Festivals BERLINALE 3: ICH BIN EIN BERLINER

19 Φεβρουαρίου 2012 |

0

BERLINALE 3: ICH BIN EIN BERLINER

Tα βραβεία απονεμήθηκαν πριν από λίγες ώρες σε μία τελετή με πολλούς και διάσημους προσκεκλημένους και η βράβευση των αειθαλών αδερφών Ταβιάνι με το Χρυσό teddy bear ομολογώ πως με χαροποίησε ιδιαίτερα, καθότι η ταινία τους ήταν το νούμερο 2 στη λίστα προτιμήσεων για τη μέγιστη διάκριση. Δεν θα σταθούμε όμως λαίμαργα και περιοριστικά στα βραβεία. Μία διαδικασία, στην οποία δίνεται υπέρμετρη βαρύτητα και η οποία περιορίζει ασφυκτικά τη γνήσια και αυθόρμητη απόλαυση της θέασης. Ας κάνουμε μία σύντομη αναδρομή στο τι είδαμε τις τελευταίες ημέρες. Η Δευτέρα ορίστηκε ημέρα αγρανάπαυσης και η απόφαση τηρήθηκε κατά γράμμα. Ο καιρός άνοιξε, καιρός για βόλτες, απαραίτητο διάλειμμα για να μην καταλήξουμε να σιχαθούμε και τη σκοτεινή αίθουσα. Τα θετικά του κατ’ επαγγέλματος ερασιτέχνη (εραστή της τέχνης, δηλαδή) του κινηματογράφου.

Επιστροφή την Τρίτη με ό,τι καλύτερο έχω δει ως τώρα, την ταινία που με μετέτρεψε σε οπαδό της στην κούρσα για το Χρυσό Αρκουδάκι, σε βαθμό που σε περίπτωση ήττας από οποιονδήποτε άλλη ταινία πλην αυτής των Ταβιάνι, θα μιλούσα για σάπιο κατεστημένο που λυμαίνεται τον κινηματογραφικό χώρο, εξαγοράζοντας κριτές και συνειδήσεις. «Tabu» λοιπόν, δια χειρός του Πορτογάλου Μιγκέλ Γκόμες, ένας απολαυστικός φόρος τιμής στη μαγεία της ίδιας της τέχνης του σινεμά. Ευθύς εξαρχής μάλιστα, από τον τίτλο κιόλας, ο οποίος παραπέμπει στην ταινία του Φρίντριχ Βίλχελμ Μουρνάου, η οποία γυρίστηκε το 1931 και φέρει τον ίδιο τίτλο. Ο Γκόμες αντιστρέφει τη σειρά των κεφαλαίων της ταινίας του Μουρνάου, δίνοντάς μας πρώτα μία εικόνα ολότελα μακρινή από οποιονδήποτε παράδεισο και έπειτα μία ζουμερή γεύση του χαμένου παραδείσου, καθώς αυτός πήρε σάρκα και οστά, μέχρι να οδηγηθεί στην αυτοκαταστροφή. Μουντή κινηματογράφηση που συνεπαίρνει και συλλαμβάνει αδιόρατες λεπτομέρειες μέσα από ένα ύφος καθάριο στο πρώτο μέρος, τα πρώτα ψήγματα ενός χιούμορ απελευθερωτικού μέσα στην αμβλύτητά του. Το δεύτερο κεφάλαιο, η απόλυτη εξύμνηση της τέχνης του σινεμά και μία αφήγηση που σε κρατά δέσμιό της. Ιστορική ταινία, σλάπστικ κωμωδία, μελόδραμα, πάθος και μία bigger than life ιστορία αγάπης. Η φωνή του αφηγητή εξιτάρει μέσα από την έλλειψη εξάρσεων που πασχίζουν να εξιτάρουν, το τέχνασμα των βουβών ηρώων, συνοδευόμενων από ήχους του σκηνικού στο φόντο λειτουργεί άψογα. Ένας κόσμος που συνδυάζει το εσωτερικό με το εξωτερικό, το τι θέλουμε από τη ζωή με το πώς τη βιώνουμε. Ένα υπέροχο κινηματογραφικό παραμύθι, εν ολίγοις.

Η συνέχεια δυστυχώς δεν κυμάνθηκε σε τόσο υψηλά επίπεδα. Υπήρχαν δύο εκδοχές μετά τη θέασητου «Tabu». Άκρατη επιείκεια ή ανεξέλεγκτη αυστηρότητα. Η επιλογή του πρώτου δρόμου δεν στάθηκε ικανή για να εξωραΐσει τις εντυπώσεις από το μετριότατο και ολίγον βαρετό, «La Mer a l’Aube» του Γερμανού Φόλκερ Σλέντορφ, κυριότερο χαρακτηριστικό της καριέρας του οποίου έχει υπάρξει η μεταφορά εξαίρετων λογοτεχνικών έργων στη μεγάλη οθόνη. Η λίστα είναι πραγματικά μεγάλη, από το «Homo Faber» του Μαξ Φρις («Voyager», ο κινηματογραφικός τίτλος), ως το (εκπληκτικό) «Η Χαμένη τιμή της Καταρίνα Μπλουμ» του Χάινριχ Μπελ. Από το «Ο θάνατος του εμποράκου» του Άρθουρ Μίλερ μέχρι το εμβληματικό έργο του Γκίντερ Γκρας «Το τενεκεδένιο ταμπούρλο» («Το ταμπούρλο» σκέτο, ο κινηματογραφικός τίτλος). Ο Σλέντορφ σπάνια λαθεύει λοιπόν αλλά ως γνωστόν, ουδείς αλάνθαστος. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, η βασική ιδέα αντλείται από τα γραπτά του, ιδιαίτερα δημοφιλούς στη Γαλλία, Γερμανού συγγραφές Έρνστ Γιούνγκερ, ο οποίος είχε υπηρετήσει και στους δύο Παγκόσμιους Πολέμους στον γερμανικό στρατό. Η πλοκή περιστρέφεται γύρω από τα γεγονότα της εκτέλεσης αθώων Γάλλων πολιτών (κυρίως μελών του ΚΚ Γαλλίας) ως αντίποινα για τη δολοφονία ενός Γερμανού αξιωματούχου στη Νάντη, κατά τη γερμανική κατοχή της Γαλλίας στον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Διδακτικός και μονίμως συγκινησιακά φορτισμένος τόνος, καμία εμβάθυνση στη σπαρακτική ψυχολογία που  συνοδεύει τόσο δύσκολες στιγμές, στρογγυλεμένοι χαρακτήρες, μία γενικότερη χλιαρότητα που αδυνατεί να αιχμαλωτίσει το ενδιαφέρον μας. Πάνω απ’ όλα, μία κορύφωση που σέρνεται μακρόσυρτα καταργώντας και τον ίδιο της τον ρόλο και χαρακτήρα.

 

Συνέχεια με το «Cherry» του, συγγραφέα και πολιτικού ακτιβιστή, Στίβεν Έλιοτ, ενός κοκτέιλ φτιαγμένου από όλα τα must υλικά μίας επιτυχημένης indie συνταγής. Ένας γρήγορος αλλά κούφιος ρυθμός, μία οπτική επί του πολύπλοκου σύμπαντος της πορνογραφίαςπου θυμίζει  ψαγμένη στήλη σε free press, γνωστοί πρωταγωνιστές που επιπλέουν με αρχοντική άνεση σε κακογραμμένους ρόλους δείχνοντας υπερβολικά,αλλά συνάμα αχρείαστα, κουλ και άνετοι. Μία καλλωπισμένη και μυθοποιημένη βερσιόν ενός θέματος, το οποίο θα είχε μπόλικο ψωμί να δώσει. Μόλις κατορθώσει κανείς να απαγκιστρωθεί από την καθηλωτική ομορφιά της κεντρικής ηρωίδας, θα διαπιστώσει εύκολα πως, παρότι οι συνθήκες την ευνοούν, είναι σχεδόν αδύνατο να ταυτιστεί κάποιος μαζί της, διότι όλες τις οι πράξεις προκύπτουν σχεδόν από το πουθενά και δεν  διαθέτουν την απαραίτητη συγκολλητική συνοχή. Τα αρχικά βάσανα που θα οδηγήσουν στις τάσεις φυγής μοιάζουν να έχουν υποκλαπεί από εκπομπή της Όπρα, η πορεία είναι υπερβολικά στρωμένη με ροδοπέταλα, οι συγκρούσεις κομμένες και ραμμένες ώστε να οδηγήσουν στο τελικό ζητούμενο, ενώ πολλά σκέλη της πλοκής δεν εξυπηρετούν στην πραγματικότητα τίποτα παρά να γεμίσουν βιαστικά ένα παζλ χαζοχαρούμενης αυτοναφορικής αισιοδοξίας. Σε κάποια στιγμή της ταινίας, βρέθηκα να αναρωτιέμαι γιατί σε στιγμές δυσκολίας, δεν γινόμαστε όλοι -άντρες, γυναίκες, παιδιά, σκυλιά, γατιά- ευτυχισμένες και όμορφες λεσβίες στο Σαν Φρανσίσκο, με υπερπολυτελή σπίτια και ονειρεμένες συνθήκες εργασίας στη βιομηχανία πορνό. Φαίνεται πολύ εύκολο και ιδανικό, λέω να το δοκιμάσουμε. Η φωτογραφία πασχίζει ανά στιγμές να δώσει διφορούμενους και σκοτεινούς τόνους, η κάμερα έστω και σπανίως θυμάται να ερευνήσει την πολυπλοκότητα των καταστάσεων που εμφανίζονται στο πανί, όλα όμως μοιάζουν τόσο μάταια όταν το κεντρικό νόημα είναι ένα πανάλαφρο πούπουλο που έχει πείσει τον εαυτό του πως είναι βαρύ και στιβαρό.

 

Θα κλείσουμε την αναφορά μας με τους τελικούς φεστιβαλικούς νικητές, τους θρυλικούς Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι και την ταινία τους, «Cesare deve morire». Τα δύο αδέρφια παρέδωσαν με φοβερή μεθοδικότητα ένα κινηματογραφικό δοκίμιο που καταπιάνεται με σχεδόν όλες τις έννοιες που απασχολούν την ανθρώπινη φύση, δοσμένες σε μορφή μίνι διαλεκτικών δίπολων. Πραγματικότητα – αναπαράσταση, τέχνη – ζωή, ελευθερία – περιορισμός, οικουμενικό – προσωπικό. Το τέλος μίας παράστασης, το χειροκρότημα δονεί την αίθουσα, η αυλαία πέφτει, τα φώτα σβήνουν, η σύμβαση έχει λήξει. Κάθε φορά που ένας ρόλος (όχι μόνο του ηθοποιού) έρχεται σε πέρας, τα πρώτα βήματα της απομάκρυνσης από τη σκηνή και της επαναφοράς στην πραγματικότητα είναι δυσβάσταχτα. Πόσο μάλλον αν ο προορισμός είναι μία φυλακή υψίστης ασφαλείας. Η διαδικασία ανεβάσματος της παράστασης θα πάρει σάρκα και οστά ενώπιον των ματιών μας μέσα από τη διαδικασία της κυοφορίας, το κουβάρι της ιστορίας θα ξετυλιχτεί μέσα από τις πρόβες που θα λάβουν χώρα ως κομμάτι της ζωής και της καθημερινότητας, θολώνοντας τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ψευδή παράστασή της. Τα μηνύματα πανανθρώπινα, ικανά να φωλιάσουν σε κάθε κατάσταση, να τρυπώσουν σε κάθε συγκυρία. «Ο Καίσαρας πρέπει να πεθάνει» θα αναφωνήσει με πόνο ψυχής ο Βρούτος, όπως και όλοι μας, όποτε έχει χρειαστεί να σκοτώσουμε οτιδήποτε αγαπάμε που μας καταδυναστεύει. Το φως μόνιμα εκτυφλωτικά ανελεύθερο, με μία στιλπνότητα που πληγώνει. Η κυρίως ιδιότητα των χαρακτήρων δεν αποκρύπτεται ποτέ βιαστικά και αγχωμένα, προσπερνάται αρχοντικά και λαμβάνεται υπόψη φυσιολογικά, όποτε φανεί αναγκαίο σε αμφότερες τις περιπτώσεις. Η ακροτελεύτια ατάκα διαλύει κάθε υποψία φωτεινής και άσκοπης αισιοδοξίας. «Από τότε που γνώρισα την τέχνη, το κελί αυτό έχει γίνει φυλακή». Οι φυλακές του μυαλού είναι αυτές που κάνουν το σώμα να σαπίσει και κάποιες στιγμές, η γνώση, όποια μορφή και αν λάβει, συναισθηματική, νοητική, βιωματική, μπορεί να μετατραπεί σε κατάρα που μας ακολουθεί κατά πόδας και καταπίνει ακόμη και τον ίσκιο μας.

 

Η συνέχεια άμα τη επιστροφεί στα πάτρια εδάφη, με εντυπώσεις από τις υπόλοιπες ταινίες που παρακολουθήσαμε, σύντομο σχολιασμό των βραβείων που απονεμήθηκαν και επιγραμματικό απολογισμό του Φεστιβάλ. Aufwiedersehen.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑