Festivals 60ό ΦΚΘ: Let There Be Light

8 Νοεμβρίου 2019 |

0

60ό ΦΚΘ: Let There Be Light

Ο Μίλαν είναι ένας Σλοβάκος που ζει και εργάζεται στη Γερμανία, προσπαθώντας να εξασφαλίσει τα απαραίτητα για την οικογένειά του, η οποία έχει παραμείνει στην πατρίδα του. Η επιστροφή του στην οικογένεια για τις χριστουγεννιάτικες διακοπές επισκιάζεται από ένα τραγικό συμβάν ∙ ένας συμμαθητής του δεκαεξάχρονου γιου του έχει αυτοκτονήσει υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες και ο θάνατος του αποτέλεσε το έναυσμα της αναταραχής στη μικρή κοινωνία, καθώς έγινε γνωστό ότι ο εκλιπών υφίστατο διαρκείς παρενοχλήσεις ως προς τη σεξουαλική του προτίμηση από μία ομάδα νεαρών ακροδεξιών με το όνομα « Η Φρουρά», στην οποία συμμετείχε και ο γιος του Μίλαν.

Ο Μάρκο Σκοπ, στη δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του, δείχνει ότι διαθέτει το αφηγηματικό σθένος που του επιτρέπει να παρουσιάσει μία πολιτικά φορτισμένη ιστορία βγαλμένη από τα σπλάχνα των σύγχρονων ανατολικοευρωπαϊκών κοινωνιών στις οποίες ορθώνει το ανάστημά του ο νεοφασισμός. Κινηματογραφεί δίχως παρωπίδες, δίχως αναξιοπαθούντες καλούς και απάνθρωπους κακούς, αναζητά τα αδικαιολόγητα μα όχι και αναιτιολόγητα μίση που έχουν τις ρίζες τους στην οικονομική εξαθλίωση και δεν προσφέρει συγχωροχάρτι σε κανέναν. Οι θεσμοί είναι από κοινού ένοχοι με τους καθημερινούς ανθρώπους που υποθάλπουν τη φρίκη στα ζεστά σπιτικά τους είτε δια ευθέων πράξεων είτε δια παραλείψεων.

Ο φασισμός, κατά τον Σκοπ, δεν έχει εξαλειφθεί από την κοινωνία και επωάζεται μέχρι να επιστρέψουν οι κατάλληλες συνθήκες. Δεν αντιμετωπίζεται με υποτιθέμενες καλές προθέσεις που στηρίζουν την αποφυγή των συγκρούσεων ∙ ο κεντρικός χαρακτήρας του φιλμ, άλλωστε, είναι ένας συνένοχος του εγκλήματος, ένας κοινωνός του αποτροπιασμού που στήριξε το σαθρό οικοδόμημα με την μερική αποδοχή του. Ενσαρκώνει συνάμα την απελπισία και την ελπίδα, φέρνοντας στο νου το ερώτημα περί του πώς είναι δυνατόν ένας άνθρωπος με αγάπη για την οικογένειά του, με αυθεντική στοργή για τους οικείους του, ο οποίος με το νου του πράττει ορθά, να ενστερνίζεται ήπιες ρατσιστικές και γελοίες ακροδεξιές «ψεκασμένες» αντιλήψεις.

Ωστόσο, ο Σλοβάκος δημιουργός δεν επιχειρεί μία ολομέτωπη επίθεση στο φασιστικό οικοδόμημα, εξ ου και αποφασίζει να μη δομήσει την ταινία του γύρω από μανιχαϊστικά δίπολα. Ανιχνεύει το μερίδιο ευθύνης του καθενός, οδηγεί τους ήρωές σε σταδιακές ανακαλύψεις περί της θέσης εντός αυτού του σάπιου κόσμου που «εκεί που σάπιζε ξανατονώθηκε» και δε διστάζει να τα βάλει με τον κατεξοχήν φορέα ξεπλύματος συνειδήσεων των απανταχού υπερσυντηρητικών, την καθολική εκκλησία. Παρουσιάζει μία ρεαλιστική απεικόνιση της δράσης της ακροδεξιάς οργάνωσης σε μία κοινωνία που δομείται πάνω στην ανέχεια, με τις ειδεχθείς αγαθοεργίες της και την σιχαμένη δειλία της σε μία κατά μέτωπο αντιπαράθεση με ίσους όρους, δρασκελίζει ανάμεσα σε γενεσιουργούς παράγοντες της θεμελίωσης της φασιστικής βίας που αποπειράται να φορέσει μία ανθρώπινη μάσκα και απολαμβάνει τη στήριξη του θεσμικού κράτους.

Αν αφήσει μία κοινωνία τη μισαλλοδοξία να της γίνει βίωμα και αρχίσει να αποδέχεται τις φασιστικές αντιλήψεις ως υπερασπιστική γραμμή για τα δεινά που περνά, η πορεία της προς την απανθρωπιά έχει ήδη χαραχθεί. Η ανατροπή μίας τέτοιας εφιαλτικής κατάβασης προς την κόλαση δε θα έρθει από θεσμική κατεύθυνση, οι θεσμοί άλλωστε στρουθοκαμήλισαν όταν έπρεπε να δράσουν. Η ελπίδα, όση έχει απομείνει, βρίσκεται στο πλευρό των ανθρώπων που δε διστάζουν να κοιτάξουν κατάματα το τέρας μέσα τους και να το ξεριζώσουν, αφαιρώντας και ένα κομμάτι από τον ίδιο τους τον εαυτό. Ο Σκοπ καταφέρνει μία γενναία κινηματογράφηση της φρίκης που του επιτρέπει το αληθινό ξεμπρόστιασμα του φασισμού. Πρόκειται για ένα ισχυρό δείγμα πολιτικού σινεμά που παρατηρεί από κοινωνική σκοπιά τα κακώς κείμενα, ποτέ αφ’ υψηλού, αλλά και δίχως αθωωτικές παραδοχές.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑