμπληρώσει, κάνοντας μνεία στη χρυσή εποχή του βωβού κινηματογράφου, και αν αντικαταστήσει κανείς το επινοημένο όνομα του Μαξ με το αληθινό του φον Στρόχαϊμ, θα διαισθανθεί ένα ρίγος να τον διαπερνά. Το Sunset Boulevard δεν αναπλάθει, αποδομεί ή δοξάζει μια συγκλονιστική εποχή, αλλά ζει σε ένα μόνιμο μεταίχμιο: εκεί όπου η ιστορία του σινεμά συναντά τη μαγική του δύναμη να αναπαριστά ακόμη και τον εαυτό του. 

Οι ταινίες που έχουν ξεψαχνίσει τα σωθικά του ίδιου του κινηματογράφου είναι πραγματικά αμέτρητες, αλλά καμία δεν έχει αγγίξει την πολυπλοκότητα, τη διεσδυτικότητα και τον (αυτο)σαρκασμό του Sunset Boulevard, το οποίο μας βυθίζει στη μήτρα του σινεμά, ταξιδεύοντας στα πολλαπλά επίπεδα του απατηλού (αλλά τόσο χειροπιαστού) κόσμου της αναπαράστασης. Αρχικά, σε μια ιδιωτική προβολή στην έπαυλη της Νόρμα, η ταινία που παρακολοθούμε δεν είναι άλλη από το Queen Kelly (1929), σε σκηνοθεσία του ίδιου του Φον Στρόχαϊμ και με πρωταγωνίστρια την ίδια τη Σουάνσον!

Μάλιστα, η συγκεκριμένη ταινία ήταν αυτή που σήμανε το τέλος της σκηνοθετικής καριέρας του Φον Στρόχαϊμ, ο οποίος φερόταν σαν τύραννος στο πλατό, τσακωνόταν με παραγωγούς και πρωταγωνιστές (εν προκειμένω και με τη Σουάνσον) και έβγαινε συνεχώς εκτός προϋπολογισμού. Έκτοτε, ο Φον Στρόχαϊμ ακολούθησε σπουδαία καριέρα ηθοποιού, ενσαρκώνοντας δαιδαλώδεις και ενίοτε σκοτεινές φιγούρες, ενώ σε μια ακόμη θαυμαστή ειρωνεία του Γουάιλντερ, η Σουάνσον διέγραψε μάλλον τελείως αντίθετη πορεία από την ηρωίδα που υποδύεται: μεταπήδησε με άνεση στις ομιλούσες ταινίες, εξακολούθησε να προσελκύει τα φώτα της δημοσιότητας ακόμη και μετά την απόσυρσή της, ενώ υπήρξε επιτυχημένη-χειραφετημένη business woman.

Από εκεί και έπειτα, η λίστα με τις αδιανόητες παραπομπές του Sunset Boulevard σε αληθινά πρόσωπα, πραγματικές καταστάσεις, ορατούς και αθέατους μύθους του Χόλιγουντ, είναι πραγματικά ατελείωτη. Τα ονόματα που παρελαύνουν στις συζητήσεις είναι τις περισσότερες φορές αληθινά (όπως του θρυλικού παραγωγού Ντάριλ Ζάνουκ). Όταν η Νόρμα επισκέπτεται στον Σεσίλ Ντε Μιλ, όχι απλώς συναντά τον πραγματικό σκηνοθέτη που υποδύεται τον εαυτό του, αλλά η συνάντησή τους γίνεται στη διάρκεια των γυρισμάτων της ταινίας που όντως σκηνοθετούσε εκείνη την εποχή ο ντε Μιλ (Σαμψών και Δαλιδά, 1949). Τα «κέρινα ομοιώματα», όπως αποκαλεί υποτιμητικά ο νεαρός φαντασμένος σεναριογράφος τους γερασμένους παρτενέρ με τους οποίους παίζει μπριτζ η Νόρμα κάθε τρεις και λίγο, είναι πρώην διάσημοι αστέρες του βωβού σινεμά, με πρώτο και καλύτερο στη λίστα τον αξέχαστο Μπάστερ Κίτον.

Κι όμως, αν ρίξει κανείς μια πιο προσεκτική ματιά δεν θα αργήσει να αντιληφθεί μια υπόνοια φάρσας που κρύβεται πίσω τον επικήδειο μιας δοξασμένης εποχής. Ο τετραπέρατος Μπίλι Γουάιλντερ, μέσα από πλάγιες νύξεις και δηλητηριώδεις υπαινιγμούς, διατυπώνει μια οδυνηρή πραγματικότητα για το εδώ και τώρα της κινηματογραφικής βιομηχανίας των early 50s. Το Χόλιγουντ της εποχής βρίσκεται αντιμέτωπο με το ξέσπασμα της μακαρθικής υστερίας και την επέλαση της τηλεόρασης, καθώς και με συντεχνιακές συγκρούσεις και νομοθετικές ρυθμίσεις που πλήττουν το κύρος και την παντοδυναμία του.

Αναλογιστείτε, εξάλλου, πως η Νόρμα μπορεί να είναι μια ξεφτισμένη σταρ που αυταπατάται ότι οι μεγάλοι σκηνοθέτες κάνουν ουρά έξω από την έπαυλή της, αυτό όμως δεν αναιρεί ότι –αν το επιθυμούσε– θα μπορούσε κάλλιστα να χρηματοδοτήσει η ίδια την επιστροφή της. Το Χόλιγουντ απεικονίζεται με ασθενικά χρώματα, κάθιδρο και λαχανιασμένο, ξέπνοο και απαισιόδοξο. Ο Τζο Γκίλις είναι ένα βήμα πριν την επαγγελματική κατάρρευση, τρέμοντας στην ιδέα ότι θα επιστρέψει στην επαρχιακή πόλη και στη δουλειά γραφείου απ’ όπου ήθελε ανέκαθεν να ξεφύγει. Παραγωγοί βρίσκονται στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, wannabe στάρλετ που κυνήγησαν το ψεύτικο όνειρο της φήμης αρκούνται σε δευτεροτρίτα πόστα εργασίας, γυρίσματα μεγαλεπήβολων παραγωγών μοιάζουν με υπερωκεάνια που ναυάγησαν σε ξέρες.

Την ίδια στιγμή, η ξεθωριασμένη αίγλη του παρελθόντος εξακολουθεί να επιβιώνει έστω και μέσα από μικρές και αθόρυβες εκλάμψεις. Όπως το γεγονός ότι όλοι εκείνοι που συμπεριφέρονται στη Νόρμα με συγκαταβατική καλοσύνη δεν παύουν να θυμούνται απ’ έξω και ανακατωτά όλες τις ταινίες της που την έκαναν σταρ. Ξαφνικά και σχεδόν απροσδόκητα, μια μελαγχολική και στενάχωρη σύγκριση πλανιέται στον αέρα: το νεκρό παρελθόν διατηρεί έναν αέρα χλιδής και στρας, σε αντίθεση με το αβέβαιο και χλιαρό παρόν.

Τελικός προορισμός ένα μεγαλειώδες φινάλε που γονατίζει με δέος μπροστά σε μια εποχή θριάμβου και συντριβής, μαγείας και απομάγευσης. Μια μεγαλοπρεπής έξοδος, με λόγια που αποτυπώνουν τις μυθολογικές διαστάσεις και την κοσμογονική δύναμη του σινεμά. «Δεν υπάρχει τίποτα άλλο. Μονάχα εμείς, οι κάμερες και το υπέροχο κοινό, στο σκοτάδι της αίθουσας». Ένα τελευταίο κοντινό πλάνο αγάπης και εκτίμησης, ακριβώς πριν πέσουν οι τίτλοι τέλους, Η μόνη ανταμοιβή που μπορεί να ζητήσει κανείς από τη σύντομη ταινία της ζωής. 




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑