Alladin

Σκηνοθεσία: Γκάι Ρίτσι

Ηθοποιοί: Γουίλ Σμιθ, Μένα Μασούντ

Διάρκεια: 130′

Έχοντας εισπράξει πολλά και ως επί το πλείστων απογοητευτικά σχόλια, αλλά και έχοντας πυροδοτήσει ιδιαίτερα αρνητικό αντίκτυπο, κυρίως μετά τη θέαση του πρώτου επίσημου τρέιλερ, η είσοδος στην αίθουσα για την παρακολούθηση του Αλαντίν, της πολυαναμενόμενης live action απόδοσης του υπερεπιτυχημένου animation της δεκαετίας του ενενήντα είναι τουλάχιστον μουδιασμένη, με τις προσδοκίες να έχουν πέσει χαμηλά. Κάτι που πολλές φορές ενεργεί ευεργετικά, τόσο για το ίδιο του δημιούργημα, όσο και για την θέαση και τη διασκέδαση που δυνητικά θα προσφέρει.

Μετά το τέλος, λοιπόν, της δίωρης οπτικοακουστικής εξτραβαγκάντσας δια χειρός Γκάι Ρίτσι (Δύο Καπνισμένες Κάννες, Σέρλοκ Χόλμς) καταλήγεις και πάλι να αναρωτιέσαι για την επιτυχία ή όχι του εγχειρήματος, για την εκμεταλλευτική ισχύ της νοσταλγίας και για την αναγκαιότητα τέτοιων διασκευών, αλλά όχι από την οπτική σκοπιά που θα περίμενες και δίχως να συγκεντρώνεις τελικά τις αντιρρήσεις σου στα στοιχεία που νόμιζες.

Και αυτό γιατί ο βασικός πρωταγωνιστής της ταινίας (την υπόθεση της οποίας μάλλον είναι περιττό να συνοψίσει κανείς), ο Γουίλ Σμίθ στο ρόλο του Τζίνι είναι μάλλον ό,τι καλύτερο έχει να επιδείξει ο κλασικός φρενήρης ρυθμός και η αποσπασματική κινηματογράφηση του φιλμ του Βρετανού δημιουργού. Πληθωρικός και εξωστρεφής, καταφέρνει να γεμίσει ουσιαστικά την οθόνη, χωρίς ταυτόχρονα να προσπαθήσει (το αποφεύγει με διακριτική επιμέλεια) να μπει στα τεράστια παπούτσια του καθολικά αγαπημένου Ρόμπιν Γουίλιαμς που δίδαξε voice acting δίνοντας πνοή στο γαλάζιο ήρωα 27 χρόνια πριν.

Εκπλήσσοντας ευχάριστα αποτελεί το κέντρο της κινηματογραφικής προσοχής, παραθέτοντας παράλληλα στοιχεία ρόλων και συμπεριφορών που τον έχουν κάνει παγκόσμια αγαπητό (σε στιγμές μοιάζει πραγματικά με έναν πενηντάρη Πρίγκιπα του Μπελ Ερ) συνιστώντας αδιαμφισβήτητα τον πυρήνα του φιλμ. Από εκεί και πέρα, δυστυχώς, οι αστοχίες γίνονται όλο και περισσότερο εμφανείς.

Το miscast σε κάποιους καίριους χαρακτήρες (με αποκορύφωμα τον Μάργουαν Κενζάρι στο ρόλο του Τζαφάρ) είναι ξεκάθαρο, τα σκηνικά μερικές φορές μοιάζουν πιο ψεύτικα και από αυτά θεματικού πάρκου, το στόρι παρουσιάζεται εμφανώς ξεχειλωμένο για να μπορέσει να υποστηρίξει κάποιες ενέσεις νεωτερισμού (συνοδευμένες από την απαραίτητη κοινωνική ορθότητα της εποχής), ενώ η γενικότερη αίσθηση που αναδύεται είναι αυτή ενός πλαστού και στρεβλωμένου orientalism, με αποκορύφωμα την ξεκάθαρη αναφορά στο Μπόλυγουντ και την ινδική αισθητική σε μια ταινία που αποτελεί το πιο γνωστό περσικό (!) παραμύθι της ιστορίας. Ακολουθώντας λοιπόν κλασικές δυτικότροπες (ή, ακόμη καλύτερα, χολιγουντιανές) αντιλήψεις γύρω από πολιτισμούς πολύ μακριά από τον δικό τους, η παραγωγή αποφάσισε να αναμείξει κουλτούρες κατά το δοκούν, ποντάροντας κυρίως στον εντυπωσιασμό, αλλά ίσως και στη δεξαμενή κοινού από την οποία προσδοκά να κόψει περισσότερα εισιτήρια.

Χωρίς τελικά να καταδικάζει ολοκληρωτικά το εγχείρημα, αλλά δίχως, ωστόσο, να το κατατάσσει και ως μια από τις πιο πετυχημένες live action διασκευές, αυτό το μικρό κείμενο θα κλείσει με μια σκέψη, έναν μικρό προβληματισμό. Είναι ξεκάθαρο ότι τα στούντιο, αφουγκραζόμενα τον παλμό της εποχής, έχουν στρέψει ορθά την προσοχή και την ευαισθησία τους προς ζητήματα χειραφέτησης, ισότητας και γυναικείας ενδυνάμωσης, αφήνοντας πίσω τους πατριαρχικά πρότυπα χαρακτήρων ή μονοδιάστατες δεσποσύνες σε κίνδυνο που περιμένουν το κυρίαρχο αρσενικό για να τους σώσει από δεινά στα οποία άλλα αρσενικά τις έχουν υποβάλλει.

Κάτι τέτοιο γίνεται αμέσως κατανοητό και τον νέο Αλαντίν, παρουσιάζοντας μια πριγκίπισσα Γιασμίν ως έναν ολοκληρωμένο χαρακτήρα, με δυναμισμό, πυγμή και επαναστατικό πνεύμα (σχεδόν όλες οι έξτρα σκηνές αλλά και τα καινούρια τραγούδια του σπουδαίου Άλαν Μένκεν περιστρέφονται γύρω απ αυτήν). Χωρίς βεβαίως να διαφωνεί κανείς με αυτό που επιτέλους συμβαίνει, ας αναλογιστεί όμως γιατί αυτό δεν υιοθετείται σε σχέση και με άλλα ζητήματα κοινωνικής ή και πολιτικής ευαισθησίας. Προφανέστατα δεν τίθεται θέμα ανταγωνισμού ή ιεράρχησης των προτεραιοτήτων, ας μην περνά κάτι τέτοιο από το μυαλό.

Η προσπάθεια μοιάζει εξαιρετική, περιορίζοντας ή και εξαφανίζοντας αντιλήψεις αναχρονιστικές, ντροπιαστικές, προσβλητικές. Από την άλλη, όμως, με ποια κριτήρια αποδέχεται κανείς ως φυσιολογικό ότι τελικά η Γιασμίν μπορεί να πάρει την απόφαση να επαναστατήσει (“να μην σωπάσει” όπως λέει και το αντίστοιχο συνταρακτικό νέο τραγούδι) απέναντι στον καταπιεστικό ρόλο που της έχει επιβληθεί σε ένα παραμύθι του 8ου αιώνα περίπου, αλλά από κανέναν και για κανέναν λόγο να μην αμφισβητείται ο ρόλος της ως μονάρχη (δυναμική πριγκίπισσα μεν, παρόλα αυτά πριγκίπισσα δε), δηλαδή ως τυράννου; Για ποιον λόγο τελικά καταδικάζεται μονοδιάστατα (αν και, βεβαίως, πολύ σωστά) η ανδρική καταπίεση, η παρενόχληση ή κακοποίηση, αλλά θεωρείται φυσιολογικότατη η βασιλεία, η ταξική διαφορά, η εκμετάλλευση και ο πλουτισμός σε βάρος του αδύναμου;

Όσο εξωφρενική μπορεί να φανεί η χειραφέτηση μιας γυναίκας στην Περσία του 8ου αιώνα (δυστυχώς ακόμη και στο Ιράν του σήμερα) άλλο τόσο εξωφρενική μπορεί να φανεί και μια δημοκρατία στο ίδιο ιστορικό και κοινωνικό πλαίσιο. Γιατί λοιπόν αυτού του είδους η μονομερής ευαισθησία; Ίσως τελικά να είναι αυτό που καθιστά την (επαναλαμβάνω, σωστότατη) ανάπτυξη του χαρακτήρα της πανέμορφης Γιασμίν, μια κίνηση εντυπωσιασμού χωρίς ουσία. Ένα μαρκετίστικο τρικ που όπως τώρα είναι της μόδας, έτσι αύριο μπορεί και να φύγει από αυτήν. Μια τελικά άνευ ουσιαστικής κριτικής απόδοση της πραγματικότητας, με όρους θολών mainstream social statements.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑