Reviews The Red Shoes

29 Απριλίου 2019 |

0

The Red Shoes

Σκηνοθεσία: Μάικλ Πάουελ – Έμεριχ Πρεσμπέργκερ

Παίζουν: Μόιρα Σίρερ, Άντον Γουόλμπρουκ, Μάριους Γκέρινγκ

Διάρκεια: 133’

Μεταφρασμένος τίτλος: «Τα κόκκινα παπούτσια»

Έτος παραγωγής: 1948

To παραμύθι με τίτλο Τα κόκκινα παπούτσια, που έγραψε ο Χανς Κρίστιαν Άντερσεν το 1845, δεν είναι από αυτά που διηγείται μια μητέρα στα βλαστάρια της, καθώς τα βάζει για ύπνο. Διότι αυτό το παραμύθι δεν είναι μια ιστορία με νεράιδες, ξωτικά, γενναία παλικάρια και κακές μητριές. Είναι, αντιθέτως, μια κατάμαυρη αλληγορία για την απληστία, την αχαριστία και την πλεονεξία, που πιθανώς να απαγορευόταν στη σημερινή εποχή ως υπέρμετρα βίαιο και “επιθετικό” προς την πατενταρισμένη εικόνα των παιδικών ηρώων. Ένα κορίτσι, λοιπόν, ταπεινής καταγωγής υιοθετείται από μια πλούσια μητριά. Και τα κόκκινα φθαρμένα της παπούτσια αντικαθίστανται από ένα αντίστοιχο ζευγάρι, ταιριαστό μονάχα για πρίγκιπες και βασιλιάδες.

Το κορίτσι κυριεύεται από εμμονή με τα νέα της παπούτσια, τα οποία αδυνατεί να αποχωριστεί. Πολύ σύντομα, μια αρρωστημένη κατάρα θα ρίξει βαριά σκιά στα βήματα του κοριτσιού. “Είθε να μην βγουν ποτέ από τα πόδια σου, ενόσω χορεύεις”, μουρμουρά ένας στρατιώτης και αγγίζει απαλά τις δυο κόκκινες φυλακές. Το κορίτσι θα βυθιστεί σε ένα ιλιγγιώδη και φρενήρη χορό, μια νοσηρή και μακάβρια παραζάλη (αν σας θυμίζει κάτι το Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν, ορθώς σας το θυμίζει). Τα παπούτσια δρουν πλέον αυτόβουλα, την καταπίνουν ολοκληρωτικά. Ακόμη κι όταν ακρωτηριάσει οικειοθελώς τα πόδια του, το κορίτσι δεν θα λυτρωθεί. Το μόνο έλεος στο οποίο μπορεί να ελπίζει είναι ο θάνατος που θα την πάρει μακριά από τα διαβολικά πατούμενα.

Αν ζούσε ο Άντερσεν, εν έτει 1948, δεν νομίζουμε πως θα είχε την παραμικρή αντίρρηση για τη μεταφορά του έργου του στη μεγάλη οθόνη από τους Πάουελ και Πρεσμπέργκερ, οι οποίοι γνώριζαν καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο πώς να πασπαλίζουν με ομίχλη παραμυθιού (ετυμολογικά, δηλαδή, να στέκονται παρά τον μύθο) την οθόνη.

Το δίδυμο των Archers φιλοτέχνησε, λοιπόν, το διασημότερο ζευγάρι υποδημάτων στην ιστορία του σινεμά, άποψη με την οποία συμφωνεί και ο Μάρτιν Σκορσέζε, ο οποίος τα έχει συμπεριλάβει στο προσωπικό του Top – 5 ταινιών από καταβολής κινηματογράφου, ενώ μάλιστα πρωτοστάτησε και στη διαδικασία πλήρους αποκατάστασης της κόπιας της ταινίας.

Τι είναι, λοιπόν, αυτό που καθιστά αυτά τα Κόκκινα Παπούτσια τόσο ακαταμάχητα, σχεδόν σε σύμπνοια με την πλοκή του παραμυθιού; Είναι, ίσως, μια θαυμαστή αφηγηματική οικονομία, η οποία διαλέγει πότε και πώς να διατυπώσει όλες τις νύξεις και τις υπόνοιες, διασχίζοντας με σχεδόν ανατριχιαστική άνεση ολόκληρες οκτάβες κινηματογραφικής τονικότητας; Δεν νομίζουμε.

Είναι μήπως το υπαινικτικό και ταυτόχρονα μεγαλειώδες σχήμα του χορού, ο οποίος από φορέας του μύθου μετατρέπεται σταδιακά στο όχημα που μας ξεναγεί σε μια λύπη απόκοσμη και θανατερή, προτού εξαϋλωθεί κι ο ίδιος σε ένα αιθέριο αίνιγμα; Πιθανώς, αλλά μάλλον όχι. Είναι άραγε η ζουμερή παλέτα του technicolor που σε αναγκάζει να λουστείς με τα όσα βλέπεις, να τα δαγκώσεις, να τα ρουφήξεις και εισπνεύσεις; Δεν αποκλείεται, αλλά δεν παίρνουμε κι όρκο.

Τότε, δεν μένει τίποτα άλλο, τότε, από το ντελιριακό κρεσέντο του φινάλε, μια 17λεπτη σεκάνς, όπου το μπαλέτο αποκτά θεϊκή και σατανική υπόσταση την ίδια στιγμή. Ένα παρανάλωμα κίνησης και έκστασης, δοσμένο με ακρίβεια διαβήτη, ενορχηστρωμένο σε ένα σαλεμένο τέμπο, βγαλμένο από θεοπάλαβο μετρονόμο. Με την κάμερα να αγκαλιάζει τους χορευτές και να τους ξερνά, να τους δελεάζει και να τους αγνοεί, να τους θέτει κάτω από προβολέα και να τους βυθίζει σε μαύρες τρύπες.

Με τη σκηνή να μετατρέπεται σε σουρεαλιστικό καμβά, με μια εφημερίδα να αποκτά μορφή χορευτή, θαρρείς ξεπηδώντας από πίνακα του Νταλί, με τα κόκκινα παπούτσια να κρατούν με λύσσα την μπαγκέτα και να μην την αποχωρίζονται. Παρεμπιπτόντως, για τη διάσημη αυτή σκηνή χρειάστηκαν έξι εβδομάδες γυρισμάτων, ενώ χρησιμοποιήθηκαν 120 πίνακες που φιλοτεχνήθηκαν από τον ζωγράφο και παράλληλα καλλιτεχνικό διευθυντή της ταινίας, Χάιν Χέκροθ (ευτυχώς η ταινία απέσπασε το Όσκαρ Σκηνικών)!

Η απάντηση είναι όλα αυτά μαζί, αλλά και κάτι παραπάνω. Μια αίσθηση αλλόκοτου μυστηρίου, που διαπερνά τα πάντα, μέσα από το απλό πρόσχημα ενός ανδρικού ανταγωνισμού για τα μάτια ενός γυναικείου τροπαίου μεταξύ ενός ταλαντούχου χορευτή και ενός λαμπρού ιμπρεσάριου. Αναλογιστείτε, όμως, πως υπάρχει κάτι αφύσικο σε αυτό τον φαινομενικά απλοϊκό ανταγωνισμό. Προσέξτε πώς ο ραδιούργος ιμπρεσάριος μοιάζει περισσότερο με έναν άφυλο και αχρωμάτιστο σεξουαλικά Μεφιστοφελή, παρά με έναν απλό ανδρικό αντίζηλο.

Το ζουμί έγκειται αλλού, σε λαγούμια πολύ πιο σκοτεινά. Στην αδύναμη φύση του ανθρώπου, στην απατηλή φύση των όνειρων που είναι εξ ορισμού και δια βίου ανικανοποίητα. Εκτός, βέβαια, αν κάνεις κάποια συμφωνία με τον διάβολο. Όπως κάνεις κάθε φορά που μπαίνεις σε μια σκοτεινή αίθουσα και χαρίζεις προσωρινά το Είναι σου, με αντάλλαγμα 24 ψέματα το δευτερόλεπτο.

Δείτε το τρέιλερ της ταινίας:




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑