Reviews The Imitation Game

21 Ιανουαρίου 2015 |

0

The Imitation Game

Σκηνοθεσία: Μόρτεν Τίλντουμ

Παίζουν: Μπένεντικτ Κάμπερμπατς, Κίρα Νάιτλι

Διάρκεια:  114′

Μεταφρασμένος τίτλος: “Το παιχνίδι της μίμησης”

Οι αφανείς ήρωες του ιστορικού παρελθόντος είναι καταδικασμένοι να γοητεύσουν, όταν και όπως επιλέξουμε να τους εμφανίσουμε στο προσκήνιο. Να μας γίνουν συμπαθείς, μέσα από την αδικία που υπέστησαν. Να μας υπενθυμίσουν ότι ακόμη κι αν ακολουθήσεις όλες τις οδηγίες κατά γράμμα, μπορεί και πάλι να βρεθείς με συνοπτικές διαδικασίες εκτός παιχνιδιού. Ο προικισμένος Άγγλος μαθηματικός Άλαν Τιούρινγκ αποτελεί μία περίπτωση, το λιγότερο, σαγηνευτική. Αν και σημαίνων πρωταγωνιστής του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου για λογαριασμό των συμμαχικών δυνάμεων, δεν έλαβε ποτέ μνεία ή αναγνώριση για τις υπηρεσίες που προσέφερε. Αντιθέτως, δεν του επετράπη καν να αποσυρθεί στη μοναχική λήθη της ευφυΐας του. Βλέπετε, στις αρχές της πρώτης μεταπολεμικής δεκαετίας, η ομοφυλοφιλία αντιμετωπιζόταν ακόμη από το αγγλικό νομικό σύστημα ως παράνομη πράξη. Το σωφρονιστικό σύστημα της εποχής αντιμετώπιζε τους ομοφυλόφιλους ταυτοχρόνως ως εγκληματίες και ως ασθενείς. Σε περίπτωση σύλληψης, οι Άγγλοι ομοφυλόφιλοι της εποχής βρίσκονταν μπροστά σε ένα «μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα» δίλημμα. Ορμονική θεραπεία ή φυλακή. Ο Τιούρινγκ διάλεξε τη φρίκη νούμερο ένα, υπέστη χημικό ευνουχισμό λόγω φαρμάκων και γενικά υπέφερε τον παθών του τον τάραχο, ωσότου αποφασίσει να δώσει τέλος στη ζωή του, σε ηλικία 41 ετών.

Η ταινία του Νορβηγού Μόρτεν Τίλντουμ βασίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό, νοηματικά και συνειρμικά, σε 2,­3 έννοιες που φιγουράρουν στην κεντρική της μαρκίζα. Το παιχνίδι. Η μίμηση. Το αίνιγμα. Ξεκινώντας από το τέλος προς την αρχή, η κεντρική ιδέα που διαπερνά την ταινία είναι πως ο άνθρωπος που έλυσε τον περίφημο κωδικό Enigma των ναζί υπήρξε κι ο ίδιος ένα άλυτο αίνιγμα. Ένα αίνιγμα που η ταινία προσπαθεί εν μέρει να αποκρυπτογραφήσει, είτε μέσω σποραδικών voice over είτε μέσω κάποιων αναδρομών στο παιδικό παρελθόν του Τιούρινγκ. Μια εν μέρει αποκρυπτογράφηση, η οποία μήτε να μας κρατά τελείως στο σκοτάδι μήτε να μας αποστερεί το κύρος της σκοτεινής γοητείας. Έπειτα, η μίμηση και το παιχνίδι. Οι μηχανές μπορούν εν τέλει να μιμηθούν τους ανθρώπους αναπτύσσοντας σκέψη και νου; Μήπως και οι άνθρωποι άθελά τους μιμούνται τις μηχανές, όταν δρουν και ζουν μέσα από επαναλαμβανόμενα και σχεδόν προκαθορισμένα μοτίβα συμπεριφορών; Ένας μοναχικός άνθρωπος μπορεί να βρει αποκούμπι σε κάτι άψυχο για να γλυκάνει την πικραμένη του ψυχή, μιμούμενος ότι βιώνει πραγματικά αισθήματα; Ο πόλεμος δεν είναι σε τελική ανάλυση το φρικιαστικότερο και πιο αιμοβόρο απ’ όλα τα παιχνίδια που έχει σκαρφιστεί η ανθρωπότητα; Ο Τίλντουμ μοιάζει να τοποθετεί την ταινία του σε αυτόματο πιλότο και να παρεμβαίνει όσο το δυνατόν λιγότερο για να μην διαταράξει την οσκαρική της πτήση. Προσεγμένη αφήγηση, προσεγμένο παράλληλο μοντάζ για ολίγη ένταση, προσεγμένοι διάλογοι. Προσεγμένο σουλατσάρισμα στα διαφορετικά χρονικά επίπεδα, προσεγμένοι χειρισμοί των δύο πρωταγωνιστικών ρόλων. Προσεγμένα όμορφη και ταιριαστή μουσική από τον Αλεξάντρ Ντεπλά. Το μόνο που ίσως δεν ήταν τόσο προσεγμένο στην ταινία ήταν η μάλλον απρόσεκτη καταβολή υπερβολικής προσοχής.

Ψαχουλεύοντας πληροφορίες και μαρτυρίες για την περσόνα του Τιούρινγκ, σκόνταψα σε μπόλικα αγγλικά κείμενα που αμφισβητούσαν πολλά από τα στοιχεία του χαρακτήρα του, τα οποία υπονοεί (ή και εννοεί ευθέως) η ταινία. Ο Τιούρινγκ μάλλον δεν στερούταν τόσο πολύ της αίσθησης του χιούμορ. Μάλλον δεν ήταν τόσο προβληματικά ρομποτικός. Μάλλον γενικά δεν ήταν όπως ακριβώς απεικονίζεται στην ταινία. Ειλικρινά και μετά λόγου γνώσεως, κανένα πρόβλημα με αυτό. Θα ήταν εξάλλου μάλλον αφελές να πιστεύει κανείς πως μία τέτοιου είδους ταινία δεν θα «τεντώνει» καθ’ όπως βολεύει μια κεντρική περσόνα που κουβαλά στις πλάτες της όλο το δραματουργικό βάρος. Η προσωπική μου απορία και ένστασή, όσον αφορά τη χαρακτηρολογία, έγκειται αλλού. Πότε, πού και πώς ακριβώς η ταινία κάνει κτήμα της το γεγονός πως ο Τιούρινγκ υπήρξε παιδιόθεν ομοφυλόφιλος; (Εννοείται προφανώς πως μας το δηλώνει, δεν το εντάσσει όμως ολόψυχα στο εκφραστικό της σύμπαν.) Διότι, όσο περνούν τα λεπτά και μέχρι να φτάσουμε στην κορύφωση, όπου η πιο έντονη «εμφάνισή» της είναι αναγκαία, η ταινία μοιάζει να «κουκουλώνει» αυτή την πληροφορία τόσο από εμάς όσο και από τον πρωταγωνιστή της, λες και δεν θέλει να μας φέρει σε κάποια (ανύπαρκτη) δύσκολη θέση. Εξυπακούεται πως δεν υπαινίσσομαι πως θα όφειλε να υπάρχει κάποια ερωτική σκηνή που να πιστοποιεί τις ερωτικές προτιμήσεις του Τιούρινγκ, η ταινία όμως φτάνει στο σημείο της διακριτικής απόκρυψης και επιμελούς αποσιώπησης. Μιας απόκρυψης που δεν παραπέμπει σε υποδόριες διαδρομές ή χαμηλόφωνους τόνους, αλλά περισσότερο σε μια διάθεση διπλωματικού “βολέματος”, η οποία, τουλάχιστον στα δικά μου μάτια, καταλήγει μάλλον αμήχανη.

Από εκεί και έπειτα, το “Imitation Game” δεν έχει την πρόθεση να είναι ούτε σφόδρα υπεραπλουστευτικό ούτε μονόπατα συγκινητικό και το κατορθώνει σε ικανοποιητικό βαθμό. Αγγίζει κάποιες γκρίζες ζώνες, αλλά δυστυχώς περιορίζεται ακριβώς σε αυτό. Το άγγιγμα. Δεν τις ψαχουλεύει, δεν τις θωπεύει. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να σταθεί λίγο περισσότερο στην τόσο σχετική και νεφελώδη έννοια του ηρωισμού. Στην παράνοια των νόμων και των κανόνων. Στην ανήθικη ηθική της αναγκαιότητας της νίκης. Στην τυφλή και άδικη βία που υπόκειται η διαφορετικότητα. Όλα αυτά υπάρχουν μεν, υπάρχουν όμως φευγαλέα. Ναι, μπορούμε να το πούμε άφοβα, μάλλον η περσόνα του Άλαν Τιούρινγκ άξιζε ένα πιο θαρραλέο σκηνοθέτη από τον Τίλντουμ.

ΥΓ: μην φοβάστε, δεν ξεχάσαμε τον Βενέδικτο Κάμπερμπατς, θα ήταν ποτέ δυνατόν; Ο Βενέδικτος υποδύεται μία βερσιόν του τηλεοπτικού ρόλου (Σέρλοκ) που τον έκανε σταρ παγκόσμιου βεληνεκούς. Μια ιδιοφυία που υποφέρει σιωπηλά στα περίκλειστα τείχη του εαυτού της. Ο Βενέδικτος κομπιάζει, σφίγγεται, γουρλώνει τα μάτια του και μας κοιτάζει σαν λυπημένο κουτάβι με όλο του το είναι και σε γενικές γραμμές, μας κερδίζει. Και ναι, ο Βενέδικτος πάει καρφωτός για το Όσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου. Και όχι, δεν χάσαμε τα λογικά μας με την ερμηνεία του. Και είναι προφανές ότι σε μία ταινία που δεν τη θεωρούμε «μεγάλη», δεν θα μπορούσαμε να θεωρήσουμε την ερμηνεία του «μεγάλη». Και γενικά, όσον αφορά τις ερμηνείες των διάφορων αστέρων, λέγονται, γράφονται και ακούγονται πολλές υπερβολές, που πιο πολύ βασίζονται σε κανόνες θεάματος και αντανακλαστικής εικόνας, παρά  σε κινηματογραφική αισθητική και αξιολόγηση. Και κάποια στιγμή, θα ήταν ίσως όμορφο να αρχίσουμε να (επαν)αντιλαμβανόμαστε την έννοια της ερμηνείας ως κομμάτι ενός ευρύτερου και τρομακτικά σύνθετου παζλ που λέγεται κινηματογραφική ταινία.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑