Σκηνοθεσία: Τζος Γουέντον
Παίζουν: Ρόμπερτ Ντάουνι τζούνιορ, Κρις Χέμσγουορθ, Μαρκ Ραφάλο, Κρις Έβανς, Σκάρλετ Γιόχανσον, Τζέρεμι Ρένερ, Ντον Τσίντλ, Σάμιουελ Τζάκσον
Διάρκεια: 142′
Όταν, προ τριετίας, ο Τζος Γουέντον εξαπέλυσε στις κινηματογραφικές οθόνες του κόσμου, το υπερθέαμα των πρώτων «Avengers», πολλοί αιφνιδιάστηκαν ευχάριστα. Όχι γιατί δεν μας είχε συνηθίσει η Marvel σε ποιοτικότατες φιλμικές μεταφορές των χάρτινων υπερηρώων της ( Iron Man, Captain America, Hulk και Thor προετοίμαζαν αυτή την αρχική μάζωξη των Avengers, στέκονταν, όμως, περίφημα και σαν αυτόνομα blockbusters) αλλά γιατί ελάχιστοι περίμεναν ότι θα λειτουργούσε, και θα λειτουργούσε τόσο καλά, το project διαψεύδοντας το λαϊκό γνωμικό «όπου λαλούν πολλά κοκόρια, αργεί να ξημερώσει». Το ερώτημα που βρισκόταν στα χείλη των περισσοτέρων, έμοιαζε εύλογο: πώς να φτιάξεις μια ταινία με τόσες «προσωπικότητες», τόσα «βαριά χαρτιά» του κομιξάδικου σύμπαντος που γεμίζουν τα δικά τους δίωρα χωρίς να έχουν ανάγκη συμπληρωμάτων, και να μην χάσεις τ’ αυγά και τα καλάθια στην προσπάθειά σου να βρεις την ιδανική ισορροπία;
Ο Γουέντον, έδωσε μια αποστομωτική απάντηση. Μπολιάζοντας τα πάντα με χιούμορ και, καλώς εννοούμενη, ελαφρότητα. Επειδή το εγχείρημα κινδύνευε να καταποντιστεί μέσα σ’ έναν ωκεανό αθέλητης γελοιότητας (κακά τα ψέματα: ό,τι στα πολύχρωμα καρέ των κόμικς φαίνεται διασκεδαστικό –γιατί δεν είναι ανάγκη να είναι διόλου πιστευτό- στο πανί, που ορισμένες συμβάσεις αληθοφάνειας, έστω και οριακά, πρέπει να τηρούνται, ενδέχεται να υποπέσει στην πλήρη γραφικότητα, στο τέλος-τέλος υπάρχουν άνθρωποι πραγματικοί που φορούν στολές, πετάνε και ξυλοφορτώνουν εξωγήινους), η ενδεδειγμένη λύση ήταν να αποφευχθεί, πάσει θυσία, η σοβαρότητα. Κι έτσι το “Avengers”, πιο πολύ από περιπέτεια φαντασίας ήταν μια sci-fi κωμωδία δράσης, αν μπορεί να σταθεί ένας τέτοιος όρος. Για να προλάβει τους εξυπνάκηδες, τους επαγγελματίες κυνικούς και τα ημιμαθέστατα εικοσάχρονα παιδάρια που έχοντας παρακολουθήσει, στο πόδι και επιπόλαια, δύο ταινίες του Φελίνι, νομίζουν ότι κατέκτησαν μια για πάντα την καθαρή ουσία της κινηματογραφικής τέχνης, άρα και το δικαίωμα να απορρίπτουν ό,τι δεν ανταποκρίνεται στα κριτήρια τους για το «ποιοτικό», τους γύρισε το αστείο στα μούτρα. Όλο το πρώτο «Avengers», επεδίωκε το γέλιο του θεατή, δεν το προκαλούσε κατά λάθος. Κι έτσι, ακόμα και οι υπερβολές ή τα απίθανα και τραβηγμένα μιας υπερπεριπέτειας με ένα μάτσο σουπερήρωες όπου ο καθένας έχει το δικό του απίστευτο background (εξωγήινοι θεοί, μεταλλαγμένοι στρατιώτες απ’ τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο, επιστήμονες που όταν θυμώνουν μεταμορφώνονται σε πράσινα τέρατα και ισοπεδώνουν πόλεις), εξυπηρετούσαν μια σκηνοθετική γραμμή που έδινε στο κωμικό στοιχείο, μια εξέχουσα θέση.
Στο δεύτερο “Avengers“, αυτή η αθώα, παιχνιδιάρικη διάθεση έχει υποχωρήσει αισθητά. Όχι ότι δεν υπάρχουν αστείες σκηνές (με πιο ξεκαρδιστική όλων εκείνη όπου όλοι οι ήρωες προσπαθούν, ο καθένας με τη σειρά του, να σηκώσουν το σφυρί του Thor) ή οι αναμενόμενες ειρωνικές ατάκες –τις οποίες και εκσφενδονίζει με χαρακτηριστικό φλέγμα, ως επί το πλείστον, ένας αδιανόητα cool Ρόμπερτ Ντάουνι τζούνιορ ως Tony Stark φυσικά- αλλά η δεύτερη εξόρμηση των Εκδικητών (που κανείς δεν ξέρει τελικά ποιόν ακριβώς εκδικούνται), προκύπτει σκοτεινότερη, σε σημεία ίσως και λιγάκι βλοσυρή, με μια διάθεση να επεξεργαστεί και ενήλικες θεματικές που έλειπαν από το πρώτο μέρος (πολιτικό-φιλοσοφικά ερωτήματα και αιχμές για την παγκόσμια κατάσταση συλλογικού ελέγχου, που έρχονται κατευθείαν μέσα από την δεύτερη –και εξαιρετική αν με ρωτάς- ταινία του Captain America, το εντυπωσιακό «Winter Soldier»). Γιατί εφόσον ξεπεράστηκε ο σκόπελος της γραφικότητας με το πρώτο φιλμ, εφόσον οι ήρωες «έδεσαν» μεταξύ τους και άρεσε η χημεία τους χάρη στο αβίαστο χιούμορ και τη διάσταση της αυτοπαρωδίας, στο δεύτερο φιλμ ο Γουέντον κερδίζει για τον εαυτό του το δικαίωμα να βαθύνει λιγάκι τα πράγματα χωρίς να ρισκάρει «να τον πάρουν στο ψιλό». Και, πράγματι, η μουντάδα του «Avengers: Age of Ultron» έρχεται, κατά κάποιο τρόπο, σαν φυσική συνέπεια, συνεχίζοντας την παράδοση που θέλει τα καλά sequel πιο βαρύθυμα των πρωτότυπων (ας σκεφτούμε το δεύτερο «Star Wars», το δεύτερο «Lord of the Rings», το αριστουργηματικό «Batman Returns» αλλά και το υπερτιμημένο «Dark Knight»). Είναι λογικό: την πρώτη φορά που γνωρίζεις κάποιον, είναι κάπως επιφυλακτικός. Σου δείχνει μόνο την φωτεινή του όψη, την ευχάριστη στη θέα. Όταν έχεις κερδίσει την εμπιστοσύνη του, νιώθει έτοιμος να σου ανοιχτεί και να αποκαλύψει τα μυστικά του. Αυτό συμβαίνει και με τους ήρωες της ταινίας. Αντί για το χαβαλεδιάρικο τσούρμο που περίμενες, τώρα σε επισκέπτονται όντα τραυματισμένα, διττά, πιασμένα στη μέγγενη του φόβου, κυνηγημένα από το σκοτεινό παρελθόν τους, που πίσω απ΄ τις υπερδυνάμεις και τον ιδεαλισμό, έχουν αναποτελεσματικά καταχωνιάσει αδυναμίες και πάθη. Η προσθήκη δύο ακόμα «ιδιαίτερων» ηρώων (για τους οποίους δεν θα αποκαλύψουμε τίποτα, για να μην χαλάσουμε τις εκπλήξεις της ταινίας), εντείνει την αίσθηση της τραγικότητας κι ενός γκρίζου κλίματος που κάνουν το δεύτερο Avengers ένα φιλμ, περισσότερο σοβαρό, όχι σοβαροφανές κατ’ ανάγκην.
Υπό αυτή την έννοια, όσοι περίμεναν μια ακόμη κωμωδία επιστημονικής φαντασίας με καντάρια δράσης, ενδέχεται να το θεωρήσουν κατώτερο του πρώτου. Κατά την άποψη του γράφοντος βρίσκεται ένα σκαλί παραπάνω σε όλα τα επίπεδα. Δεν μπορείς, ας πούμε, να μην παρατηρήσεις ότι η προαναφερθείσα δράση εδώ είναι πιο αρμονική και σωστά τοποθετημένη μέσα στα 138 λεπτά του έργου. Αντί να μετατεθεί όλος ο πανζουρλισμός των ειδικών εφέ στα τελευταία 40 λεπτά πριν το φινάλε, όπως συνέβαινε στο πρώτο, έχουμε καταπληκτικές σκηνές μαχών και επίδειξης των ικανοτήτων της ομάδας, από την αρχή (σε μια φοβερή σεκάνς μιας λήψης, όπου με μονοπλάνο ο Γουέντον περνάει από τον έναν ήρωα στον άλλο, με τέτοια βιρτουόζικη άνεση που θυμίζει τις καλύτερες στιγμές ενός Σπίλμπεργκ), μέχρι το τέλος. Είναι τέτοιος ο αφηγηματικός ρυθμός της ταινίας, τόσο σοφή η μοιρασιά ανάμεσα σε υπερστυλιζαρισμένα set-pieces αναμετρήσεων, χαλαρωτικές σκηνές διαλόγων και πιο ατμοσφαιρικά ιντερμέδια εκτύλιξης των προσωπικών δραμάτων και συγκρούσεων, που τίποτα δεν περισσεύει και τίποτα δεν μοιάζει τραβηγμένο από τα μαλλιά ή κουραστικό. Σε αντίθεση δε, με το πρώτο φιλμ, όπου ο ενήλικας θεατής θα έπρεπε να είναι ακραιφνής «χαβαλές» για να το απολαύσει, εδώ όλοι μπορούν να βρουν κάτι για να ευχαριστηθούν. Κι όσο για θέαμα, κανείς δεν θα βγει από την αίθουσα «πεινασμένος». Μπροστά στον απόλυτα οργανωμένο ορυμαγδό που ενορχηστρώνει με την ευκολία ενός αληθινού μαέστρου των κινούμενων εικόνων ο Γουέντον, κάτι υπερφίαλα ανθρωπάρια σαν τον Μάικλ Μπέι, θα έπρεπε να αναζητούν λαγούμι να κρυφτούν.
Αντικειμενικά, και χωρίς τον κίνδυνο να θεωρηθεί οπαδός (άρα μεροληπτικός) μπορεί κανείς να πει με σιγουριά ότι το ποιοτικό blockbuster, η αληθινά μαγευτική περιπέτεια φαντασίας, είναι πια υπόθεση της Marvel. Λίγα λεπτά μέσα στον κόσμο του δεύτερου Avengers αρκούν για να αποκαλύψουν τα κοιτάσματα ταλέντου που αξιοποιήθηκαν για απολαμβάνουμε εμείς ένα τέτοιο, αστραφτερό αποτέλεσμα. Πρόκειται για έναν άθλο «λαϊκού» σινεμά που, με τον τρόπο του, οικοδομεί τη δική του θεωρία περί τέχνης. Ναι, είναι μια τέχνη μαζική, αδιαμφισβήτητα «ελαφριά» (αυτός είναι κι ο στόχος των δημιουργών της άλλωστε), φασαριόζικης και ακατάλληλης για ρεμβασμό, αφού δεν σε αφήνει να πάρεις ανάσα. Σε αρπάζει από τα μούτρα, όμως, κι αν οι αντιστάσεις του ώριμου σνομπισμού σου δεν λογίζονται σημαντικές, σε ταξιδεύει πίσω στην παιδική σου ηλικία με έναν τρόπο σχεδόν μεταρσιωτικό. Μικρό πράγμα δεν το λες αυτό. Το να γίνεσαι πάλι πιτσιρικάς, έστω και για ένα δίωρο είναι μάλλον ευλογία. Που εδώ σου προσφέρεται και σε συσκευασία καταπληκτικού 3D. Άρπαξε την ευκαιρία!