Σκηνοθεσία: Αλέξης Αλεξίου
Παίζουν: Στέλιος Μάινας, Δημήτρης Τζουμάκης, Αδάμ Μπουσδούκος, Γιώργος Συμεωνίδης, Μίμι Μπρανέσκου, Μαρία Ναυπλιώτου
Διάρκεια: 116΄
Αν το Τρίτη (ή Παρασκευή) και 13 δηλώνει μια άτυχη ή κακή μέρα, τότε το Τετάρτη (και) 04:45 δηλώνει το Τέλος. Τέλος συνεργασίας, τέλος εργασίας, τέλος οικογένειας, τέλος αθωότητας, τέλος εποχής, τέλος παιχνιδιού! Ο Στέλιος, ένας μεσήλικας στην Αθήνα του 2010, κατάφερε να πραγματοποιήσει το όνειρό του και να το κρατήσει ζωντανό για 17 ολόκληρα χρόνια. Δεν είναι “καρμίρης”. Θέλει το καλύτερο και πληρώνει αδρά για να το έχει. Το jazz club του φιλοξενεί τα καλύτερα μουσικά σχήματα του είδους. Οι μουσικοί φιλοξενούνται στο καλύτερο ξενοδοχείο της πόλης με θέα την Ακρόπολη. Οι θαμώνες εισπράττουν τη γαλαντομία του, τον τιμούν και γίνονται πελάτες. Όμως το τίμημα γίνεται όλο και δυσανάλογο. Ψυχικά και οικονομικά.
Ο ψυχισμός του δεν διαθέτει σημαντικά αποθέματα. Οι οικογενειακές υποχρεώσεις, η μία μετά την άλλη, οδηγούνται με μαθηματική ακρίβεια στο τραχύ μονοπάτι της ασυνέπειας: προς τα παιδιά, προς τη σύζυγο, προς τις απλές, ανώδυνες οικιακές έγνοιες. Η σύζυγος πλέον αποδέχεται τη σταδιακή του απομάκρυνση από τα τετριμμένα και την οικογενειακή ρουτίνα. Ολοένα με πιο ειρωνικό, σαρκαστικό, προσβλητικό τρόπο. Κι εκείνος ολοένα υπόσχεται να προσπαθήσει. Μάταια όμως! Το διαζύγιο μοιάζει αναπόφευκτο. Η απόφασή της φαίνεται να “σπάει” το κοντέρ της σκέψης, αφήνοντας ένα απειροελάχιστο κενό πριν το τινάξει στον αέρα: τα επερχόμενα Χριστούγεννα ίσως μετατραπούν σε καταλύτη της βραδυφλεγούς ψυχικής έκρηξης. Όχι πως δεν γνωρίζει για την άλλη. Όχι πως τον συγχωρεί. Ούτε πως τρέφει φρούδες ελπίδες για κάποια συγκλονιστική αλλαγή. Όμως, ο χωρισμός είναι ένας μικρός θάνατος. Και είναι δύσκολο να “κεράσεις” θάνατο.
Αλλά και οικονομικά δεν κινείται στην άσφαλτο της ευημερίας. Διότι έπεσε στην ανάγκη των αρπακτικών. Αρπακτικών όχι των δισεκατομμυριών, αλλά των κάποιων ολίγων χιλιάδων. Ένα από τα μικρά εγχώρια αρπακτικά είναι ρουμάνικης καταγωγής. Με τη βοήθεια του Βάσου, καλοθελητή του Ρουμάνου, ο Στέλιος πήρε κάποτε ένα δάνειο. Σήμερα έφθασε σχεδόν τις 150 χιλιάδες. Βλέπεις, οι τράπεζες δανείζουν δυσκολότερα στους μικρούς καιο στους μεσαίους επιχειρηματίες, σε σύγκριση με τα κόμματα και τπυς εθνικούς μεγαλοεργολάβους. Και ο Στέλιος είχε ανάγκη τα χρήματα. Για να αγγίξει το Όνειρο. Δυστυχώς όμως, το Ελληνικό Όνειρο έχει τόση ομοιότητα με το Αμερικάνικο, όσο ο εσπρέσο με τον φραπέ. Τελικά, τίποτε εγχώριο δεν έχει σήμερα κάποια αξία!
Ο Ρουμάνος, όπως κάθε δανειστής, θέλει τα λεφτά του. Όχι τώρα. Δεν είναι… τόσο κακός. Του αφήνει περιθώριο 32 ώρες! Τι μπορεί να κάνει κάποιος μέσα σε 32 ώρες; Από ότι λέει ο Αλεξίου, πάρα πολλά. Πρώτα από όλα να αναθεωρήσει κάποιος τη στάση ζωής του. Να αναδεύσει τον συναισθηματικό μικρόκοσμό του και να δει αν υπάρχουν ακόμη, έστω σε ποσότητες μικρογραμμαρίων, κάποια αισθήματα που να πιστοποιούν την ανθρώπινη οντότητά του. Μέσα σε αυτές τις 32 ώρες ανακαλύπτει πράγματα για τον αδελφό του, τη γυναίκα του, την ερωμένη του, τους συνεργάτες του… Για τον ίδιο του τον εαυτό. Διαπιστώνει ότι είναι “μάλλον Έλληνας”. Ότι δεν είναι ο μόνος που βουλιάζει στο τέλμα των χρεών. Ότι ο Αλβανός, ο Ομέρ, φωνάζει αυτό που φωνάζουν όλοι οι μάλλον Έλληνες. Ότι “δεν υπάρχει σάλιο”. Ότι, όταν δεν έχεις να χάσεις τίποτε, αν ορθώσεις το ανάστημα σου ίσως και να κερδίσεις κάτι: ίσως σώσεις τα υπολείμματα του εαυτού σου.
Η αλληγορία συνδυάζεται επιδέξια με το νουάρ στοιχείο, περιτυλιγμένη με μια ατμοσφαιρική, έντονα χρωματικά, υγρή ατμόσφαιρα, βουτηγμένη στις αντανακλάσεις του νέον και ελαφρά γεύση από κόμικ. Οι σινεφιλικές αναφορές (ή δανεισμοί) από τον ασιατικό κινηματογράφο (κυρίως Τζον Γου, Γουόνγκ Καρ Γουάι) αναδύουν νοσταλγία, μελαγχολία και χαρμολύπη. Η μουσική επένδυση, σε συνδυασμό με τα αυθεντικά ή “πειραγμένα” ελληνικά τζαζ τραγούδια των Κλειώ Δενάρδου, Τζένη Βάνου και Σταύρου Ζώρα, που μοιάζουν ραμμένα στο φιλμικό σώμα με εξαιρετική ακρίβεια, προσδίδουν στην ταινία χάρη, φινέτσα και στυλ.
Το απόγειο όμως της ταινίας είναι η τελευταία σεκάνς, κατά την οποία με χορογραφημένη βία επέρχεται η κάθαρση και η πολυπόθητη λύτρωση, υπό τις άηχες νότες της βροχής. Η αθωότητα του σιωπηλού παιδικού βλέμματος είναι ο καταλύτης που πυροδοτεί την εξώθερμη αντίδραση. Ο Στέλιος αρνείται να γίνει Φάουστ και να πουλήσει την ψυχή του στον Μεφιστοφελή. Όχι ρε, “έχετε ευθύνη”. Ο μόχθος 17 χρόνων δεν πρόκειται να διαγραφεί για μερικές ψωροχιλιάδες. Και ναι, η τζαζ δεν είναι παρωχημένη. Ούτε επιτρέπεται να αντικατασταθεί από house, techno, r’n’b μουσική. Πόσο μάλιστα από σκυλάδικα!