Σκηνοθεσία: Γουίλιαμ Γουάιλερ
Παίζουν: Όντρεϊ Χέπμπορν, Σίρλεϊ Μακ Λέιν, Τζέιμς Γκάρνερ.
Διάρκεια: 107’
Μεταφρασμένος τίτλος: “Ψίθυροι”
Το 1934, η Αμερικανίδα θεατρική συγγραφέας Λίλιαν Χέλμαν, διάσημη για τη σχέση της με τον συγγραφέα Ντάσιελ Χάμετ καθώς και για την ιδεολογική της τοποθέτηση, που την έφερε στο στόχαστρο της μακαρθικής λαίλαπας, υπογράφει το διασημότερο έργο της, με τίτλο The Children’s Hour. Δύο χρόνια αργότερα, η Metro Goldwyn Mayer αγοράζει τα δικαιώματα και αναθέτει τη σκηνοθεσία στον Γουίλιαμ Γουάιλερ και τη συγγραφή του σεναρίου στην ίδια τη Χέλμαν. Ο Κώδικας Χέιζ που βρίσκεται σε ισχύ την εποχή εκείνη αποκλείει δια ροπάλου κάθε περίπτωση αναφοράς του ακανθώδους θέματος της ομοφυλοφιλικής έλξης μεταξύ δύο γυναικών.
Το σενάριο πετσοκόβεται και επί της ουσίας μία άλλη ταινία βγαίνει στις αμερικάνικες αίθουσες με τον τίτλο These three (Οι σκιές που περνούν, 1936). Ο νέος τίτλος φανερώνει και τη μετατόπιση που επήλθε στην πλοκή, καθώς το υποβόσκον λεσβιακό ειδύλλιο μετατράπηκε σε ερωτικό τρίγωνο αυστηρά ετεροφυλοφιλικών προτιμήσεων. Ο Γουάιλερ όμως είναι αποφασισμένος να εξοφλήσει το χρωστούμενο γραμμάτιο και είκοσι πέντε χρόνια αργότερα γυρίζει την ταινία εκ νέου, με τον αυθεντικό της τίτλο και πολύ κοντύτερα στο πνεύμα του πρωτότυπου κειμένου. Μολαταύτα, και πάλι θα αφαιρεθούν ορισμένες σκηνές προκειμένου να μην ξεσηκωθεί θύελλα αντιδράσεων. Ας μην λησμονούμε πως ακόμη είναι νωπή η παράνοια του μακαρθισμού και οι δράσεις της Επιτροπής Αντιαμερικανικών Ενεργειών, η οποία είχε στείλει πολλούς καλλιτέχνες στα αζήτητα.
Η σκηνοθετική μπαγκέτα του, τρις οσκαρικού τροπαιούχου, Γουάιλερ κάνει μονομιάς το θαύμα της. Ευθύς εξαρχής, τα βλέμματα των δύο ηρωίδων μοιάζουν τα μόνα που μπορούν να συνεννοηθούν εν μέσω αναστάτωσης και πληθώρας σωμάτων. Η έλξη δηλώνεται με τρόπο υπαινικτικό αλλά τόσο σαφή, τόσο γευστικά υποδόριο. Η Σίρλεϊ Μακ Λέιν ανακαλεί την πρώτη γνωριμία της με την Όντρεϊ Χέπμπορν (τελευταία της ασπρόμαυρη ταινία παρεμπιπτόντως) και αναφωνεί με ένα τόσο χαρακτηριστικό και ενδεικτικό τρόπο «such a pretty girl…».
Τα κοντρ πλονζέ πλάνα, τα απότομα κοντινά σε πρόσωπα, η διάταξη στο χώρο, αποπνέουν μία αίσθηση εγκλεισμού και καταπίεσης, υποδεικνύουν την εξουσία, φωτίζουν τα μίση. Η βαρύτητα του λόγου εξαρτάται από την ισχύ του πομπού, κάποια χείλη είναι στο απυρόβλητο, κάποια άλλα τελείως ανυπεράσπιστα. Ο Γουάιλερ κινηματογραφεί ένα κοινωνικό δράμα με ανεπαίσθητες πινελιές θρίλερ, καθώς το παιδικό βλέμμα και μυαλό δεν είναι γεμάτα αθωότητα αλλά ικανά να προκαλέσουν πόνο και θλίψη. Μέσα σε όλα αυτά, μία από τις πιο συνήθεις μορφές υποκρισίας γίνεται αντικείμενο επίκλησης και εν τέλει χλευασμού από τη σκηνοθετική πλευρά. Το υπέρτερο συμφέρον των παιδιών, η διαπαιδαγώγησή και το μέλλον τους, μόνιμη δικαιολογία που τραβάει τη σκανδάλη, ένας πραγματικός τραγέλαφος που ξεσκεπάζεται και μένει γυμνός και χυδαίος.
Πέρα όμως από την προφανή στηλίτευση του συντηρητισμού και της μηδενικής ανοχής στη διαφορετικότητα, ο Γουάιλερ πραγματοποιεί μία υψηλού επιπέδου άσκηση κατανόησης και εμβάθυνσης στις έννοιες της αλήθειας και του ψέματος. Ένας ψίθυρος ακόμη και αναληθής, είναι ικανός να ακουστεί εκκωφαντικά, να σπάσει κάθε τύμπανο μιας κοινωνίας έτοιμης να καταδικάσει και να εκτελέσει. Από την άλλη, ο Γουάιλερ μας υπενθυμίζει σοφά πως τα ψέματα δεν προκύπτουν εντελώς τυχαία.
Είτε επιλέγουμε το ψέμα που εμπεριέχει μία δόση αλήθειας είτε βροντοφωνάζουμε πως μία κρυφή και ανενεργή αλήθεια είναι ψέμα για να μπορέσουμε να κοιμηθούμε πιο ήρεμοι το βράδυ. Επιπλέον, όταν ένα ψέμα αρχίζει και παράγει απτά αποτελέσματα, μετατρέπεται αναπόφευκτα σε μία βιωματική αλήθεια, γίνεται πραγματικότητα που μας ορίζει. Οι λέξεις κάποιες φορές κρύβουν μέσα τους όλη την ουσία και η ετυμολογία της λέξης «αλήθεια» μάλλον μας αποκαλύπτει πολλά. Η αλήθεια λοιπόν είναι αυτό που δεν υποπίπτει στη λήθη («α» στερητικό και «λήθη» τα δύο συστατικά της λέξης) και όχι το αντίθετο του ψέματος.
Δείτε το τρέιλερ της ταινίας: