Reviews Kiss Me Deadly

8 Μαΐου 2017 |

0

Kiss Me Deadly

Σκηνοθεσία: Ρόμπερτ Όλντριτς

Παίζουν: Ραλφ Μίκερ, Άλμπερτ Ντέκερ, Πολ Στούαρτ

Διάρκεια: 105′

Αν υπάρχει κάτι που καθιστά εντελώς μοντέρνο και ταυτόχρονα κλασσικό ένα κινηματογραφικό έργο, αλλά και ευρύτερα ένα έργο τέχνης, είναι ο συνδυασμός αυτοαναφορικότητας και επικοινωνιακής λειτουργικότητας. Οι εικόνες της εκάστοτε ταινίας έχουν την εσωτερική τους “συζήτηση”, συνδιαλέγονται μεταξύ τους και παραπέμπουν στο ευρύτερο ενδοφιλμικό πλαίσιο που τις περικλείει. Δεν πρέπει όμως να ξεχνούν το θεατή γιατί τότε η αυτοαναφορικότητα μετατρέπεται σε σολιψισμό. Το έργο τέχνης πάντα παραπέμπει κάπου. Αν ξεχνά τον κόσμο, παρουσιάζοντας μόνο τον εαυτό του πίσω από κάθε παραπέτασμα, η ιστορική του σημασία θα μείνει περιορισμένη στο χρονικό σημείο της εμφάνισης του και μόνο.

Αν όμως μπορεί να μεταδίδει την αίσθηση ότι αυτό που παρακολουθούμε δεν είναι απλώς και μόνο ένα φιλμ, αλλά η επιτομή μιας σειράς προβληματικών που χαρακτηρίζουν το είδος στο οποίο ανήκει ενώ παράλληλα μας απευθύνεται αφορώντας μας άμεσα, τότε αντιστοιχεί σε κάτι που θα μπορούσαμε να πούμε ότι διαμορφώνει τη συλλογική αυτοσυνείδηση. Επειδή ωστόσο η συνειδητοποίηση είναι το πρώτο βήμα για την αλλαγή, τη στιγμή που η ταινία εγκολπώνεται την σημασιακή πληρότητα των προγενέστερων δημιουργιών παρόμοιας θεματικής και ανάλογου ύφους, αναλαμβάνει και να τις προσπεράσει, κατευθυνόμενη προς το καινούργιο. Έτσι η παράδοση αλυσοδένεται με τη νεωτερικότητα σε βαθμό που δυσκολεύεται κανείς να αποφανθεί για το ποια προηγείται και ποια έπεται.

Το Kiss Me Deadly είναι ακριβώς αυτή η σπάνια περίπτωση ταινίας που συνοψίζει ένα μυθικό genre (το φιλμ νουάρ που μας ενδιαφέρει εδώ) τη στιγμή που προετοιμάζει μεθοδικά και πραγματοποιεί υπόγεια την υπέρβαση του. Προέρχεται από έναν φιλμικό κόσμο αυστηρά οργανωμένο σημειολογικά, μορφικά ελευθεριάζοντα σε πρώτη όψη αλλά τελικά εσωστρεφή σε αντιδραστικό βαθμό, σαγηνευτικά περίπλοκο σεναριακά και οδηγεί (οδηγούμενο και το ίδιο) σε ένα μέλλον δυσοίωνο (λογικό αυτό, το νουάρ αγκομαχά εναγώνια, κινούμενο πάντα στις ράγες ενός απαισιόδοξου ντετερμινισμού) αλλά, σε αντίθεση με ό,τι προηγείται αυτού, χαοτικά απρόβλεπτο, τρομακτικά ανοιχτό στις προβλέψεις, ανατρεπτικό σε σημείο απόλυτης ισοπέδωσης και τελικά απλό.

Τι πιο απλό άλλωστε από το μηδέν και το θάνατο; Αν τα κλασσικά δείγματα του είδους φλέρταραν επικίνδυνα με μια αυτοκαταστροφική παράδοση στο τέλος, το πρώτο μεταμοντέρνο νουάρ έρχεται να το καλωσορίσει μηδενιστικά σαν αναπόδραστη κατάληξη μιας σειράς ανθρώπινων πρακτικών που στο παρελθόν το χαϊδολογούσαν με ηδυπάθεια, χωρίς ποτέ να τολμάνε να του αφεθούν ολοκληρωτικά. Ο μηδενισμός διαδέχεται τον φαταλισμό σα λογική συνέχεια του και το Kiss Me Deadly σηματοδοτεί αυτή την τρομακτική μετάβαση την ώρα που σταματά με κυνισμό τα καρδιοχτύπια της αγωνίας: Ο θάνατος δεν μας παραμονεύει πια από μακριά, είναι ήδη εδώ, ουδείς λόγος ανησυχίας υφίσταται πια. Είναι ώρα να θερίσουμε ό,τι σπείραμε.

Kiss Me Deadly 3

Αυτή η θαρραλέα προσέγγιση έχει σαφώς τα ιστορικά συμφραζόμενα της. Ο πόλεμος που έπλασε τη μαύρη ψυχή μιας ολόκληρης γενιάς, μετράει ήδη τη στιγμή που η ταινία κυκλοφορεί στις αίθουσες, μια δεκαετία από την λήξη του. Οι συνέπειες του συνέτριψαν μεν εκκωφαντικά την εξιδανικευμένη εικόνα που για 150 χρόνια “ζωγράφιζε” το αστικό πνεύμα για τον εαυτό του, φιλοτεχνώντας σεμνά δε την ιδανική προσωπογραφία της ανθρώπινης μεγαλοσύνης. Η καπιταλιστική ματαιοδοξία, δεν διέθετε άλλες δικαιολογίες. Έπρεπε να προβεί σε αυτοκριτική. Και τέτοια υπήρξε το φιλμ νουάρ ως κινηματογραφικό είδος.

Με το τέλος, όμως, του πολέμου, δύο επιβλητικές υπερδυνάμεις (που φιλονικούσαν για τα εύσημα του νικητή) αναλαμβάνουν τη διαχείριση της – πολύ εύθραυστης όπως φαινόταν τότε – ειρήνης, χρησιμοποιώντας την απειλή σαν αμυντική στρατηγική, αυξάνοντας διαρκώς τους εξοπλισμούς, προετοιμαζόμενες αμφότερες για την επερχόμενη, πιθανολογουμένη, αλλά όχι λιγότερο αγχωτική γι’ αυτό τον λόγο, σύρραξη που αν τελικά πραγματοποιούταν θα τίναζε τον κόσμο στον αέρα οριστικά.

Συντηρώντας την ειρήνη σε “γυάλα”, εγκαθιδρύοντας τη φρίκη ενός αόρατου πολέμου που δεν έχει έρθει ακόμα, αλλά περιμένει στο τέρμα του δρόμου σαν αναπόφευκτη κατάληξη, διαμορφώνουν την ατμόσφαιρα υπαρξιακής αβεβαιότητας που έμελλε να αποτυπωθεί και στις κινηματογραφικές εικόνες. Αυτές ήταν η ΕΣΣΔ και οι ΗΠΑ, κι ο νέος πόλεμος ήταν ο λεγόμενος “ψυχρός”. Κάπως έτσι ο τρόμος της ναζιστικής θηριωδίας, ξεπερνιόταν από έναν νέο, πολύ πιο απρόβλεπτο, πολύ πιο ύπουλο, πολύ πιο μηδενιστικό τρόμο: Αυτόν της Ατομικής εποχής. Στο κλασσικό νουάρ, η ηθική έκπτωση των ηρώων συμβόλιζε, λίγο πολύ, την αμοραλιστική πραγματικότητα που γεννιόταν μέσα από τις στάχτες των μεγάλων ιδεολογιών, στο Kiss Me Deadly η ίδια η στάχτη, προοιωνίζεται την επερχόμενη, τελειωτική πραγματικότητα του ανθρώπινου γένους. Δεν υπάρχει διέξοδος, ο κύκλος έχει κλείσει.

Όλα στο υπέροχο αυτό φιλμ, φροντίζουν επιμελώς να υπενθυμίσουν υπόκωφα την ιστορική κατάσταση που παραμένει στο φόντο όσων εξελίσσονται μπροστά στα μάτια του θεατή (με αυτή την έννοια, αποτελεί και ένα από τα πιο εξαίσια δείγματα ιστορικής ταινίας από καταβολής αμερικάνικου σινεμά, καμία σχέση όμως με τις μουσειακές ταινίες εποχής που στην πλειονότητα τους λειτουργούν σαν φανταχτερές καρτ ποστάλ μιας φέτας του εξιδανικευμένου παρελθόντος, χωρίς ποτέ να αφορούν πραγματικά την ιστορική συνείδηση, επιδιώκοντας μάλλον να τη βάλουν για ύπνο). Αυτό το φόντο όμως, δεν αποτελεί απλά μια “πεθαμένη” σκηνογραφία, ούτε μόνο ένα τυπικό πλαίσιο δράσης. Αντίθετα, διεισδύει κάτω από το δέρμα των ηρώων, αποτελώντας ουσιαστικό συνεκτικό παράγοντα στο σχηματισμό της ψυχολογίας, των κινήτρων και των συμπεριφορών τους.

Πρώτα ο ίδιος ο Mike Hammer (ο αρχετυπικός, σκληροτράχηλος ντετέκτιβ εδώ μεταμορφώνεται σταδιακά σε μια ενσαρκωμένη, κινητή επίγνωση, όχι μόνο της ματαιότητας οποιασδήποτε λογικής-άρα ηθικής-ερμηνείας του γίγνεσθαι, αλλά και σε μια προμηθεϊκή σχεδόν φιγούρα αντί-ήρωα, ένα ασταμάτητο κτήνος στο κατόπι της αλήθειας που θα φέρει την ανθρωπότητα-με μια σαρδόνια αντιστροφή του κλασσικού μύθου-ένα βήμα πιο κοντά στην καταστροφή της), γνωρίζει πως το τίμημα της περιέργειας του θα είναι ολέθριο. Αλλά σε έναν κόσμο που ισορροπεί διαρκώς στο χείλος του γκρεμού, ποιος ο λόγος να κάνει πίσω; Λίγο πριν το φινάλε, και αφού ο διεφθαρμένος εκπρόσωπος του νόμου τού αποκαλύπτει με μισόλογα σε τι έχει μπλέξει, θα αποκριθεί, χωρίς να το πιστεύει καλά καλά και ο ίδιος, πως “δεν ήξερε”. Μόνο και μόνο για να εισπράξει ένα αποστομωτικό “λες κι αν ήξερες, θα είχες πράξει διαφορετικά”.

Αυτή η ατάκα, συνοψίζει απλά κι αποτελεσματικά το νόημα του έργου, του καιρού του και της ίδιας της νουαρικής ροπής προς την ρομαντική αυτοκαταστροφή: Η επιθυμία για γνώση με κάθε τίμημα, “δαιμονοποιείται” στο μύθο του κουτιού της Πανδώρας, και βρίσκει το κινηματογραφικό της σύστοιχο στην καταστροφική περιέργεια, τόσο του ντετέκτιβ, όσο και του νεαρού επιστήμονα που “τιμωρείται” γι’ αυτήν εκτός κάδρου. Αυτός την πατάει λόγω άγνοιας όπως κι ο Hammer. Υπάρχει όμως κι ο Dr. Soberin, που ξέρει τι κάνει αλλά δεν σταματάει. Ο σκηνοθέτης Robert Aldrich με μια ιδιοφυή, έμμεση αναφορά στο βαρύ κλίμα πυρηνικής απειλής που καταπλακώνει την εποχή του, ταυτίζει την αλαζονική φιλαλήθεια της επιστήμης (που οπλίζει ακούσια ή εκούσια τα λάθος χέρια) με τη φροϊδική έννοια της επιθυμίας για θάνατο.

Γιατί το αρσενικό στο νουάρ, λιγότερο από ηρωική αυτοθυσία και περισσότερο από μια υπερβολική συσσώρευση λιμπιντικής ενέργειας, επιδιώκει την καταστροφή του, εμπλεκόμενο σε ένα σκοτεινό αλισβερίσι με το θάνατο. Η περίφημη femme fatale δεν είναι παρά η αφορμή που αποζητάει για να κινδυνέψει μέχρις εσχάτων. Όχι από αυτοκτονική παραίτηση, σε μια τέτοια περίπτωση θα έμενε μακριά από περιπέτειες, αλλά από μια αβάσταχτη για το ίδιο, πλησμονή δύναμης που μοιραία στρέφεται τελικά εναντίον του, γυρεύοντας να το διαλύσει. Η, κόντρα στις συνεχείς προειδοποιήσεις, ριψοκίνδυνη εμμονή του για αλήθεια δεν είναι παρά η άλλη όψη μιας ερωτικής μανίας που αποζητά νέα αντικείμενα για να τα καταστρέψει και να καταστραφεί από αυτά. Έρως-θάνατος, το αιώνιο δίπολο που υπονοεί ήδη από τον τίτλο της η ταινία.

Στο εξοντωτικό κρεσέντο του δράματος, αναφλέγονται όλα μαζί τα συστατικά του εφιάλτη: επιστημονική λαγνεία της αλήθειας, θανατηφόρος ερωτισμός, σημείο μηδέν του πολιτισμού (ο παρακμιακός γκαλερίστας παρουσιάζει τον Dr Somberin ως ανακαλύπτοντα μια νέα τέχνη, την τέχνη της απόλυτης εκμηδένισης προφανώς) η αυγή ενός απάνθρωπου μέλλοντος που απαλλάσσει από τις προγενέστερες αιτιολογήσεις. Σύμφωνα με τα λόγια του Doctor: ” What is it we are seeking? Diamonds, rubies, gold? Perhaps narcotics? How civilized this earth used to be. But as the world becomes more primitive, its treasures become more fabulous…

Καμιά πολυτέλεια, ούτε το χρήμα, ούτε η ιδιοκτησία, ούτε οι αποδράσεις μέσα στα ναρκωτικά. Το μέλλον προμηνύεται αγνό. Δηλαδή άδειο, κενό από συνείδηση, πάθη, στοχοθετήσεις. Με δυο λόγια: το μέλλον δε διαθέτει καμιά θέση για τον άνθρωπο. Γι’ αυτό ο σατανικός επιστήμονας του Albert Dekker μιλάει για τους θησαυρούς του πρωτόγονου τίποτα. Ό,τι κι αν μας οδήγησε να επιδιώξουμε μια τέτοια πραγματικότητα, ο αχαλίνωτος ατομισμός, η καταναλωτική βουλιμία, η δίψα του ελέγχου ή της απώλειας του, όλα αυτά παύουν να έχουν θέση στο μετά. Εξαφανίζονται μαζί με εμάς. Δε μένει παρά να διασώσουμε το τελευταίο προπύργιο της σύντομα εκλιπούσας υποκειμενικότητας μας: τη μνήμη.

Kiss me Deadly 2

Η μελαγχολική επιταγή του λακωνικού “Remember me” που αφήνει σαν παρακαταθήκη το “τραυματισμένο” θηλυκό της αρχής, αποσκοπεί να ολοκληρώσει αλληγορικά έναν εμμένοντα προβληματισμό περί μνήμης που ούτως ή άλλως στοιχειώνει το genre. Αν όμως στο κλασσικό νουάρ η λήθη τύλιγε στο σκοτάδι τα γεγονότα που έπρεπε να διασωθούν απ’ τη μαυρίλα της, τώρα πρόκειται να αγκαλιάσει σύσσωμη την ανθρωπότητα και η μνήμη έχει απείρως κρισιμότερο ρόλο να διαδραματίσει. Στις παρυφές του πυρηνικού ολέθρου δεν υπάρχει χρόνος να πενθήσουμε τη χαμένη ηθική. Πριν το επικείμενο τέλος του, το ανθρώπινο είδος χρωστάει στον εαυτό του μια τελευταία στιγμή απολογισμού, δεν του μένει παρά να αγκιστρωθεί στη μνήμη για να διαπράξει την ετεροχρονισμένη του αυτοκριτική. Είναι σαφές μετά από όλα αυτά πως η ταινία διανοίγεται προς ένα όραμα κατάμαυρο, λυσσαλέα πεσιμιστικό και απροκάλυπτα ωμό. Συντονισμένη βέβαια με την θρηνητική τονικότητα της εποχής της.

Το συνταρακτικό φινάλε όμως, θα βρεί το καταταλαιπωρημένο ζευγάρι του Hammer και της βοηθού του, στα νερά μιας πρωτεϊκής, μετά-αποκαλυπτικής θάλασσας, εκεί όπου τα πάντα πρέπει να ξεκινήσουν από την αρχή. Κι αυτή μπορεί να είναι, οριακά, μια ματζόρε αντίστιξη στο καταθλιπτικό μινόρε της συμφωνίας μηδενισμού που προηγήθηκε. Στο θεατή θα μείνει μόνο η γαργαλιστική επίγευση μιας ερώτησης (what’s in the box?) που απευθύνεται εμφατικά στο υποσυνείδητο του για απαντήσεις. Με μια βίαιη υπενθύμιση σαφώς (πάλι η μνήμη), πως η περιέργεια σκοτώνει.

Μομφή προς έναν ανερμάτιστο πολιτισμό που πλήρωσε ακριβά τις συχνές καταβυθίσεις του στα άδυτα των αιώνιων μυστηρίων, αντιδραστική επιθυμία για άγνοια, συγκαλυμμένος σκοταδισμός, καταδίκη της ηθικά ανοχύρωτης επιστημονικότητας ή ξεδιάντροπος μισογυνισμός; Η σύγχρονη Πανδώρα Lily Carver απελευθερώνει το “κακό”, αφού πρώτα έχει αποκαλύψει τη διαβολική στόφα της, μέσω της παραπλάνησης και της τελικής προδοσίας, συμπίπτοντας σημειολογικά με την έννοια της “γυναίκας-αράχνης”, στην οποία το νουάρ απέδωσε καταλυτικές ιδιότητες μοχθηρότητας.

Αν μου επιτρέπεται μια μικρή διαφωνία με την κρατούσα άποψη, όμως, περισσότερο διαπιστώνω στο είδος έναν υφέρποντα φεμινισμό και μια διαλεκτική χειραφέτησης που ανυψώνει τη γυναίκα στο ίδιο επίπεδο με τον άντρα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά την ικανότητα της να πράττει κυνικά το κακό. Εμβόλιμα βέβαια, γιατί αυτό που κυριαρχεί είναι η πατριαρχική ματιά που την θέλει να στερείται “μπέσας” από τη φύση της κι όχι εξαιτίας μιας τελεολογίας απομυθοποιητικού υλισμού.

Έστω κι έτσι όμως, το “ασθενές φύλο” δραπετεύει από το καλοκάγαθο μητρικό-συζυγικό προσκήνιο και φωτίζεται με αυθύπαρκτη εωσφορική λάμψη που το καθιστά επικίνδυνο, άρα υπολογίσιμο και δυνατό. Αυτός ο ιδιότυπος κινηματογραφικός μισογυνισμός, αν όντως υφίσταται, αποδίδει στη γυναίκα τα ίσα με τον άντρα, την αποδεσμεύει από το ζυγό του κοινωνικού “κομπάρσου”. Άλλος ένας λόγος για να εκθειάζουμε τον μοντερνισμό του Νουάρ.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑