Δεν υπάρχει τίποτα ρομαντικό σ’ έναν πόλεμο. Οι πράξεις ανδρείας, οι ιστορίες που διδάσκονται τα έθνη για να τονώνεται το ηθικό τους, έχουν σημασία μόνο ως αναφορές μακριά από τη δράση. Και η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν μπορεί να αντιληφθεί τι σημαίνει πόλεμος μέχρι αυτός να χτυπήσει την πόρτα του. Αν κάτι όμως είναι σίγουρο, είναι ότι ο πόλεμος, σε αντίθεση με όλες τις ωραιοποιημένες εκδοχές του, είναι το τέλος κάθε ηθικής. Τι είναι αποδεκτό και τι όχι σ’ έναν πόλεμο; Στο πεδίο της ύστατης πνευματικής θόλωσης, όταν τα πυρά σφυρίζουν πάνω από το κεφάλι του στρατιώτη, έχει αυτός πραγματικά οποιαδήποτε δυνατότητα επιλογής; Ακόμα και αν δοθεί καταφατική απάντηση στο ερώτημα, η απόφασή του δε θα ρυθμίζεται δεοντολογικά από τους κοινούς κανόνες σωστού και λάθους που συναντά κανείς σ’ ένα νομικό κείμενο, γιατί οι συνέπειες της επιλογής είναι εκτός οποιουδήποτε πλαισίου δύναται να κατανοήσει και να αντέξει ο ανθρώπινος νους.
Τα ερωτήματα αυτά, που εγείρονται κομψά και με την αναγκαία οδύνη στο έργο του Λίντχολμ, αποτελούν τον ερμηνευτικό του άξονα. Ο Κλάους Πέντερσεν ηγείται μιας ομάδας στρατιωτών που υπηρετούν στο Αφγανιστάν για λογαριασμό του Δανέζικου στρατού. Στο πρώτο μισό του έργου, ο θεατής παρατηρεί την καθημερινότητά τους, ενώ ο σκηνοθέτης του επιτρέπει και μερικές κλεφτές ματιές στην καθημερινότητα της συζύγου του Κλάους, που προσπαθεί να κουμαντάρει την δύσκολη ρουτίνα της, αβοήθητη και με τρία παιδιά. Καθώς λοιπόν τα πράγματα βαίνουν δίχως κάποια συνταρακτική εξέλιξη, μια σχετικά απλή επιχείρηση της ομάδας καταλήγει σε αιματοχυσία, κατόπιν μιας αμφισβητούμενης ορθότητας απόφασης του Κλάους. Αμέσως μετά την πρώτη αυτή δραματική κορύφωση, το φιλμ μεταμορφώνεται και από απλοϊκό πολεμικό δράμα γίνεται δικαστικό, αφού ο Κλάους επιστρέφει στην πατρίδα του όπου διώκεται ποινικά για το χειρισμό της επιείρησης που κόστισε τη ζωή σε άμαχους Αφγανούς, μεταξύ των οποίων ουκ ολίγα γυναικόπαιδα.
Τα περί ηθικής ζητήματα δίνονται στο έργο με θαυμάσιο τρόπο, χωρίς αμερικανικού τύπου τεταμένη και εκρηκτική προβοκάτσια και με δεσπόζουσα την οικονομία στα εκφραστικά μέσα. Η ψυχρή και σπαρακτική φωτογραφία υπηρετεί πιστά την όλη σύλληψη, ενώ ο Λίντχολμ, χωρίς να εγκλωβίζεται σε μια προσπάθεια αποχής από οποιαδήποτε τοποθέτηση, μένει συγκεντρωμένος σεναριακά και σκηνοθετικά στον πυρήνα της ταινίας του. Στο πεδίο της μάχης, καμία επιλογή δεν μπορεί να αξιολογηθεί ως ορθή ή λανθασμένη και αυτό είναι το πιο απάνθρωπο χαρακτηριστικό του. Η συνείδηση, βασική πυξίδα του ανθρώπου στην αναζήτηση της ενδεδειγμένης πράξης, αποδυναμώνεται κάτω από το ζοφερό περιβάλλον που δημιουργούν οι σφαίρες και χωρίς αυτήν, το οποιοδήποτε ηθικό χρέος του στρατιώτη μοιάζει εξ αρχής αδύνατο να πληρωθεί. Η εικόνα που καλείται κανείς να αντικρίσει ως συνέπεια της επιλογής του επιφέρει τόσο ισχυρό πλήγμα στο νου του που δε μπορεί να γιατρευτεί ή να επιδεινωθεί από μεταγενέστερες δικαστικές κρίσεις. Στο μυαλό του Κλάους, η μνήμη των νεκρών παιδιών θα του προκαλεί πάντα μια ακέραιη ευθύνη, τόσο μεγάλη που εξαφανίζει τη σημασία της αθώωσης ή της καταδίκης του. Είναι ήδη καταδικασμένος ως ο μεγάλος χαμένος ενός πολέμου στον οποίο δεν είχε καμία θέση. Ενός πολέμου χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από το σπίτι του προς όφελος κάποιου που δε θα γνωρίσει ποτέ.
Παρά τις αδυναμίες, που ειδικά στο πρώτο μέρος είναι αρκετές, με κυρίαρχες την αστάθεια του ρυθμού και την αργοπορημένη ουσιαστική εκκίνηση του έργου, το δημιούργημα του Λίντχολμ προσφέρει στο θεατή τη δυνατότητα να κοιτάξει λίγο μέσα στην άβυσσο και να θυμηθεί ότι κανένα από τα συμπεράσματα που συνηθίζει να βγάζει από την ασφάλεια του σπιτιού του σχετικά με την συμπεριφορά στο πεδίο της μάχης δεν μπορεί να είναι σίγουρο. Στα μάτια του σκηνοθέτη, θύματα ενός πολέμου δεν είναι μόνο οι νεκροί, αλλά και όσοι επέζησαν και είναι αναγκασμένοι να συνεχίσουν υπό το τρομακτικό κράτος της μνήμης τους. Της μνήμης μιας ανείπωτης φρίκης, στην οποία έλαβαν ενεργά μέρος και την οποία σε κανένα σημείο δε μπορούσαν να ελέγξουν.