The Card Counter

Σκηνοθεσία: Πολ Σρέιντερ

Παίζουν: Όσκαρ Άιζακ, Τίφανι Χάντις, Τάι Σέρινταν, Γουίλεμ Νταφό

Διάρκεια: 112′

«Στην πραγματικότητα, δεν έχει σημασία ό,τι και αν έχω κάνει στην καριέρα μου. Στην ταφόπλακά μου θα γράφει “ο σεναριογράφος του Ταξιτζή” και τίποτα άλλο», δήλωνε πριν λίγα χρόνια με μια δόση πικρίας ο Πολ Σρέιντερ, ο οποίος όντως δικαιούται να εκφράζει ένα κάποιο παράπονο. Η φιλμογραφία του από την καρέκλα του σκηνοθέτη παρέμεινε μάλλον υποτονικά σχολιασμένη και δεόντως παραγνωρισμένη, παρότι κινήθηκε -αρκετές φορές- σε μονοπάτια άγρια, ριψοκίνδυνα (άρα) και εξ ορισμού ενδιαφέροντα. Παρόλα αυτά, και πέρα από τη διαχρονική ακτινοβολία του σκορσεζικού σημείου αναφοράς, η σκιά που ρίχνει ο Ταξιτζής στο έργο του Σρέιντερ έχει βαθύτερες απολήξεις.

Η ατέρμονη μάχη του ανθρώπου με τις προπατορικές του εκκρεμότητες. Η σκοτεινή και ανομολόγητη λαχτάρα αυτοκαταστροφής. Το μπρα-ντε-φερ ανάμεσα στην προσωπική ευθύνη και στην αναπόδραστη ειμαρμένη. Η απέλπιδα αναζήτηση μιας επινοημένης αθωότητας. Το ασήκωτο φορτίο της αμαρτίας και της ενοχής. Η καζαντζακική απελευθέρωση από τα δεσμά της ελπίδας μέσα από την οριστική και αμετάκλητη συντριβή. Η ασταμάτητη και μάταιη αυτοτιμωρία. Ορισμένες μόνο από τις θεματικές που εξερεύνησε ο Σρέιντερ στον Ταξιτζή και επισκέφτηκε ξανά και ξανά τόσο ως σεναριογράφος όσο και ως σκηνοθέτης.

Κάπως έτσι, ο Μετρητής καρτών (κακόηχη και παντελώς άστοχη μετάφραση του The Card Counter, καθώς τα φύλλα της τράπουλας αποδίδονται εκ του προχείρου ως «κάρτες») μπορεί να γίνει αντιληπτός όχι ακριβώς ως άτυπη συνέχεια, αλλά ως ανεστραμμένο είδωλο του Ταξιτζή. Αυτή τη φορά, σε αντίθεση με τον Τράβις Μπικλ, ο Γουίλιαμ Τελ (με το όνομα που έρχεται σε αντιδιαστολή με την αναγκαστική και εκούσια σιωπή του), που κι αυτός καταγράφει επιμελώς και σχολαστικά τις σκέψεις του σε ημερολόγιο, δεν αντιμάχεται τη σπαρακτική του μοναξιά.

Δεν παλεύει να νιώσει φυσιολογικός, δεν προβάρει τη στολή του εκλεκτού μόλις όλα καταρρεύσουν, δεν προετοιμάζεται για μια κατά φαντασίαν κομβική στιγμή, όπου θα μπορέσει επιτέλους να μεταγγίσει ένα ελάχιστο νόημα στην αδειανή ζωή του. Το κυριότερο όλων, δεν σοκάρεται από την αδιαφορία και την ιδιοτέλεια του κόσμου. Τις μοναχικές και ατελείωτες νύχτες, η βία δεν τον καλεί από μακριά σαν Σειρήνα, αλλά επανέρχεται επίμονα ως Ερινύα.

Ο Γουίλιαμ Τελ, με το αμαρτωλό παρελθόν και τα φρικτά κρίματα, κρύβεται εθελούσια κάτω από τη βιτρίνα και τα ραντάρ, βγάζοντας τα προς το ζην ως περιφερόμενος (και εξαιρετικά ταλαντούχος) χαρτοπαίκτης. Αποφεύγοντας να τραβήξει οποιαδήποτε ανεπιθύμητη προσοχή, ο ήρωας του Σρέιντερ κάνει αντι-καριέρα ως κομπάρσος του τζόγου και όχι ως λαμπερός σούπερ σταρ, όπως θα συνέβαινε αν αξιοποιούσε τις πλούσιες ικανότητές του. Φυσικά, το άχρονο, τεχνητό και δίχως συντεταγμένες ή ταυτότητα περιβάλλον των καζίνο μοιάζει ο ιδανικός βιότοπος για μια ολότελα χαμένη ψυχή που πασχίζει να κρυφτεί από κάθε είδους ανθρώπινη επαφή και επικοινωνία.

Χωρίς παράθυρα και διόδους προς τον έξω κόσμο, χωρίς ρολόγια στους τοίχους ώστε ο χρόνος να κυλά σχεδόν κυκλικά και πένθιμα, με διακόσμηση υπνωτιστική και χωροταξία αυστηρά πατενταρισμένη, το καζίνο μετατρέπεται από την πρώτη κιόλας στιγμή σε σύμβολο μιας κοσμοθεωρίας που έχει διαρρήξει κάθε υπόνοια αναμέτρησης με το παρελθόν ή προσμονής για το μέλλον. Με άλλα λόγια, έχουμε να κάνουμε με ένα κόσμο ασυνεχή και παρενθετικό, αποκομμένο από τη ζωή και τη μνήμη, μονίμως κατειλημμένο από θαμώνες και όχι κατοίκους, ορμώμενους είτε από στυγνό οπορτουνισμό είτε από απατηλές ψευδαισθήσεις μεγαλείου.

Διόλου τυχαία, η χαρτοπαικτική μαεστρία του Γουίλιαμ Τελ πηγάζει από τον προσηλωμένο και αλάνθαστο υπολογισμό ενός μαθηματικού κλάσματος. Κάθε φορά που η «μάνα» μοιράζει, οι πιθανότητες διαμορφώνονται ανάλογα με τα χαρτιά που έχουν ήδη πέσει στην τσόχα. Η παρατηρητικότητα και η αποθήκευση της πληροφορίας οδηγούν αυτοματοποιημένα στην ελαχιστοποίηση του λάθους, στην αποφυγή του περιττού ρίσκου, στην επιτυχημένη πρόβλεψη των μελλοντικών κινήσεων. Όπως είναι ξεκάθαρο, ο συμβολισμός εκτείνεται σε πολλαπλά επίπεδα. Πρώτα απ’ όλα, έχουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο που ενώ παλεύει να ρίξει στη λήθη τις φρικτές του πράξεις, απομνημονεύει σχεδόν ρομποτικά μια διαδικασία που τον απομακρύνει από τη ζωή, που κάνει το μαρτύριο του χρόνου λίγο πιο υποφερτό.

Σε δεύτερο επίπεδο, οι επιλογές και οι πράξεις μας, όπως και οι αμέτρητες αιτίες και αφορμές που μας σπρώχνουν σε ένα συγκεκριμένο μονοπάτι, έρχονται σε αντιπαραβολή με τις απαράβατες πιθανότητες της τράπουλας: είναι αιωνίως καταδικασμένες να μείνουν απρόβλεπτες, ακανόνιστες, συγκεχυμένες, απλές μπίλιες στη ρουλέτα της τύχης, της μοίρας, της απουσίας νοήματος. Στο τραπέζι και στην παρτίδα της ζωής, δεν μπορείς να μετρήσεις τα φύλλα που έχουν μοιραστεί, ούτε τα φύλλα που σου απομένουν. Τρίτον, ο Σρέιντερ απενοχοποιημένα παραδέχεται τον σχεδόν ερωτικό του θαυμασμό για κάθε παράτολμο ποντάρισμα που ξεφεύγει από τους αντικειμενικούς νόμους και κανόνες, όπως φανερώνεται στην ξελιγωμένη αφήγηση του πρωταγωνιστή για έναν παίκτη του πόκερ που επιχείρησε κάποτε ένα άλμα πίστης δίχως αλεξίπτωτο.

Με βασικό όπλο την ερμηνεία του Όσκαρ Άιζακ (που κινείται ανάμεσα σε ημιτόνια και σουρντίνες, πλάθοντας έναν χαρακτήρα που έχει ταξιδέψει πέρα και από την απόγνωση), ο Σρέιντερ φτιάχνει ένα μικρό θαύμα από αποχρώσεις, σκιές και υπόνοιες, όπου σε κάθε μελετημένο κάδρο κρύβονται θραύσματα αυτοσαρκασμού, εξομολόγησης και ικεσίας. Βγαλμένο από τη μήτρα που γέννησε τον υπαρξιακό πεσιμισμό του αμερικάνικου σινεμά των 70s, το The Card Counter συνδέει τους κρυμμένους σκελετούς της πρόσφατης αμερικανικής ιστορίας (τα βασανιστήρια στο Άμπου Γκράιμπ) με τα διαχρονικά ταυτοτικά τραύματα (την αγιάτρευτη μοναξιά της αμερικανικής ιδιωτείας) και τον σύγχρονο αποπροσανατολισμό (τον ευτελισμό του American Dream). Ακόμη κι έτσι όμως, αυτός ο εγγενώς ανήθικος κόσμος περιστρέφεται γύρω από το ηθικό ζύγι του κάθε ανθρώπου ξεχωριστά. Ό,τι κι αν έχει μεσολαβήσει, όσο μόνοι και στερημένοι και να είμαστε από κάθε βοήθεια, παρηγοριά ή καθοδήγηση, τα σφάλματα που διαπράττουμε είναι ολόδικά μας και θα στοιβάζονται στους ώμους και στην καρδιά μας.

Ωστόσο, ενώ η συντριβή και η απελπισία είναι μια αυστηρά προσωπική υπόθεση, η εξιλέωση -έστω και ατελής- και η συγχώρεση απαιτούν πάντα ένα υποτυπώδες «μαζί» στο σύμπαν του Σρέιντερ. Σαράντα πέντε χρόνια αργότερα, ο Τράβις Μπικλ του σήμερα βρίσκει καταφύγιο όχι σε νοσηρές φαντασιώσεις μεγαλείου, αλλά στο πιο ταπεινό και υποτυπώδες άγγιγμα. Ο κόσμος μπορεί να έχει γίνει ακόμη πιο σκληρός, αλλά κι η ελπίδα είναι πλέον πιο ανθεκτική.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑