What's On Le Mans ’66

21 Νοεμβρίου 2019 |

0

Le Mans ’66

Σκηνοθεσία: Τζέιμς Μάνγκολντ

Παίζουν: Ματ Ντέιμον, Κρίστιαν Μπέιλ

Διάρκεια: 152′

Το σπάνιο ταλέντο, σε οποιονδήποτε τομέα κι αν κάνει την εμφάνισή του, πολύ συχνά συνοδεύεται και από ένα αθέατο τίμημα. Ένα αιωνίως ανεξόφλητο γραμμάτιο, σαν αγκάθι στα πλευρά, που δεν λέει να σε αποχωριστεί. Την ίδια στιγμή που το ταλέντο λάμπει και αστράφτει, κάτι άλλο σκουριάζει και σαπίζει σε αντιστάθμισμα. Το σπάνιο ταλέντο περπατά, επίσης, χέρι-χέρι με την ιδεοληψία της εμμονής. Συμπορεύεται με την παρανοϊκή προσήλωση στη λεπτομέρεια, με τη μετατροπή ενός μικρόκοσμου σε ομφαλό της ζωής και της ύπαρξης.

Ανάλογη είναι, λοιπόν, και η μοίρα που κατατρέχει τους ήρωες του Le Mans ’66, οι οποίοι κουβαλούν μια σκιά άρρητης υποχρέωσης και ευθύνης. Σαν να πρέπει να αποδεικνύουν συνεχώς στον ίδιο τους τον εαυτό την ικανότητα υπέρβασης. Σαν να πρέπει να ξεπληρώσουν για τα όσα έλαβαν ερήμην τους (το ταλέντο) και έχτισαν με την αχαλίνωτη επιμονή τους (η εμμονική στοχοπροσήλωση).

Το Κόντρα σε όλα (μετάφραση επιπέδου βιντεοκασέτας των 80s) πληροί στην εντέλεια όλα τα κριτήρια ενός υποδειγματικού action drama και παράλληλα μπορεί να καμαρώνει ως γνήσιο τέκνο της ένδοξης αμερικάνικης παράδοσης των sports movies. Ο Τζέιμς Μάνγκολντ, εξάλλου, έχει πολλάκις αποδείξει την αφηγηματική του δεινότητα. Είτε καταπιάστηκε με καταραμένους καλλιτέχνες που υπήρξαν στ’ αλήθεια (Walk the Line), είτε με υπερήρωες που έδωσαν την τελευταία τους ικμάδα για να γίνουν άνθρωποι (Logan), είτε στην αρένα του genre film, εν προκειμένω του γουέστερν (3:10 to Yuma).

Σε πρώτο επίπεδο, η δράση επικεντρώνεται στα ενδότερα της λυσσαλέας προσπάθειας της Ford, στα μέσα της δεκαετίας του ’60, να αρπάξει τα σκήπτρα από τη βασίλισσα Ferrari στο θρυλικό σιρκουί του Λε Μαν. Σε δεύτερο επίπεδο, κοχλάζουν μια σειρά από συγκρούσεις, με πρώτη και καλύτερη αυτή που φέρνει αντιμέτωπους τον κόσμο του πάθους και του λάθους, του οράματος, του μόχθου και της ονειροπόλησης με αυτόν του στυγνού τεχνοκρατισμού, του επί χάρτου σχεδιασμού, των δημοσίων σχέσεων και της στάθμισης δεδομένων. Τελικός θριαμβευτής όχι μόνο στην πίστα, αλλά κυρίως σε ένα συνειδησιακό επίπεδο, η κοσμοθεωρία που εκφράζεται μέσα από τις χειροπιαστές πράξεις, τις λιγοστές μεστές κουβέντες, το ανελέητο ξόδεμα χρόνου και ενέργειας για ένα σκοπό που εν τέλει καθίσταται υπαρξιακός αυτοσκοπός.

Με τελικό καταλύτη στην έκβαση αυτή της μάχης, στο θυμικό και αισθητηριακό της σκέλος, το ίδιο το σινεμά. Διότι το Le Mans ’66 σε αναγκάζει, χωρίς να σε εκβιάζει, να νιώσεις το τρίξιμο των φρένων, τη μυρωδιά της βενζίνης και των καμμένων ελαστικών, τους εκστατικούς σπασμούς που ρυτιδιάζουν το πρόσωπο στις πολλές χιλιάδες των στροφών, την αδρεναλίνη του κινδύνου, την απελευθερωτική γοητεία της ταχύτητας, που θαρρείς απεγκλωβίζει τη ρουτίνα από τις χαμηλές της συχνότητες.

Πέρα από τις όποιες crowd pleasing ευκολίες (2-3 σκόρπιους αχρείαστους συναισθηματισμούς, μια προνομιακή μεταχείριση του maverick της ιστορίας), το Le Mans ’66 διαθέτει ένα πακτωλό από θέλγητρα, τα οποία του χαρίζουν ένα πέρα για πέρα μετρήσιμο γαλόνι: τα 152 λεπτά του κυλούν απνευστί και νεράκι, χωρίς την παραμικρή αίσθηση κόπωσης ή επαναληψιμότητας, ακόμη και έναν θεατή που δεν έχει κάποια σχέση λατρείας με τον μηχανοκίνητο αθλητισμό ή τα αμάξια γενικότερα (όπως ο υπογράφων). Εξαιρετική κατάτμηση του φιλμικού χρόνου (διαδοχή διαστημάτων ηρεμίας και καταιγίδας, κοφτερό μοντάζ στις εξωτερικές συγκρούσεις, απαλότερο στις στιγμές εσωτερικές πάλης), ευδιάκριτα χωρισμένα «κεφάλαια», ζυγοσταθμισμένο χιούμορ και πινελιές χαριτωμενιάς, κοφτεροί και συμπυκνωμένοι διάλογοι.

Και κάπου εκεί, αν σκαλίσει κανείς προσεκτικά, ξετρυπώνει το λιγότερο προφανές ατού, που παίρνει σάρκα και οστά χάρη στον Ματ Ντέιμον (πρωτίστως αυτόν, παρά τον λιγότερο αβανταδόρικο ρόλο) και τον Κρίστιαν Μπέιλ, οι οποίοι καταφέρνουν να προσδώσουν πολλαπλή υπόσταση στους ήρωές τους. Διακριτικά, λιτά και χωρίς πολλές επεξηγήσεις, αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξη ενός αόρατου φορτίου. Δυο βετεράνοι του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου (καταπληκτικές οι τόσο υπαινικτικές, σχεδόν αδιόρατες, αναφορές), υπερβολικά ζωντανοί για να καταλήξουν περιφερόμενοι νεκροί, αλλά αρκούντως τσακισμένοι ώστε να ενδώσουν στη μονομανία ενός άθλου, που αντιμετωπίζουν τον βόμβο της μηχανής ώς προέκταση της καρδιάς τους, που βιώνουν αυτό που αγαπούν παθολογικά ως μέτρημα χαρακτήρα και ζύγισμα ψυχής. Αναζητώντας, εκεί έξω, τον τέλειο γύρο, την τέλεια διαδρομή, ως μάταιο αντιστάθμισμα για μια ατελή ζωή. Και ακριβώς στο φινάλε, σε μια σκηνή λαχταριστής συγκινησιακής φόρτισης, το τελικό επιμύθιο, που βγαίνει με το ζόρι από τα σφιγμένα χείλη. Πίσω από κάθε ιστορία υπέρβασης, κρύβεται (ή θα έπρεπε να κρύβεται, διάβολε, αυτό θα ήταν το σωστό) μια ιστορία υπερβατικής φιλίας.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑