Reviews Melancholia

11 Ιουλίου 2015 |

0

Melancholia

Σκηνοθεσία: Λαρς Φον Τρίερ

Παίζουν: Κιρστέν Ντανστ, Σάρλοτ Γκαίνσμπουργκ, Κίφερ Σάδερλαντ, Τζον Χερτ, Αλεξάντερ Σκάρσκγκαρντ, Σάρλοτ Ράμπλινγκ

Διάρκεια: 130′

Δύο αδερφές επαναπροσδιορίζουν τις σχέσεις τους, εν όψει της επικείμενης σύγκρουσης με τη γη, ενός μυστηριώδους πλανήτη με το (απόλυτα ταιριαστό) όνομα “Μελαγχολία”. Η μία εκ των δύο, ονόματι Τζάστιν, καταρρέει ήδη υπό το βάρος της μανιοκατάθλιψης, η άλλη, η Κλερ, παντρεμένη με έναν πάμπλουτο ρασιοναλιστή άντρα, και μητέρα ενός μικρού αγοριού, προσπαθεί να σταθεί στο πλάι της άρρωστης αδερφής της και ταυτόχρονα να συμφιλιωθεί με την ιδέα του αναπόφευκτου τέλους του κόσμου.

Σε τούτη τη βλοσυρή ταινία του μεγαλύτερου (μαζί με τον Μίκαελ Χάνεκε) εν ζωή Ευρωπαίου κινηματογραφιστή, λίγα πράγματα προκαλούν εντύπωση. Ειδικά σε κάποιον που παρακολουθεί το έργο του τα τελευταία 15 χρόνια. O Λαρς Φον Τρίερ ήταν και είναι αρκετά μισάνθρωπος (κι αυτό δεν αποτελεί μομφή γιατί, όπως γράφει ο Σαμφόρ, «όποιος στα σαράντα του δεν είναι μισάνθρωπος, δεν αγάπησε ποτέ τους ανθρώπους»), πεσιμιστής και κυνικός, για να μπορεί να δημιουργήσει ένα σπουδαίο έργο τέχνης. Το μεγαλύτερο, σε σύγκριση με άλλες ταινίες του, μπάτζετ και η εμβέλεια της παραγωγής, καθόλου δεν τον αποπροσανατόλισαν σε σχέση με το σταθερά κατάμαυρο όραμα του. Ουσιαστικά το “Melancholia” είναι το, ελαφρώς ευγενικότερο, “αδερφάκι” του προηγηθέντος “Antichrist“. Και σε επίπεδο περιεχομένου, σχεδόν καθόλου δεν διαφέρει από αυτή τη, σαδιστικά βίαιη και σοκαριστικά σκληρή ταινία. Αφαιρώντας το σαδομαζοχιστικό gore, την αιματοχυσία και τις πιο ξεκάθαρες μισογυνικές τάσεις, η «Melancholia» λέει, πάνω κάτω, τα ίδια πράγματα.

Στο κέντρο της θεματικής της βρίσκεται για άλλη μια φορά η ανθρώπινη κωμωδία (στην πρώτη πράξη) ή τραγωδία (στη δεύτερη). Εκθέτοντας την βλακεία, την αφόρητη ασημαντότητα, την κενοδοξία και το ανούσιο των ανθρώπινων τελετουργιών, μέσα από μια μακρόσυρτη σεκάνς γαμήλιας δεξίωσης, ο σαρδόνιος Δανός προετοιμάζει το έδαφος γι’ αυτό που θα επακολουθήσει. Η κάμερά του αποκαλύπτει όλα όσα οι Αμερικανοί σκηνοθέτες αποκρύπτουν. Βρίσκεται πάντα εκεί από όπου απομακρύνεται η δική τους, για να αποτυπώσει τις φευγαλέες εκφράσεις και χειρονομίες που αθροισμένες σε ένα ομοιογενές σύνολο θα σχηματίσουν το μωσαϊκό της απόλυτης υπαρξιακής μηδαμινότητας: ένα ανεπαίσθητο μειδίαμα περιφρόνησης, μια γκριμάτσα απέχθειας, ένα εξαναγκασμένο χαμόγελο που προβάρεται σε άδειο διάδρομο.

Στοιβάζοντας σε ένα κάστρο (που θυμίζει το μυστηριώδες ξενοδοχείο από το αριστουργηματικό “Last Year at Marienbad” του Αλέν Ρενέ) τους ανυποψίαστους αστούς του, με τα καθαρά τους πρόσωπά/προσωπεία, τους αβρούς τρόπους και τα σμόκιν τους, αφήνοντας τους να κάνουν αυτό που ξέρουν καλύτερα, δηλαδή τίποτα, παρατηρώντας τους να επιδίδονται σε χίλιες δυο, ολότελα ανούσιες δραστηριότητες, γιορτάζοντας το γάμο, μια απ τις πλέον προσφιλείς τους συμβάσεις, o Τρίερ προβαίνει στην αναμενόμενη επίθεση. Ήδη τους είχε “ξεγυμνώσει” εντελώς στο μεγαλειώδες “Dogville“, η άποψη του γι αυτούς είναι γνωστή. Εδώ αρκείται λοιπόν σε μια περισσότερο υπαινικτική προσέγγιση, τους “σφάζει με το γάντι”. Δεν καταριέται, δεν βρίζει ούτε καγχάζει. Μισογελάει ειρωνικά. Μαζί με την κατατονική Τζάστιν που βυθίζεται λίγο-λίγο στην τρέλα καθώς διαπιστώνει πόσο απελπιστικά ιλαρό είναι το ανθρώπινο τσίρκο. Κι έπειτα περνάει απότομα απ την υπόγεια κωμωδία στο καθαρό, αφτιασίδωτο δράμα, καθώς αφήνει την ηρωίδα του (όπως το συνηθίζει) να “σταυρωθεί” για τις αμαρτίες των άλλων.

Μόνο που αυτή τη φορά, η θυσία και το μαρτύριο δεν είναι συνειδητή επιλογή αλλά αναμενόμενο και αναπόδραστο αποτέλεσμα της ίδιας της ζωής. Η Τζάστιν δεν καταστρέφεται για να σώσει κανέναν, δεν έχει λόγο να θυσιαστεί, απλώς πεθαίνει. Κουβαλάει τον σταυρό της επίγνωσης, όταν οι άλλοι γύρω της απολαμβάνουν την ευλογία της πιο ασυγχώρητης άγνοιας. Αντικρίζει την ανθρώπινη κωμωδία όπως είναι κι αυτό την οδηγεί στην αυτοκτονική παραίτηση. Το τίμημα της αναγνώρισης είναι η εξορία απ τον παράδεισο. Απ’ τον αστικό «παράδεισο» δηλαδή του άκρατου εγωισμού (η αδιάφορη για τους πάντες, επιθετική μητέρα), της φρενίτιδας για επαγγελματική καταξίωση (το αφεντικό της, χαρακτηριστική φιγούρα απεχθούς καπιταλιστή, που δεν την αφήνει σε χλωρό κλαρί ακόμα και την μέρα του γάμου της), της αρρωστημένης αλαζονείας (ο πατέρας της που ταλαιπωρεί άνευ λόγου τον σοβαροφανή μπάτλερ), της ματαιόδοξης επιδειξιμανίας (ο γαμπρός της που διαρκώς της υπενθυμίζει πόσα λεφτά ξόδεψε για την δεξίωση και πόσες τρύπες έχει το γήπεδο του γκολφ), του αφελούς οπτιμισμού (ο καλοκάγαθος άντρας της, βαρετός και ακίνδυνος σε ίσες δόσεις). Μπροστά στην αηδιαστική παράτα σαλτιμπάγκων του κοσμικού σιναφιού της, η μανιοκατάθλιψη της Τζάστιν μοιάζει υγιής αντίδραση.

Αν στο “Antichrist” το κατηγορητήριο στρεφόταν ενάντια στη γυναίκα (ή έστω στον άνθρωπο γενικά, όπως πολλοί υποστήριξαν) τώρα γίνεται ευρύτερο και καταδικάζει την ίδια τη ζωή στο σύνολο της.  “Life on earth is evil” λέει η Τζάστιν στην αδερφή της, διαλέγοντας έναν αρκετά παράδοξο τρόπο να την παρηγορήσει για τον επερχόμενο θάνατό τους. Ο πλανήτης “Μελαγχολία” πλησιάζει, η σύγκρουση καθίσταται αναπόφευκτη και κανείς δεν μπορεί να αναβάλλει το μοιραίο. Και για ποιο λόγο άλλωστε; Μας αξίζει το τέλος, δηλώνει ο δημιουργός, τοποθετώντας στο στόμα της ηρωίδας του την δική του πεσιμιστική κοσμοθεωρία: η Τζάστιν θύμα της μελαγχολίας πολύ πριν ο πλανήτης “Μελαγχολία” μετατρέψει σε θύματα όλους τους κατοίκους της γης, είναι η πιο συμφιλιωμένη με την ιδέα του θανάτου και παρά το θλιβερό θέαμα που παρουσιάζει, ανίκανη να κινηθεί, κατάχλωμη, εντελώς “άδεια” από ζωή, καθρεφτίζει στα ψυχρά γαλανά μάτια της μια προαιώνια, αβάσταχτη αλήθεια: μόνο αυτός που είναι ήδη νεκρός δε φοβάται να πεθάνει.

Ο Τρίερ εξαφανίζει κάθε ψευδαίσθηση αισιοδοξίας για να παραδοθεί στον πιο μηδενιστικό φαταλισμό, ενώ διακηρύσσει την αθεΐα του, ταυτόχρονα με την έλλειψη οποιασδήποτε πίστης στην ανθρωπότητα. Και παρά το σύντομο μισογυνικό ξέσπασμα του “Antichrist“, εξακολουθεί να θαυμάζει το θηλυκό, για την ξεροκέφαλη επιμονή του να θέλει να ζήσει και να προστατέψει αυτούς που αγαπά, σε αντίθεση με το δειλό κατά βάθος, αδύναμο αρσενικό, που κρύβεται (ξανά μετά τον Νταφόε του “Antichrist“) πίσω απ τα “αδιαπέραστα” τείχη της λογικής και που τελικά λιποτακτεί άνανδρα μετά την συντριβή της ελπίδας. Οι γυναίκες του Τρίερ ακριβώς μετά απ αυτή την συντριβή είναι που τολμούν και ελπίζουν, πέρα από κάθε ρεαλισμό, κι ας ξέρουν κατά βάθος ότι θα χάσουν. Στέκονται απέναντι στη μοίρα με αξιοπρέπεια κι αυτό τις μετατρέπει σε σύμβολα.

Αυτή την αξιοπρέπεια δοξολογεί το “Melancholia” και παρά το γεγονός ότι δεν υπάρχουν ανάσες αισιοδοξίας στα 120 πένθιμα λεπτά της, το πορτραίτο μιας τέτοιας, πριν απ τον όλεθρο, περηφάνιας, αρκεί για να μετατρέψει την ταινία σε μια ακόμα (έχουν προηγηθεί τα Breaking The Waves, Dancer In The Dark, Dogville, Manderlay) ιδιότυπη ωδή στην, ταλαιπωρημένη ανά τους αιώνες, πολύπαθη γυναικεία φύση. Με μια Κιρστέν Ντανστ ανατριχιαστική στον πρώτο ρόλο, πραγματικό « θανάτου άθυρμα» (όπως έγραφε ο μεγάλος της μελαγχολίας, Κώστας Καρυωτάκης), στην καλύτερη ερμηνεία της καριέρας της, να διαχέει κύματα ανείπωτης θλίψης, όχι για την ανθρωπότητα που πρόκειται να ισοπεδωθεί, αλλά για τη ζωή που ήδη έχει στραγγίξει μέσα στο στιλπνό, νεαρό κορμί της.

Με τη βαριά σκηνοθετική υπογραφή του ριζοσπαστικού εικονοκλάστη να ξεχωρίζει από τα -ανυπέρβλητης εικαστικής ομορφιάς- πλάνα της εισαγωγής (κάδρα εναλλαγές από οριακά κινούμενους πίνακες εξπρεσιονιστικής ζωγραφικής, υπό τους ήχους της βαγκνερικής όπερας “Τριστάνος και Ιζόλδη”, που θα έκαναν και τον Ταρκόφσκι να χειροκροτήσει), μέχρι και την τελευταία σπαρακτική σεκάνς της αποδοχής∙ σε ανοιχτή αντιπαράθεση, τόσο φορμαλιστικά όσο και θεματικά, με οποιαδήποτε έννοια ελαφρότητας ή ευκολίας∙ αδίστακτα επικεντρωμένος στην αποκάλυψη των σκοτεινών χειμάρρων του ασυνείδητου που απειλούν να μας πνίξουν, ανά πάσα ώρα και στιγμή (όλη η ιστορία με τον πλανήτη «Μελαγχολία» θα μπορούσε εύκολα να αναγνωσθεί σαν αλληγορική προειδοποίηση για τους κινδύνους της συλλογικής κατάθλιψης που προκύπτει σαν συνέπεια του σύγχρονου τρόπου ζωής), ο σημαντικότερος Ευρωπαίος σκηνοθέτης των καιρών μας, οπτικοποιεί θαρραλέα το έρεβος που κατοικοεδρεύει στα σπλάχνα του πολιτισμού μας, στο βίαιο σύμπαν γύρω και μέσα μας.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑