Reviews Foxcatcher (2014)

16 Αυγούστου 2024 |

0

Foxcatcher (2014)

 Σκηνοθεσία: Μπένετ Μίλερ

Παίζουν: Στιβ Κάρελ, Τσάνινγκ Τέιτουμ, Μαρκ Ραφάλο

Διάρκεια: 134′

Η περσόνα του εκκεντρικού Τζον Ντυ Πον (διακεκριμένος ορνιθολόγος, επαγγελματίας φιλάνθρωπος, κληρονόμος της αμύθητης περιουσίας που έχτισε η  δυναστεία των Ντυ Πον στα μέσα του 19ου αιώνα, καθώς και λάτρης του ερασιτεχνικού αθλητισμού) μοιάζει βγαλμένη από κάποιο ψυχιατρικό λεύκωμα. Όσο για το μεγαλεπήβολο πλάνο να μετατρέψει την έπαυλή του σε προπονητικό κέντρο για την αμερικανική εθνική ομάδα ελευθέρας πάλης (από τα τέλη της δεκαετίας του ’80 ώς τα μέσα της δεκαετίας του ’90), η τραγική κατάληξη φαντάζει μάλλον υπερβολική ακόμη και για το πιο ευφάνταστο μυθιστόρημα ή σενάριο. Η ζωή όμως, όπως έλεγε και ο Λουίτζι Πιραντέλο, δεν νοιάζεται ποτέ για την αληθοφάνεια ακριβώς επειδή είναι αφόρητα αληθινή. 

Το Foxcatcher (που πήρε το όνομά του από την έπαυλη του Ντυ Πον) σε βυθίζει ευθύς εξαρχής σε μια πυκνή και αδιαπέραστη ομίχλη, σε ένα ντεκόρ ασφυκτικό, χαμηλότονο, υπαινικτικό. Οι αριστοκρατικές γκραβούρες που παρελαύνουν αρχικά στην οθόνη (ευγενείς που επιδίδονται σε κυνήγι αλεπούς και ποζάρουν πλάι σε κανόνια, άρματα και άλογα, ένα μουσειακό έκθεμα αλλοτινών μεγαλείων) δίνουν σύντομα τη θέση τους σε ένα σκηνικό ξέπνοο και καταθλιπτικό.

Ένας Χρυσός Ολυμπιονίκης της ελευθέρας πάλης περιφέρεται σαν εκπαιδευμένος παπαγάλος σε σχολεία της ξεχασμένης αμερικάνικης ενδοχώρας. Στέκεται σαν τηλεγραφόξυλο απέναντι σε ένα παιδικό κοινό που βαριέται του θανατά και απαγγέλλει το βαρετό του ποίημα για λίγα δολάρια την ώρα. Ο Μαρκ Σουλτς –σε αντίθεση με τον μεγαλύτερο αδερφό του και επίσης Χρυσό Ολυμπιονίκη, Ντέιβ Σουλτς– είναι παντελώς άγνωστος και σχεδόν αόρατος. Δεν είναι εύγλωττος, επικοινωνιακός ή χαρισματικός και δίνει συνεχώς την εικόνα του παρείσακτου σε κάθε  κοινωνική περίσταση.

Ο Μπένετ Μίλερ, τρία χρόνια μετά το εξαιρετικό Moneyball (2011), χρησιμοποιεί ξανά ως εφαλτήριο τον αθλητισμό, έχοντας και πάλι ως τελικό προορισμό τα βάθη της αμερικάνικης ψυχής. Αυτή τη φορά, ωστόσο, κινείται σε δρόμους και τονισμούς πολύ πιο σκοτεινούς, μακριά από τη φωτεινή βιτρίνα και τη λαοφιλία του μπέιζμπολ. Πλέον, βρισκόμαστε βυθισμένοι σε μια πνιγηρή και διαβρωτική εποχή, στα χασομέρια του Ρηγκανισμού, στους τίτλους τέλους για μια ιστορική περίοδο γεμάτη ναφθαλίνη, όπου κυριάρχησαν ο νεο-συντηρητισμός και η αντιδραστικότητα. 

Ο Μίλερ τρυπώνει στα σωθικά της Παλαιάς Αμερικής, σε ένα μαυσωλείο παλιάς (ή και φαντασιακής) δόξας, γεμάτο προτομές, τρόπαια, ταριχευμένες νίκες, θανατερά παιχνίδια, σύμβολα ξεθωριασμένης αίγλης και μια αθεράπευτη αίσθηση κενού. Η υπερδύναμη αναζητά καινούργιους ήρωες όχι επειδή οι παλαιότεροι έχουν ξεφτίσει, αλλά επειδή ψάχνει να βρει έναν νέο ιερό σκοπό. Η παρτίδα του Ψυχρού Πολέμου έχει κριθεί και ο άκρατος πατριωτισμός προκύπτει είτε ως έλλειμμα αυτοσεβασμού για μια χαμένη ψυχή (Μαρκ Σουλτς) είτε ως διακοσμητικό στόλισμα (και πνευματικό αποκούμπι) σε κάποιο τζάκι ευπατρίδων (Τζον Ντυ Πον).

Ο Στιβ Κάρελ ενσαρκώνει υποδειγματικά ένα γερασμένο αγόρι που δεν υπήρξε ποτέ ούτε παιδί ούτε ενήλικας, ένα κινούμενο χτικιό, ένα ανθρώπινο παράπονο που δεν βρίσκει τρόπο και δίοδο να εκφράσει την οργή και τη μοναξιά του: τα σκοτάδια στο μυαλό και στο βλέμμα του είναι σαν να υπήρχαν από πάντα. Απόλυτα ευνουχισμένος από τη μητρική εξουσία, δια βίου στερημένος από την πατρική και φιλική αγάπη, δέσμιος μιας καταγωγής που δεν επέλεξε ο ίδιος, προσπαθεί να (εξ)αγοράσει την εκτίμηση και τον σεβασμό. 

Και βρίσκει στο πρόσωπο του Μαρκ (Τσάνινγκ Τέιτουμ) ένα υπάκουο κουτάβι έτοιμο να τον δεχτεί ως λυτρωτή και σωτήρα, προσπαθώντας να αναπληρώσει για όλη τη χαμένη επαφή (μεταφορική και κυριολεκτική). Η σχέση τους, όμως, είναι εξ ορισμού εύθραυστη και ελαττωματική και ως φυσική απόρροια της ανισορροπίας αυτής μπαίνει στην εξίσωση ο Ντέιβ (Μαρκ Ραφάλο). Ένα ασφυκτικό πρότυπο για τον μικρό του αδερφό, ψυχικό στήριγμα και αντικείμενο φθόνου την ίδια ακριβώς στιγμή.

To Foxcatcher αφήνει υπόκωφες κραυγές κάθε στιγμή που σιωπά, φανερώνει τους απώτερους σκοπούς του μέσα από στοιχεία και ενδείξεις που κουκουλώνει επιμελώς και φροντισμένα. O Μίλερ μάς βυθίζει σε μια μόνιμη απειλή και σε μια απροσδιόριστη ανησυχία, στήνοντας ένα πεδίο μάχης όπου πολεμούν τα βλέμματα και οι ψίθυροι. Και έχει την πρόνοια και το ταλέντο να βάλει σιγαστήρα ακριβώς τη στιγμή που σιγοψήνονται οι πιο ισχυρές εκρήξεις: σαν να στριμώχνει τις φωνές και τα δάκρυα σε αεροστεγείς σακούλες.

Πάνω απ’ όλα όμως, φροντίζει μεγαλοφυώς να μοντάρει την ταινία του σε απόλυτη αρμονία με το τιμώμενο άθλημα. Ένα ντόμινο από λαβές, γραπώματα, αναποδογυρίσματα, επαφές, κερδισμένους πόντους. Με χαρακτήρες σε άμυνα και επίθεση την ίδια στιγμή, σε συνθήκες προπόνησης και αγώνα χωρίς κανένα διάλειμμα, προβάροντας τεχνικές και συστήματα, πάντα έτοιμοι να κυλιστούν στο ταρτάν. Τελικός προορισμός ένα φινάλε που δεν προσφέρει την παραμικρή ανακούφιση, λύτρωση ή επεξήγηση. Με τις ιαχές στην τελική σεκάνς να επικυρώνουν το δυσοίωνο επιμύθιο: κάποιες πληγές είναι καταδικασμένες να μη βρουν ποτέ ούτε γιάτρεια ούτε διάγνωση. 




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑