Mississippi Burning

Σκηνοθεσία: Άλαν Πάρκερ

Παίζουν: Τζιν Χάκμαν, Γουίλεμ Νταφόου, Φράνσις ΜακΝτόρμαντ

Διάρκεια: 128′

Σχεδόν μπορείς να νιώσεις στο πετσί σου τον ιδρώτα που κυλά σε πουκάμισα και φρεσκοξυρισμένα μάγουλα. Να συναισθανθείς τη βαριά σιωπή του μίσους και της υποτίμησης. Τον πηχτό αέρα του εκφοβισμού και το χυδαίο βλέμμα της βέβαιης ατιμωρησίας. Η εξουσία και η καταπίεση δεν αποτυπώνονται μόνο σε γεγονότα, σε λόγια και σε πράξεις. Καμιά φορά είναι αδιόρατες, ίσα που διαφαίνονται στον αέρα. Μπορείς, όμως, να τις μυρίσεις όπως τα σκυλιά αντιλαμβάνονται την αδρεναλίνη. Να τις διακρίνεις στο σκοτάδι, όταν κινούνται σαν σκιές, να τις ακούσεις στα χνώτα, στις ανάσες, ακόμη και στα άψυχα αντικείμενα.

Στις θέσεις λεωφορείων, στα καθίσματα, στα αποχωρητήρια, στις βρύσες που προορίζονται ειδικά για τον μαύρο πληθυσμό. Στις κουνιστές καρέκλες στις φροντισμένες βεράντες, καθώς επιβλέπουν την τάξη τρίζοντας παραπονιάρικα, μόλις πέσει το σούρουπο. Στα δέντρα όπου φυτρώνουν περίεργα φρούτα, όπως λέει και το τραγούδι της Μπίλι Χόλιντεϊ, φρούτα θανάτου που χάσκουν από γυμνά κλαδιά. Το Mississippi Burning (1988) μοιάζει να γεννήθηκε στον τόπο στον οποίο εκτυλίσσεται, σαν να έχει φυτρώσει από το χώμα και τη λάσπη του, λες και έχει γίνει ένα με τη σκόνη και το σφύριγμα του αέρα στο βουβό απομεσήμερο.

Η ταινία του Άλαν Πάρκερ αντλεί έμπνευση από το αληθινό περιστατικό της στυγερής δολοφονίας τριών νεαρών κοινωνικών λειτουργών τον Ιούνιο του 1964, στην πολιτεία του Μισισιπί, από μέλη της τοπικής ένωσης της Κου Κλουξ Κλαν. Οι Τζέιμς Τσάνι, Άντριου Γκούντμαν, Μίκι Σουέρνερ (ετών 21, 20 και 24, αντίστοιχα) ήταν υπέρμαχοι του κινήματος των civil rights και συμμετείχαν στην καμπάνια “Freedom Summer”, η οποία είχε ως στόχο να πείσει τον μαύρο πληθυσμό της περιοχής να εγγραφεί στους εκλογικούς καταλόγους.

Τα πτώματα των τριών νεαρών ανακαλύφθηκαν μετά από εβδομάδες ερευνών, δίνοντας τέλος στην επικοινωνιακή παραφιλολογία που είχε καλλιεργηθεί από όλες τις ντόπιες καθεστηκυίες δυνάμεις. Σύμφωνα με τη διαδεδομένη συνωμοσιολογική εκδοχή, η εξαφάνιση των τριών ακτιβιστών δεν ήταν παρά μια σκηνοθετημένη ένταση, με σκοπό να επιφέρει επικοινωνιακό πλήγμα στην πολιτική του φυλετικού διαχωρισμού (segregation).

To Mississippi Burning, παρότι βασίζεται σε μια αληθινή ιστορία, δεν εξαντλείται σε μια απλή εξιστόρηση των συμβάντων, επιλογή για την οποία εισέπραξε δριμύτατη κριτική από τους προοδευτικούς κύκλους, την εποχή της κυκλοφορίας του. Αντιθέτως, από την πρώτη κιόλας στιγμή καλλιεργεί μια αίσθηση αβεβαιότητας, ρίχνοντας το βάρος όχι ακριβώς στο αποτρόπαιο έγκλημα, αλλά στη δαιδαλώδη και βασανιστική απόπειρα εξιχνίασής του.

Επιπλέον, μας υποβάλλει σε μια συνθήκη διπλής σύγκρουσης και ρήξης, η οποία επιτείνει την αίσθηση δυσφορίας και αδιεξόδου. Διότι πέρα από τα κλειστά στόματα των θυμάτων που τρέμουν τα απάνθρωπα αντίποινα και τη χυδαία συγκάλυψη από μια –ενωμένη σαν μπετόν αρμέ- και ολόψυχα συνενοχή κοινωνία, μια αυτοκαταστροφική σύγκρουση βρίσκεται εν εξελίξει.

Οι δύο επικεφαλής της έρευνας, παρότι έχουν στρατευτεί στον ίδιο αγώνα, αντιπροσωπεύουν δύο διαμετρικά αντίθετους κόσμους και λειτουργούν περισσότερο υπονομευτικά, παρά συνεργατικά, ο ένας απέναντι στον άλλο. Ο Alan Ward (Γουίλεμ Νταφόου) είναι εξοπλισμένος με το αμετακίνητο πείσμα της τετράγωνης λογικής, το οποίο –όσο κι αν ακούγεται παράδοξο- οδηγεί σε μια μεταφυσικού τύπου πίστη στην ηθική υπεροχή του νόμου και στα αντικειμενικά δεδομένα της έρευνας.

Είναι διατεθειμένος μέχρι και να θυσιάσει τη ζωή του στον βωμό της δικαιοσύνηςη, την ίδια στιγμή όμως, σε κάποιες φευγαλέες στιγμές, μεταδίδει μια τρομερά υπόγεια, σχεδόν ανεπαίσθητη, αίσθηση υποτίμησης: προέρχεται από ένα άλλο σύμπαν, το οποίο θεωρεί καταφανώς ανώτερο σε κάθε επίπεδο, επομένως δεν αντιστέκεται στον πειρασμό να κρίνει ηθικά τον βούρκο που ερευνά. O Πάρκερ εισάγει, λοιπόν, έναν προβληματισμό με τρόπο υπαινικτικό, σαν λανθάνον ερώτημα: είναι εφικτό να αντιμετωπίσεις το τέρας του ρατσισμού χωρίς να μπεις στον κόπο να μελετήσεις όλες τις πτυχές και εκφάνσεις του, όση αποστροφή κι αν σου προκαλούν;

Στον αντίποδα, ο Ρούπερτ Άντερσον (Τζιν Χάκμαν) υιοθετεί μια ολότελα διαφορετική προσέγγιση, λειτουργώντας περισσότερο σαν λυκόσκυλο που γυροφέρνει κάθε μυρωδιά που του φαίνεται ύποπτη, περιμένοντας να οσμιστεί την ενοχή και να ξετρυπώσει τον λαβύρινθο που οδηγεί στην καρδιά του κτήνους. Ο Άντερσον γνωρίζει τον Αμερικάνικο Νότο από πρώτο χέρι, καταλαβαίνει τα χούγια και τους ανθρώπους του, αντιλαμβάνεται πως η αλήθεια μπορεί μονάχα να έρθει στο φως λίγο λίγο σαν ανασκαφή και όχι να αποκαλυφθεί σαν όραμα.

Ο Χάκμαν, σε ένα ακόμη tour de force της τόσο σπουδαίας του καριέρας, προσδίδει αδιανόητο βάθος και αμέτρητες διαστρωματώσεις σε έναν χαρακτήρα που εκ πρώτης όψεως φαντάζει μονοδιάστατος. Πολύ σύντομα, ψυχανεμίζεται πως το κλειδί του μυστηρίου βρίσκεται στο σπιτικό του βοηθού σερίφη και στη σκουριασμένη καρδιά της συζύγου του (Φράνσις ΜακΝτόρμαντ), μια γυναίκα που έχει διδαχτεί μονάχα την υποταγή, τον συμβιβασμό και την προσαρμογή στη δυστυχία και η οποία θα επωμιστεί το βάρος της ηθικής επανόρθωσης για λογαριασμό όλης της φαυλότητας που την περιβάλλει.

Σταδιακά, η (αδιανόητα όμορφη μέσα στην πολυπλοκότητά της) σχέση μεταξύ των δύο αυτών χαρακτήρων αυτονομείται και αντιπαραβάλλεται ως ένα adagio τέμπο στον φρενήρη και αδιάκοπο procedural μόχθο για στοιχεία, μαρτυρίες, ομολογίες, πληροφορίες. O ντετέκτιβ κουρδίζει τη μοναχική γυναίκα σαν πιάνο που λαχταρά να ακουστεί μετά από πολύ καιρό στη ναφθαλίνη, αλλά ταυτόχρονα αγγίζει και δικές του εσωτερικές χορδές που είχαν μείνει νεκρικά αδρανείς. Ο Χάκμαν χτίζει ένταση, φανερώνει τα μύχια και εκφράζει τα ανείπωτα, μέσα από κάθε λελογισμένη παύση, μέσα από κάθε σκοπίμως ημιτελές μειδίαμα.

Στο Mississippi Burning, ο Πάρκερ, χωρίς να αποσκοπεί σε κάποια διεξοδική εμβάθυνση, πλάθει επιτυχημένα μια southern εκδοχή της α λα Χάνα Άρεντ «κοινοτοπίας του Κακού», η οποία στραγγίζει το κατακάθι της θεοσκότεινης λαγνείας που ασκεί ο ρατσισμός στους θιασώτες του. Παρατηρώντας τους κατοίκους της (επινοημένης) κωμόπολης, αντιλαμβανόμαστε πως το φυλετικό μίσος λειτουργεί ως θλιβερό υποκατάστατο μιας χαντακωμένης σεξουαλικότητας, ως μια μάταιη αναπλήρωση για την ανελέητη καταδίκη της μετριότητας και της προβλεψιμότητας, ακόμη ακόμη ως μια διέξοδος κοινωνικοποίησης, εύρεσης κοινών σημείων αναφοράς.

Το ανθρώπινο κοστούμι και η προβιά του κτήνους στην ίδια γκαρνταρόμπα μιας καθημερινότητας που ξορκίζει τη φρίκη μέσα από την επίκληση της αξιωματικής και παμπάλαιας συνήθειας. «Εμείς, έτσι κάνουμε εδώ», μια ανατριχιαστική υπενθύμιση ότι το Κακό δεν διακόπτει τη συνήθη ροή της ζωής, αλλά σχεδόν πάντα συμπορεύεται μαζί της.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑