Festivals Fire Will Come (O que arde)

10 Νοεμβρίου 2019 |

0

Fire Will Come (O que arde)

 Σκηνοθεσία: Oliver Laxe

Παίζουν: Amador Arias, Benedicta Sánchez, Inazio Abrao, Elena Fernández, David de Poso, Alvaro de Bazal

Διάρκεια: 85′

H δεύτερη μεγάλου μήκους ταινία του Όλιβερ Λάσε, που τιμήθηκε με το Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής στο τμήμα «Ένα κάποιο βλέμμα» στο Φεστιβάλ των Καννών, ήρθε στο φετινό Διεθνές Διαγωνιστικό και μας ταξιδεύει σε ένα μικρό χωριό στα βουνά της Γαλικίας, στη γη των πατέρων του σκηνοθέτη. Εκεί επιστρέφει και ο Αμαδόρ, που έχει μόλις αποφυλακιστεί έχοντας εκτίσει ποινή για εμπρησμό (είναι εκείνος που έκαψε το βουνό που αγκαλιάζει την κοινότητα), για να πιάσει το νήμα της αγροτικής καθημερινότητας από όπου το άφησε, πλάι στην ηλικιωμένη του μητέρα Μπενεδίκτα.

Από την πρώτη, απόκοσμη σκηνή καταλαβαίνουμε ότι στην καρδιά της παραβολής του Λάσε βρίσκεται η συνύπαρξη ανθρώπου και φύσης: πανύψηλοι ευκάλυπτοι λυγίζουν μυστηριωδώς μες στο σκοτάδι, γλιστρούν αργά έξω από το κάδρο, ώσπου σωριάζονται στο έδαφος, μπροστά –όπως θα φανεί– στους προβολείς-μάτια ενός πελώριου θηρίου από μέταλλο. Λίγο αργότερα, τα ελάχιστα λόγια που ανταλλάσσουν γιος και μητέρα μαρτυρούν πως το «κακό» που σιγοκαίει κάτω απ’ την επιφάνεια, δεν έρχεται αποκλειστικά από μία κατεύθυνση. Αν για τον Αμαδόρ «οι ευκάλυπτοι είναι χειρότεροι και απ’ τον διάολο, καταστρέφουν με τις ρίζες τους ό,τι υπάρχει γύρω», η Μπενεδίκτα δείχνει κατανόηση, ίσως και πως συγχωρεί, αφού εκείνοι που «πληγώνουν τους άλλους, το κάνουν επειδή πρώτα οι ίδιοι πονούν».

Ο φακός συλλαμβάνει την άγρια και επιβλητική ομορφιά της γαλικιανής φύσης –δέντρα, χώμα, βροχή, η φωνή του αέρα, το σώμα των ζώων– ενώ περνά απαλά, με τρυφερότητα, στον άνθρωπο, που αποτυπώνεται λες και ενσωματωμένος στο τοπίο, δίχως όμως να κλέβει απ’ το μυστήριό τους. Τους ήχους της φύσης συμπληρώνουν, ανά στιγμές, μουσικές επιλογές που κινούνται από Vivaldi μέχρι το Suzanne του Leonard Cohen, που ακούγεται από το ράδιο του αυτοκινήτου (μα από όλα τα τραγούδια του κόσμου αυτό!) στην πιο όμορφη σκηνή της ταινίας.

Παρά την απλότητα της αφήγησης, που έως έναν βαθμό κρατάει την ιστορία θολή, ο Λάσε μάς χαρίζει μια υπνωτιστική διαδρομή. Το βραδυφλεγές δράμα που κορυφώνεται όπως ακριβώς θέλει η προφητεία του τίτλου (κανένα σπόιλερ εδώ) κρατάει τον θεατή ασάλευτο για 85 λεπτά, για να τον αφήσει στο τέλος μουδιασμένο μες στις στάχτες, με ερωτήσεις που καίνε και απαντήσεις που εκκρεμούν.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑