Αλ Πατσίνο: Από το “Scarface” στο “Carlito’s Way”

-“Me, I want what’s coming to me.” 

-“What’s coming to you?” 

-“The world, Chico, and everything in it.”

Tony Montana

Scarface (1983), by Brian De Palma

Το 1983, δεν ήταν ακριβώς αναμενόμενο για μια ακριβή χολιγουντιανή παραγωγή να έχει ως κεντρικό χαρακτήρα ένα μεγαλοβαρόνο κοκαϊνης, ο οποίος μάλιστα να είναι και μετανάστης Λατινοαμερικάνικης καταγωγής. Το 1983, ο κινηματογράφος, αλλά και η μαζική ποπ κουλτούρα, συγκρούστηκαν με το ωστικό κύμα που άκουγε στο όνομα Τόνι Μοντάνα κι έμελλε να καταστεί καθολικό σημείο αναφοράς.

Όχι μόνο στο σύμπαν των κινηματογραφικών villains ή των drug movies, αλλά γενικότερα στον κόσμο των αυτοκαταστροφικών ηρώων που θέλουν να στριμώξουν όλον τον ωκεανό σε ένα μπουκάλι και να τον πιουν μονορούφι. Μόνο που ο Τόνι Μοντάνα, αλλά και όλοι οι όμοιοί του, επιζητούν μονάχα φαινομενικά τον θρόνο και τα σκήπτρα. Αυτό που κατά βάθος λαχταρούν είναι ένας λυτρωτικός χαμός, ο οποίος θα τους προσφέρει μια ικμάδα ψυχής.

Μια επαναληπτική θέαση του Scarface στη σημερινή εποχή ίσως εγείρει επιφυλάξεις και ενστάσεις για τη μυθική ερμηνεία του Αλ Πατσίνο. Τα αισθητικά κριτήρια του σινεφίλ κοινού έχουν μετατοπιστεί προς τις πιο χαμηλόφωνες εντάσεις, προς μια πιο υπόκωφη αποτύπωση της ηθικής αμφισημίας. Ως αποτέλεσμα, το πεισιθάνατο ντελίριο του Τόνι Μοντάνα ενδέχεται να μοιάζει λίγο παρωχημένο ή κάπως επιδειξιμανές στα μάτια του σύγχρονου θεατή. Ο Τόνι Μοντάνα είναι εμποτισμένος με μια ειλικρινή και ολοκληρωτική αμετροέπεια, η οποία δεν είναι ακριβώς επιλογή, αλλά αποτελεί εξαρχής μονόδρομο.

Ο Τόνι Μοντάνα δεν διαθέτει άλλο όπλο στη φαρέτρα του, παρά την ισοπεδωτική μόστρα του εαυτού του. Εφορμά για να κατακτήσει τον κόσμο στήνοντας μια πασαρέλα φόβου, σεβασμού και δέους, στην οποία κορδώνεται και βολτάρει ασταμάτητα, οιστριονικά, διαβολεμένα. Δεν υποπίπτει στην ύβρι και την αλαζονεία ως συνέπεια της δόξας και της χλιδής, αντιθέτως η αλαζονεία και η ύβρις είναι τα αρχικά του εφόδια σε αυτή την άγρια κατηφόρα της αυτοκαταστροφής.

Ο Τόνι Μοντάνα δεν αγαπά, αλλά ούτε και ποθεί ακριβώς. Είναι αναγκασμένος από την ίδια του τη φύση να αρπάζει και να κατέχει. Είναι υποχρέωσή του να αποκτήσει ως έπαθλο και λάφυρο την Ελβίρα (Μισέλ Φάιφερ), αλλά καμία σπίθα δεν θα ανάψει ποτέ μεταξύ τους. Η αληθινή του κάψα παίρνει τη μορφή μιας μονίμως καταπιεσμένης αιμομικτικής επιθυμίας προς την αδερφή του, η οποία όμως εκφράζεται ως ανάσχεση των υπόλοιπων μνηστήρων. Ένα πάθος ετεροκαθοριζόμενο και αδιάκοπα ημιτελές.

Λίγο πριν το φινάλε, ο Τόνι Μοντάνα, θλιμμένος και αποκαμωμένος από αυτό τον συνεχή αγώνα εξαϋλωσης, είναι έτοιμος για μια τελευταία μάταιη γυροβολιά. Ο Πατσίνο κατρακυλά οκτάβες με αδιανόητη ευκολία και από την κραυγή τρέλας μεταπηδά στον ανεπαίσθητο ψίθυρο. Κι ολότελα συμβιβασμένος με την τραγική του μοίρα, βουτά στο βουνό της άσπρης σκόνης που έχει συσσωρεύσει μπροστά του, σύμβολο του απατηλού και του θνητού, θαρρείς και θέλει να καταπιεί την ίδια τη ζωή από τη μύτη. Ο Τόνι Μοντάνα έχει πλέον θέσει τις βάσεις για να σκοτώσει τους δαίμονές του και να ξαναβαφτιστεί δέκα χρόνια αργότερα…

Somebody’s pullin’ me close to the ground.

I can sense, but I can’t see.

I ain’t panicked, I been here before.”

Carlito Brigante

Carlito’s Way (1993), by Brian De Palma

Μια δεκαετία μετά τον Σημαδεμένο, οι δρόμοι των Μπράιαν Ντε Πάλμα και Αλ Πατσίνο διασταυρώνονται ξανά. Το Carlito’s Way μοιάζει με οριστικό αποχαιρετισμό στα όπλα μιας εποχής αχαλίνωτης, αλλά πιστής απέναντι στο καταστατικό της. Αυτό το φιλμικό ρέκβιεμ απλώνεται, όπως και το Scarface, σε ένα καμβά μεγάλων διαστάσεων, που δεν προσπαθεί όμως αποτυπώσει ένα bigger than life κρεσέντο, αλλά να συμπυκνώσει το καταστάλαγμα σοφίας μιας ζωής εκτός ορίων. Και λαμβάνει τη μορφή ενός ενδοσκοπικού απολογισμού, ενός αναπολογητικού χαμόγελου πικρίας για νεανικές αμαρτίες που παιδεύουσι μετανοημένους μεσήλικες.

Ο Καρλίτο Μπριγκάντε μας πρωτοσυστήνεται σε μια ακροαματική διαδικασία που θα τον απαλλάξει από μια ποινή κάθειρξης 30 ετών, μετά από μόλις πέντε χρόνια στη φυλακή, χάρη σε ένα δικονομικό αστερίσκο που έχει αξιοποίησει ο αμοραλιστής και γλοιώδης δικηγόρος του (τον υποδύεται υποδειγματικά ο Σον Πεν, ο οποίος διαθέτει και μια εξωφρενική κόμμωση στην ταινία). Εκ πρώτης όψεως, ο Καρλίτο δείχνει να κινείται στα μονοπάτια του Τόνι Μοντάνα, όντας απλώς μια ολίγον πιο «ώριμη» εκδοχή του: ένας φιγουρατζής καθ’ έξη εγκληματίας, που νιώθει άτρωτος και κομπάζει στα μούτρα ενός κόσμου που νιώθει ότι του ανήκει. Κι όμως, η παλλινόστησή του στους δρόμους και τις γειτονιές όπου έκοβε κι έραβε στα glory days του, μας αποκαλύπτει ένα άλλο πρόσωπο.

Ο Πατσίνο αποπνέει μια διαρκή λύπη, μια ασίγαστη πίκρα, μέσα από το συνεχώς τρεμάμενο βλέμμα του, τον σκυφτό του σβέρκο, τις κοφτές του ανάσες, την ανήσυχη στάση σώματος. Οδηγός της πλοκής είναι το μελαγχολικό του voice over που ανατρέχει στις σκέψεις, τα διλήμματα, τις αποφάσεις του, και καλύπτει το αβέβαιο παρόν με ένα πέπλο ασήκωτου παρελθόντος. Ο Καρλίτο είναι λίγο πιο καλός απ’ όσο φανερώνουν οι πράξεις του και λίγο πιο κακός απ’ όσο μαρτυρούν οι προθέσεις του.

Είναι, πάνω απ’ όλα, συμφιλιωμένος με τα όσα έπραξε, χωρίς να μετανιώνει γλυκανάλατα ή ενοχικά, όντας παράλληλα αποφασισμένος να δώσει μια εξ ορισμού άνιση μάχη απέναντι στην αναπόδραστη μοίρα του. Όσο κι αν πασχίσει να ξεφύγει, όσο κι αν μονολογεί ότι νιώθει πλέον ξένος προς το όλο σκηνικό στο οποίο κάποτε μεγαλουργούσε, η θηλιά παραείναι σφιχτή κι έχει άπειρους κόμπους.

Η Νέμεσις του Καρλίτο παίρνει σάρκα και οστά στα πρόσωπα του χυδαίου δικηγόρου του και του κακομαθημένου new kid on the block που νομίζει πως έχει τον κόσμο στα πόδια του (ο Μπένι Μπλάνκο από το Μπρονξ, που τον υποδύεται ο Τζον Λεγκιζάμο), αλλά επί της ουσίας φωλιάζει στον ίδιο τον Καρλίτο. Ο χαρακτήρας του ανθρώπου είναι ο δαίμονάς του, όπως έλεγε ο Ηράκλειτος, και ο Καρλίτο, όσο κι αν θέλει να αλλάξει σελίδα, δεν μπορεί παρά να μείνει πιστός στον κώδικα τιμής που δεν του επιτρέπει να αφήσει μια χάρη χωρίς ανταπόδοση.

Αυτή η εμμονή της ακεραιότητας είναι που θα θέσει σε κίνηση τους μηχανισμούς του αναπόδραστου ριζικού. Ενός ριζικού που θα ολοκληρωθεί ακριβώς τη στιγμή που ο πλανεμένος (ή και όχι τόσο πλανεμένος εν τέλει, αφού κατά βάθος γνωρίζει την επώδυνη μοίρα του, αλλά βαδίζει με άλματα προς αυτή) ήρωας γουρλώνει τα μάτια του μπροστά στην αναπάντεχη, αλλά τόσο φευγαλέα, θέα του παραδείσου. Οι σφαίρες του Μπένι Μπλάνκο, ο οποίος λειτουργεί ως ανάσυρση του παρελθόντος του Καρλίτο, απλώς θα επικυρώσουν αυτό που ψυχανεμιζόμασταν ήδη: ο ήρωάς μας ήταν ήδη προ πολλού νεκρός.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑