Personal Shopper

Σκηνοθεσία: Ολιβιέ Ασαγιάς

Παίζουν: Κρίστεν Στιούαρτ, Σιγκρίντ Μπουαζίζ, Λαρς Άιντινγκερ

Διάρκεια: 105’

Ο Ολιβιέ Ασαγιάς συνεργάζεται για δεύτερη φορά με την Κρίστεν Στιούαρτ, μετά το Clouds of Sils Maria (2014), σε μία ταινία που κέρδισε (εξ ημισείας με την υπέροχη Αποφοίτηση του Κριστιάν Μουντζίου) το Βραβείο Σκηνοθεσίας στο περασμένο Φεστιβάλ των Καννών, αλλά έμεινε στην ιστορία ως η ταινία που εισέπραξε τα πιο έντονα γιουχαρίσματα εδώ και χρόνια στην Κρουαζέτ. Το Personal Shopper συνιστά μία εξ ορισμού ακατάτακτη ταινία, όχι όμως επειδή καμία ταμπέλα δεν μπορεί να την χωρέσει, αλλά επειδή η ίδια αδυνατεί να βρει συνταγμένες, ταυτότητα και προσανατολισμό. Αρχικά, πορεύεται ως τεθλασμένη ταινία τρόμου που αμφισβητεί τις συμβάσεις του είδους. Στη συνέχεια, αυτοπροσδιορίζεται ως ψυχολογικό θρίλερ οριακών καταστάσεων και επώδυνης αυτογνωσίας. Στο τέλος, εξαϋλώνεται σε έναν ακανόνιστο και σαρδανάπαλο αχταρμά, που αδυνατεί να αξιοποιήσει τα όποια θέλγητρά του.

Το Personal Shopper, πράγματι, καταλήγει να βγαίνει άοπλο και αφελές στο πεδίο της μάχης, αλλά εκ πρώτης όψεως δείχνει να διαθέτει πολλά αξιόλογα και φανταχτερά εξαρτήματα, σε πολλά μάλιστα επίπεδα. Από τη στιβαρή παρουσία της Στιούαρτ, η οποία ανταποκρίνεται, και μάλιστα αρκετά εντυπωσιακά, σε κάθε λειψή διακλάδωση της ταινίας, μέχρι την αρτιστίκ αφηγηματική δεινότητα του Ασαγιάς, που είναι διαχρονικά ικανός να γοητεύσει (έστω και εξαπατώντας), σε στιγμές που δεν κουνιέται φύλλο.

Από την εναρκτήρια υπόσχεση μίας σαγηνευτικής παρέκκλισης μέχρι την οξυδερκή υπόνοια (που δεν μετατρέπεται ποτέ σε εύγλωττη άρθρωση ή υπαινικτική σκέψη) ότι όλα τα δαιμόνια -εσωτερικά και εξωτερικά, καινά και αραχνιασμένα, λυτρωτικά και εκδικητικά- ξεκινούν από τη διαθεσιμότητα ημών των ιδίων. Εν ολίγοις, αν ενεργοποιήσεις τους κατάλληλους υποδοχείς, όλο και κάποιο σκοτάδι θα ταιριάξει. Είτε πρόκειται για κάποιο αθεράπευτο τραύμα του παρελθόντος είτε πρόκειται για τον ανίκητο τρόμο του άγνωστου μέλλοντος. Ο φόβος, πολλές φορές, δεν συνιστά μία εσωτερική αδυναμία, αλλά μία ύπουλη μύχια ανάγκη.

Δυστυχώς, όμως, ο Ασαγιάς πέφτει στην ολέθρια παγίδα του να πιστέψει ότι η δική του σκηνοθετική – σεναριακή παγίδα ήταν καλοστημένη και επαρκώς παραπλανητική. Στην πραγματικότητα, η ενέδρα που διατείνεται πως μας έστησε ήταν κάτι παραπάνω από έκθετη: ήταν μαρτυριάρα. Διότι βροντοφωνάζει μία απροκάλυπτη ανάγκη κατάστρωσης ενός δικτύου συμβολισμών και αμφισημιών, που μοιάζει όμως με φτηνή ταχυδακτυλουργία και όχι με αυθεντική μαγεία. Διότι φανερώνει μία σύγχυση που τραβολογά την ταινία ανάμεσα σε είδη, πατέντες, στυλ, πλαίσια και τονικότητες, χωρίς να της δίνει λίγο χρόνο να ξαποστάσει και να βρει αληθινό (και όχι τεχνητό) ρυθμό. Διότι, τέλος, προδίδει ότι λησμονήθηκε ο βασικός πυλώνας του αξιώματος “Show, not tell”: για να καμουφλάρεις περίτεχνα και σαγηνευτικά αυτό που (δεν) πρόκειται να λεχθεί, πρέπει -αρχικά και πρωτίστως- να είσαι απολύτως βέβαιος ότι έχεις όντως κάτι αξιόλογο να πεις.

Το Personal Shopper, λοιπόν, εγκλωβίζεται και ναυαγεί όχι εξαιτίας κάποιας ματαίωσης καλών προθέσεων ή επιμέρους αστοχιών, αλλά με παντελώς δική του υπαιτιότητα. Με τελικό αποτέλεσμα αντί να φανεί βραδυφλεγές, διφορούμενο, υπαινικτικά ερεβώδες, χιουμοριστικά χαώδες και ευφάνταστα απειλητικό, να ακροβατεί ανάμεσα στην κακοσχεδιασμένη φάρσα και την κατά φαντασίαν πρωτοτυπία. Με μοναδικό κρίμα σε όλη την ιστορία το στράφι με το οποίο περιβάλλεται η στιβαρή κι ολόψυχη παρουσιά της Στιούαρτ, η οποία επιπλέει σε όποια νερά κι αν την βυθίσει ο Ασαγιάς. Ως μέντιουμ που φλερτάρει και συνδιαλέγεται με το επέκεινα. Καθώς την βλέπουμε να οδηγεί βέσπα σε πολύβουους δρόμους, σε μία εικονογραφία ανάμεσα σε Νάνι Μορέτι και νουβέλ βαγκ απομίμηση.

Ως αυθόρμητο αγοροκόριτσο και νόθα σταχτοπούτα των καιρών μας, που αλλάζει δέρμα και ψυχή, μαζί με τα ρούχα. Ως μπερδεμένη κι ορφανή ύπαρξη που ψάχνει και ψάχνεται, γιατί δεν μπορεί να συμφιλιωθεί ούτε με τη ζωή ούτε με τον θάνατο. Σε όλα τα καλούπια που την πετά ο Ασαγιάς, η Στιούαρτ ελίσσεται και μεταμορφώνεται με άνεση, προσπαθώντας να δώσει υπόσταση σε ένα χαρακτήρα τόσο χειροπιαστό όσο ο κοπανιστός αέρας. Όσοι βλέπετε στο πρόσωπό της ακόμη την Μπέλα του Twilight, ετοιμαστείτε για πολλές εκπλήξεις, εκτός κι αν η Κρίστεν κάνει το λάθος να αυτό-περιχαρακωθεί στην περσόνα του μαγκιόρικου boygirl. Αλλά δεν το πιστεύουμε.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑