Reviews La Dolce Vita (1960)

20 Ιανουαρίου 2024 |

0

La Dolce Vita (1960)

Σκηνοθεσία: Φεντερίκο Φελίνι

Παίζουν: Μαρτσέλο Μαστρογιάνι, Ανίτα Έκμπεργκ, Ανούκ Εμέ

Διάρκεια: 174′

Ένα άγαλμα του Χριστού ίπταται πάνω από την Αιώνια Πόλη, με τα χέρια ορθάνοιχτα. Έχει έρθει άραγε για να συγχωρήσει τους αμαρτωλούς και παραστρατημένους; Ή μήπως κατέβηκε στη Γη για να ρίξει επιτέλους μια ματιά στο δημιούργημά του; Η αιωρούμενη περιοδεία ξεκινά από τις φτωχογειτονιές, τις εργατικές κατοικίες και τα μισοχτισμένα γκρέμια που υποδηλώνουν τα πρώτα βήματα στη μεταπολεμική ορθοπόδηση μιας κατεστραμμένης χώρας. Λίγο παρακάτω, στις αλάνες, συνυπάρχουν τα αρχαία ερείπια με τις αυτοσχέδιες εστίες ποδοσφαίρου. Εκεί κάτω, ένα τσούρμο φτωχοδιάβολοι τρέχουν χαρωπά και αγναντεύουν το άγαλμα. Λίγο πιο ψηλά, στις ταράτσες της μεσοαστικής τάξης, η κοκεταρία λιάζεται ανέμελη και τρυφηλή.

Πίσω από το πρώτο ελικόπτερο, που μεταφέρει τον εναέριο Ιησού, ακολουθεί ένα δεύτερο σε απόσταση αναπνοής. Σε αυτό επιβαίνουν ένας σκανδαλοθηρικός ρεπόρτερ και ένας φωτογράφος. Σε αυτό το σημείο, ας ανοίξουμε μια μικρή παρένθεση γιατί πραγματικά αξίζει τον κόπο. Το La Dolce Vita του Φεντερίκο Φελίνι, ανάμεσα στα χίλια κι ένα παράσημα, έχει κι ένα σπάνιο γαλόνι στο πέτο. Το επίθετο του φωτογράφου, που μόλις αναφέραμε, είναι Ενρίκο Παπαράτσο και πλέον γνωρίζετε τη λεξιλογική ετυμολογία των διαβόητων παπαράτσι. Το σινεμά, λοιπόν, γίνεται ο νονός μιας λέξης που χρησιμοποιείται έκτοτε σε όλο τον κόσμο, σε μια τρανή απόδειξη για την κοσμογονική δύναμη του κινηματογράφου, ο οποίος μπορεί να δαμάσει μέχρι και τη γλώσσα.

Επιστροφή στο δεύτερο ελικόπτερο και στον ρεπόρτερ που ανοίγει διάλογο με τις κυρίες της καλής κοινωνίας. Μπορούμε να τον δούμε να μιλάει, να ανοιγοκλείνει το στόμα, να κάνει χειρονομίες, αλλά δεν θα ακούσουμε ποτέ τη φωνή του. Τον πνίγει ο θόρυβος της μηχανής, τον βουβαίνει η ίδια του η ζωή, η καθημερινότητα, το επάγγελμά του. O Μαρτσέλο -τον οποίο υποδύεται ο συνονόματος Μαστρογιάνι, στην πρώτη από τις έξι συνεργασίες του με τον Φελίνι- είναι διατεθειμένος να πάρει στο κατόπι ακόμη και τον θεό τον ίδιο, με έπαθλο μια αδιάκριτη ματιά από την κλειδαρότρυπα.

Το ελικόπτερο κατευθύνεται στην πλατεία του Αγίου Πέτρου, στο Βατικανό. Στην πόλη, όμως, όπου βασιλεύουν η γκλαμουριά, το στυλ, η μόδα, η ποζεριά και το ράθυμο ξεφάντωμα, τα εγκόσμια βγάζουν νοκ άουτ τα επουράνια. Με ένα απότομο cut, βρισκόμαστε στην καρδιά της ρωμαϊκής νύχτας, όπου ένα σχεδόν παγανιστικό χορευτικό (με φανερό αποικιοκρατικό εξωτισμό) δίνει τον τόνο. Παρεμπιπτόντως, η συγκεκριμένη σκηνή φέρνει στο νου τη μεταμφίεση της Μόνικα Βίτι σε Αφρικανή πολεμίστρια δύο χρόνια αργότερα, στην Έκλειψη του Μικελάντζελο Αντονιόνι. Οι επαγγελματίες γλεντζέδες της Ρώμης, λοιπόν, προσπαθούν να καμουφλάρουν την ανομολόγητη βαριεστημάρα και πλήξη, παλεύοντας να γεμίσουν κακήν κακώς το υπαρξιακό κενό μιας ζωής που έχει παραδοθεί στη βιτρίνα και στο φαίνεσθαι.

Τα εναρκτήρια πλάνα του Dolce Vita υπήρξαν μία από τις αφορμές, παρέα με την πρωταγωνίστρια Ανίτα Έκμπεργκ, που οδήγησαν την Καθολική Εκκλησία να περάσει την ταινία από κανονική Ιερά Εξέταση. Πρώτη και καλύτερη στην αμαρτωλή λίστα, φυσικά, η διάσημη σκηνή όπου η Ανίτα συναντά τον Μαρτσέλο στην κορυφή του Καθεδρικού, ντυμένη Καθολικός ιερέας, με φόντο την πλατεία του Αγίου Πέτρου. Εξίσου ανίερη θεωρήθηκε βέβαια και η  συνολική παρουσία της Έκμπεργκ, διάχυτη -σε πρώτο επίπεδο- από σεξουαλικότητα και ερωτισμό.

Ο Φελίνι όντως αφήνει να εννοηθεί μια υποδόρια λαγνεία, αλλά πολύ σύντομα τη μεταμορφώνει σε κάτι αφάνταστα πιο γκροτέσκο και λυπητερό. Διότι αυτό που κατά βάθος θέλει να φέρει στο προσκήνιο είναι η βασανιστική ανηδονία που χαρακτηρίζει έναν ολόκληρο τρόπο ζωής. Μάλιστα, δεν διστάζει να αντλήσει έμπνευση και από ένα αληθινό gossip περιστατικό, μπλέκοντας τη πραγματικότητα με τη σαρκαστική αναπαράσταση, μιας και το χαστούκι που δέχεται η Έκμπεργκ από τον σύζυγό της στην ταινία παραπέμπει σε ένα στιγμιότυπο που παρέλασε στα εξώφυλλα των ιταλικών tabloids, με αρνητικό πρωταγωνιστή τον σύζυγό της στην αληθινή ζωή.

Ο Φελίνι βυθίζει τον Μαρτσέλο όλο και πιο βαθιά στον βάλτο που έχει επιλέξει για βασίλειο, παρουσιάζοντας τη λαμπερή κοσμική πασαρέλα σαν μια πνευματική και ηθική έρημο. Αρχηγός μιας αγέλης από βαρετά φαντάσματα, πλανεμένος ότι κινεί τα νήματα ενώ στην πραγματικότητα άγεται και φέρεται, ο Μαρτσέλο εγκλωβίζεται σε έναν φαύλο κύκλο ατελείωτης επανάληψης. Ξεμυαλισμένος από την ψευδαίσθηση ότι έχει αφεθεί στη Γλυκιά Ζωή, στην πραγματικότητα βιώνει έναν αργόσυρτο θάνατο. Αν το καλοσκεφτεί κανείς, εξάλλου, όλες οι φιγούρες της ταινίας μοιάζουν με γελαστά κέρινα ομοιώματα, παντελώς αδιάφορα για ό,τι συμβαίνει γύρω τους, λες και έχουν ξεπηδήσει από τις σελίδες του Αλμπέρτο Μοράβια.

Σε ένα αλληγορικό φινάλε όπου η συντριβή μοιάζει αναπόδραστη, ένα κήτος ξεπροβάλλει από την θάλασσα. Είναι νεκρό εδώ και μέρες, αλλά έχει μάτια γουρλωμένα και απέθαντα, σαν μια φωτοτυπία του ήρωά μας, που το παρατηρεί με βλέμμα εξίσου άδειο και γυμνό. Ο Μαρτσέλο, που στην αρχή της ταινίας, βρίσκεται στον ουρανό, τώρα καταλήγει γονατιστός στην άμμο (κλασική σταθερά το φινάλε αυτογνωσίας δίπλα στην ακροθαλασσιά για τον Φελίνι), εξαντλημένος από τον ίδιο του τον εαυτό.

Κι όταν του παρουσιαστεί μια τελευταία ευκαιρία να γυρίσει σελίδα, ο ίδιος θα κωφεύσει σχεδόν κυριολεκτικά, ίσως και οικειοθελώς. Αυτή τη φορά, σε αντίθεση με το εναρκτήριο πλάνο, τον ακούμε δυνατά και καθαρά να παραδέχεται, με το πιο σπαρακτικό χαμόγελο, πως δεν μπορεί να ακούσει, να καταλάβει, να ξεφύγει. Η Γλυκιά Ζωή πρόλαβε να του κλείσει την πόρτα και να πετάξει το κλειδί στη θάλασσα.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑