Correspondence (La Corrispondenza)

Σκηνοθεσία: Τζουζέπε Τορνατόρε

Παίζουν: Τζέρεμι Άιρονς, Όλγκα Κουριλένκο

Διάρκεια: 116’

Μεταφρασμένος τίτλος: “Θα σε περιμένω για πάντα”

Μετά από κάθε θάνατο, ακούγονται μπόλικες στερεότυπες κουβέντες, σε μία μίξη γνήσιου εξορκισμού της θλίψης και τυποποιημένης κοινωνικής υποχρέωσης. Μία από αυτές υποστηρίζει ότι ο εκλιπών «θα συνεχίσει να ζει μέσα από την μνήμη μας». Στη νέα ταινία του Τζουζέπε Τορνατόρε (σκηνοθέτη του νοσταλγικού Σινεμά ο Παράδεισος, του -αξέχαστου ελέω Μόνικα Μπελούτσι- Μαλένα και του προ τριετίας Το τέλειο χτύπημα, που λειτούργησε ως δυναμικό come back μετά από χρόνια σχετικής αφάνειας) ο εκλιπών πράγματι κατορθώνει να ζει και μετά το φευγιό του (μην ανησυχείτε, δεν είναι σπόιλερ). Όχι όμως επειδή τον θυμούνται αυθορμήτως, αλλά επειδή είχε φροντίσει να τον θυμούνται, μέσα από ένα εξωφρενικά ενορχηστρωμένο σχέδιο.

La Corrispondenza 4

Για να γίνουμε λίγο πιο συγκεκριμένοι, ένας καθηγητής αστροφυσικής (Τζέρεμι Άιρονς) γνωρίζει ότι το καντήλι του όπου να ‘ναι σβήνει και στήνει ένα αδιανόητο δίκτυο μεταθανάτιας επικοινωνίας. Λίγο πριν τον θάνατό του, ετοιμάζει αμέτρητα μηνύματα, ηλεκτρονικά και χειρόγραφα, καθώς και δέματα, τα οποία θα παραδίδονται σταδιακά στον -εξωσυζυγικό και κατά πολύ νεότερο- έρωτα της ζωής του (Όλγκα Κουριλένκο). Ο Άιρονς, με τη γνωστή γαλαντόμο και στιβαρή φωνή, περισσότερο συμμετέχει ως απών βιντεοσκοπημένος -ή και αόρατος- αφηγητής παρά ως δρώντας πρωταγωνιστής, φέρνοντας αμυδρά κατά νου τον ρόλο του στο υπέροχο Moonlighting (1982) του Γέρζι Σκολιμόφσκι (εκεί, βέβαια, ισορροπεί θαυμαστά μεταξύ λαλίστατης απουσίας και σιωπηλής παρουσίας, σε ένα έξοχο εύρημα). O έρωτας στα χρόνια της τεχνολογίας, λοιπόν, με το i-phone και το laptop της Κουριλένκο να κρατούν στην ουσία τους συμπληρωματικούς ρόλους, μετά το βασικό πρωταγωνιστικό δίδυμο.

La Corrispondenza

Αφότου (και αν) προσπεράσουμε το πρώτο κύμα απορίας και σύγχυσης από τα όσα αλλόκοτα αντικρίζουμε στην οθόνη, ενδέχεται να αναρωτηθούμε το εξής: πόσο διαφορετική είναι αλήθεια η σχέση του ζευγαριού μετά τον θάνατο σε σχέση με πριν; Ο Τορνατόρε, έχοντας παγιδεύσει τους δύο ήρωές του εντός μίας κατάστασης όπου η εικόνα έχει υπερκεράσει τη δια ζώσης επαφή, τόσο από άποψη συχνότητας όσο και από άποψη αναγκαιότητας, αφήνει ένα ειρωνικό σχόλιο για τον new age έρωτα. Κι όσο προχωρά το στόρι κι αρχίζεις να το καλοσκέφτεσαι, διαπιστώνεις πως ο θάνατος λειτουργεί μάλλον ως εξύψωση παρά ως βάραθρο για αυτή την επαφή.

Από παράνομη την καθιστά υπερβατική. Από εν κρυπτώ, την καθιστά φανερή. Ο Τορνατόρε, ως κατά συρροήν «συναισθηματικόφρων», ποντάρει όλες του τις μάρκες στο ύψιστο Ρομαντισμό. Ο έρωτας, μοιάζει να λέει, είναι πιο δυνατός από τον θάνατο. Τον προσπερνά, τον κάνει μια χαψιά, τον αγνοεί. Ο έρωτας, υπονοεί ξεκάθαρα σε ένα ρομαντικό ντελίριο, είναι σαν τα αστέρια, τουλάχιστον σε αυτή την ιστορία. Όπως κι αυτά, λάμπει μέσα από τον θάνατο, στον οποίο χρωστά το εκτυφλωτικό του φως.

La Corrispondenza 3

Το Θα σε περιμένω για πάντα απαιτεί ένα άλμα πίστης, ανάλογο με αυτό στο οποίο καλείται να προβεί και η πρωταγωνίστριά του. Ο Τορνατόρε φέρεται στην Κουριλένκο, τρόπον τινά, άδικα και σκληρά. Έχοντας τυλίξει τον Άιρονς στο προστατευτικό κουκούλι ενός αβανταδόρικου αλλά ταυτόχρονα υποτυπώδους, ερμηνευτικά μιλώντας, ρόλου, αναγκάζει την πρωταγωνίστριά του να ξεχειλωθεί πέρα από τις δυνάμεις της. Εξ ορισμού και εκ των πραγμάτων χωρίς καμία ελπίδα αλληλεπίδρασης («χημείας», που λέγαμε κάποτε) με τον “απόντα” συμπρωταγωνιστή της και με αντίρροπες δυνάμεις ένα φορτωμένο με χίλιες μύριες απιθανότητες σενάριο και μία δομή χαρακτήρα βουτηγμένη στην υπερβολή, την αναγκάζει να κινηθεί σε ένα δυσβάσταχτο άξονα που περιλαμβάνει περίπου τα πάντα. Τη σχεδόν μεταφυσική πίστη, τη θλίψη που δεν έχει καν τον χρόνο και τον χώρο να γίνει βαθιά, τον αχαλίνωτο αποπροσανατολισμό, τη γαϊδουρινή επιμονή του σκοπού, τη δύσβατη διαδρομή του μοναχικού φορέα δραματουργικής κίνησης. Και την εξαναγκάζει, εύλογα, σε μία χαώδη σύγχυση.

La Corrispondenza 6

Το ότι ο Τορνατόρε χάνει την ευκαιρία να αφήσει ένα πιο μελανό σχόλιο, είναι συγχωρήσιμο, παρά το πρόσφορο έδαφος που ξανοίγεται μπροστά του. Αυτή η ακατάσχετη εκροή αγάπης του αποθανόντος μήπως δεν είναι και τόσο ρομαντική σε τελική ανάλυση; Μήπως αποπνέει περισσότερο την αίσθηση κάποιου που δεν είναι διόλου συμφιλιωμένος με τον χαμό του και επιζητεί μία κούφια αθανασία; Μήπως είναι μία απόπειρα αιχμαλωσίας μίας (ούτως ή άλλως out of his league) συντρόφου που θα στερηθεί μέχρι και το δικαίωμα πένθους; Ο Τορνατόρε έχει κάθε δικαίωμα να αγνοήσει όλα τα παραπάνω και να μείνει προσηλωμένος στο ρομαντικό του ιδεώδες. Αυτό, όμως, που δύσκολα συγχωρείται (τουλάχιστον in my book) είναι το αδιανόητο υπέρβαρο. Σε μία ιστορία, όπου ο Έρωτας καλείται να πετάξει στη στρατόσφαιρα, είναι απαραίτητο να αφήσει οτιδήποτε περιττό στο έδαφος.

La Corrispondenza 5

Αντ’ αυτού, ο Τορνατόρε του φέρεται σαν υποζύγιο εκστρατείας. Και τον φορτώνει με αμέτρητα βαρίδια. Με πρόχειρα μαθήματα αστροφυσικής και κοσμολογίας για αρχάριους. Με πομπώδεις διαλόγους και περιττά λόγια. Με τις, στα όρια της θυμηδίας, προσφωνήσεις «μάγος» και «καμικάζι» που ανταλλάσσουν οι δύο ερωτευμένοι. (Ακολουθεί η άχρηστη πληροφορία της ημέρας:  είναι λανθασμένη η χρήση της λέξης «καμικάζι» στον ενικό, καθότι πρόκειται για πληθυντικό. Ο ενικός είναι «καμικά». Λήξη άχρηστης πληροφόρησης.)

Με ένα ερωτικό πάθος που το βλέπεις υποτίθεται να ξεχειλίζει, ενώ στη λεκάνη υπάρχουν μόνο λίγες σταγόνες. Με ένα παντελώς άστοχο subplot οικογενειακών μυστικών και (ο θεός να την κάνει) λύτρωσης. Με μία εκ του προχείρου συνοδευτική παρέλαση χαρακτήρων. Το άλμα πίστης σε μία έννοια υπέρτερη είναι μεγαλειώδες μόνο όταν παραδίδεται σε μία σοκαριστική απλότητα. Ένα βηματάκι στο γυμνό κενό αρκεί, δεν χρειάζεται άλμα τριπλούν μέσα στους αιθέρες. 




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑