When They See Us

Σκηνοθεσία: Έιβα ΝτουΒερνέ

Παίζουν: Ασάντε Μπλακ, Τζαρέλ Τζερόμ, Καλίλ Χάρις, Τζόβαν Αντίπο, Ίθαν Χέρις, Τζον Λεγκιζάμο, Μαρκίς Ροντρίγκεζ

Επεισόδια: 4

Μπορεί κανείς να εντοπίσει ακριβώς τη στιγμή που συντελείται η απώλεια της αθωότητας; Συμβαίνει αυτοστιγμεί ή σταδιακά; Είναι ξαφνική και απότομη σαν ριπή όπλου ή είναι αργή και βασανιστική, σαν ένα παιχνίδι φθοράς και εξάντλησης; Και το βασικότερο όλων: πόσο διαρκεί; Για πόσο καιρό κουβαλάς μαζί σου αυτό τον ακρωτηριασμό;

Αν έπρεπε να κατονομάσουμε τη βασικότερη αρετή του When They See Us, αυτή θα συνοψίζονταν στη θαυμαστή οικονομία. Στη ζουμερή συμπύκνωση όλων όσων πρέπει να γνωρίζουμε σε λιγοστά περιεκτικά πλάνα, σε δωρικές απλές κουβέντες, σε λίγα μόνο λεπτά της ώρας.

Δεν χρειάζονται αναλυτικές περιγραφές, αχρείαστες πληροφορίες, φλύαρες αναδρομές. Από την πρώτη στιγμή, συναισθανόμαστε το ανείπωτο βάρος, το υπόγειο άγχος, την προσμονή της καταστροφής. Η Έιβα ΝτουΒερνέ αποτυπώνει στην εντέλεια, καί δίχως φιοριτούρες, την κανονικότητα, τη φυσική ροή, την ηρεμία της ζωής των πέντε παιδιών που έμελλε να μείνουν γνωστοί με το προσωνύμιοThe Central Park Five.

Κουβέντες χαζολογήματος στην κουζίνα με τον μπαμπά σου για το μπέιζμπολ και τους NY Yankees. Εντυπώσεις από το σχολείο, ακανόνιστα μεγαλεπήβολα πλάνα για το μέλλον, προσπάθεια να φανείς σπουδαίος στη μεγαλύτερη αδερφή. Ανυπομονησία για ραντεβού και ατάκες εφηβικής αυτοπεποίθησης με τους κολλητούς. Ο πειρασμός να παρατήσεις αιφνιδίως το κορίτσι γιατί οι φίλοι θα μαζευτούν όλοι μαζί σε μια φάση που φαίνεται (άνευ προφανούς λόγου) πολλά υποσχόμενη.

Το When They See Us δεν εξιστορεί απλώς γεγονότα με τη μορφή ημερολογίου, δεν εξιχνιάζει εκ νέου μια ήδη πασίγνωστη υπόθεση στρέβλωσης της δικαιοσύνης, δεν απευθύνει κάποιο γενικό και αόριστο κατηγορητήριο πατώντας σε μια ιστορία που σε κάνει να θες να φας τα λύσσακά σου από την εξόφθαλμη και εξωφρενική αδικία.

Ως εκ τούτου, δεν εμπίπτει σε καμία σαφώς προσδιορισμένη κατηγορία. Δεν είναι ακριβώς biopic που αναπλάθει μια εποχή, ούτε κινείται στα μονοπάτια του αστυνομικού θρίλερ. Δεν είναι δικαστικό δράμα που ποντάρει στο procedural σκέλος, ούτε εξαντλεί τη δυναμική του σε ένα τετριμμένα βίαιο prison movie. Αυτό που προσπαθεί, σε απόλυτη σύμπνοια με τον τίτλο του, είναι να κοιτάξει πίσω από την κουρτίνα μιας εξοργιστική πλεκτάνη ενοχοποίησης πέντε αθώων, να δει αυτούς τους ανθρώπους και την ιστορία που κουβαλά ο καθένας τους.

Χωρισμένη επιμελώς και γεωμετρικά σε τέσσερα κεφάλαια, η σειρά της ΝτουΒερνέ σε φέρνει αντιμέτωπο με ένα καινούργιο αντίπαλο, ακριβώς τη στιγμή που αποζητάς τη λύτρωση από την προηγούμενη σύγκρουση. Εκκινώντας από τη σοκαριστική παγίδευση που μεθοδεύτηκε από τις αστυνομικές και εισαγγελικές αρχές της Νέας Υόρκης και την παρωδία δίκης που ακολούθησε, το When They See Us, στο τρίτο επεισόδιο, σε προσγειώνει με κρότο στο σπαρακτικό «μετά» των τεσσάρων από τους πέντε πρωταγωνιστές.

Στην αδυναμία συγκρότησης μια φυσιολογικής ζωής μετά την αποφυλάκιση, στους χίλιους κι έναν τρόπους που η αδικία του παρελθόντος εξακολουθεί να παράγει αποτελέσματα στο θολό παρόν, στα εφιαλτικά κενά αέρος που διαδέχονται την αρχική κόλαση. Με το τέταρτο και καταληκτικό επεισόδιο να αποκτά μια χροιά υπαρξιακού και υπερβατικού αγώνα επιβίωσης ενός ανθρώπου που έχει αφεθεί βορά απέναντι σε ένα τέρας με δεμένα μάτια και βουλωμένα αυτιά. Η λύτρωση, σε ένα κόσμο προαποφασισμένης ενοχής, μπορεί να επέλθει μονάχα ως παιχνίδισμα της τύχης. Επομένως, η λύτρωση θα είναι πάντα λειψή. Δεν θα καταπιεί ποτέ την οργή, που θα βρίσκει τον τρόπο να επιβιώνει σαν σκουριά σε μέταλλο.

Ένα εξτρά γοητευτικό στοιχείο στο When They See Us, πέρα από τις στιβαρές ερμηνείες (εξαιρετική ιδέα η ενσάρκωση του ήρωα που υποφέρει τα πάνδεινα σε νεότερη και μεγαλύτερη ηλικία από τον ίδιο ηθοποιό, στοιχείο που προσδίδει μια αίσθηση συνέχειας στο μαρτύριο που έζησε), τη σοφή κατάτμηση χρόνου και έμφασης, και την ευφυή χρήση του “show don’t tell” έγκειται στην αποτύπωση εκείνων των αθέατων κοινωνικών και πολιτι(σμι)κών αυτοματισμών που μπήκαν σε εφαρμογή προκειμένου να γίνει πράξη αυτή η κατάφορη αδικία.

Χωρίς αναμασημένες παπαγαλίες ή βροντόφωνα μηνύματα, γίνεσαι, χωρίς καλά καλά να το αντιληφθείς, κοινωνός του πιο σκοτεινού και πανίσχυρου παραλογισμού. Που μετατρέπει μια παρέα παιδιών που αράζουν στο πάρκο σε αγέλη λύκων που διψά για αίμα και έγκλημα, που μεταμφιέζει το εξαναγκασμένο ψέμα σε επίσπευση μια αυταπόδεικτης αλήθειας.

Ο ανθρώπινος νους έχει υπάρξει εξωφρενικά ευρηματικός όποτε χρειάστηκε να εφεύρει δικαιολογίες για τα πιο ειδεχθή εγκλήματα. Η δε ανάγκη μας να εδραιώσουμε τις πιο αισχρές μας πράξεις σε λογικοφανή θεμέλια κρύβει μέσα της τα πιο δαιδαλώδη και αιχμηρά ερωτήματα. Το να βλάπτεις κάποιον αθώο σκοπίμως και δολίως απελευθερώνει μια ανυπολόγιστη ποσότητα βίας και εξουσίας. Το να πείθεις τον εαυτό σου πως δικαίως έπραξες όσα έπραξες, ξεκλειδώνει ένα οικουμενικό χάος απόγνωσης, απορίας και κενού.





Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑