Festivals Berlinale 2013 Part 2

14 Φεβρουαρίου 2013 |

0

Berlinale 2013 Part 2

Ξεκίνημα της δεύτερης ανταπόκρισής μας με το πολύ καλό «A Single Shot» του Ντέιβιντ Ρόζενταλ, το οποίο περιλαμβάνεται στο τμήμα «Forum» της φετινής Μπερλινάλε. Τα ονόματα των Σαμ Ρόκγουελ και Ουίλιαμ Μέισι στο καστ ήταν εξαρχής πολλά υποσχόμενα και αμφότεροι μας δικαίωσαν πανηγυρικά. Μία πολύ όμορφα κινηματογραφημένη εναρκτήρια σκηνή κυνηγιού στις σκοτεινές ερημιές ενός δάσους θα μας δώσει το στίγμα. Απομόνωση, μοναξιά, καταδίωξη και ένας ακούσιος θύτης που θα μετατραπεί σε μόνιμο υποψήφιο θήραμα. Η αλήθεια είναι πως φέρθηκε με στιγμιαία πλεονεξία, η αλήθεια είναι πως φάνηκε άπληστος, αλλά το μόνο που ήθελε είναι να διορθώσει τα πράγματα, να τραβήξει το προσωπικό του κάρο από τη λάσπη. Οι πάντες είναι εναντίον του σε αυτό το one vs all δράμα, όπου δεν ξημερώνει ποτέ χάρη σε μία καταπληκτική φωτογραφία που απλώνει την καταχνιά στην οθόνη κάθε δυνατή στιγμή. Δεν είναι τόσο αυτά που συμβαίνουν ή αυτά που πληροφορούμαστε που μας βυθίζουν σε αυτό το άπατο πηγάδι. Είναι η συνολική αίσθηση αδιεξόδου και πνιγμού. Σε αυτά τα απόμακρα όρη και βουνά, ο θάνατος είναι μέσα στο πρόγραμμα και ίσως να είναι και μία πολύ καλή λύση.

Συνεχίζουμε εκτός διαγωνιστικού τμήματος, με μία ταινία που θεωρήθηκε ένα από τα βαριά χαρτιά του τμήματος «Panorama», εδώ στο Βερολίνο. Το «Maladies» είναι η δεύτερη συνεργασία του pretty face Τζέιμς Φράνκο με τον πολύ-καλλιτέχνη και εσχάτως σκηνοθέτη, Κάρτερ (Τζον Κάρτερ το πλήρες όνομα, αλλά το «Τζον» φαγώθηκε για καλλιτεχνικούς λόγους). Η πρώτη ήταν το παρανοϊκό «Erased James Franco», όπου ο Φράνκο «επαναδιατύπωνε» όλους τους ρόλους που έχει υποδυθεί στην καριέρα του, συν δύο εξτρά ερμηνείες των ρόλων που είχαν υποδυθεί η Τζουλιάν Μουρ (!) και Ροκ Χάντσον στις ταινίες «Safe» και «Seconds» αντίστοιχα… Το «Maladies» κινείται σε ένα παρόμοιο κλίμα παλαβομάρας και μας συστήνει ένα από τα πιο ξεκούρδιστα πρωταγωνιστικά κουαρτέτα όλων των εποχών. Η τέχνη ως μία επίπονη διαδικασία όπου βρίσκεις και χάνεις όλους σου τους πιθανούς «εαυτούς» και οι ατελείωτες μεταμορφώσεις στις οποίες υποβάλλουμε την ψυχή μας κατά τη διάρκεια της δημιουργίας. Πολύ όμορφα όλα αυτά, αλλά με εξαίρεση κάποιες σποραδικές εμπνευσμένες στιγμές (όπως ο αυθόρμητος χορός στο σαλόνι), η ταινία απορροφάται από τον δικό της αυτάρεσκο κόσμο και στην ουσία καταλήγει κατάλληλη μονάχα προς εσωτερική αυτάρεσκη κατανάλωση.

Μιας που πιάσαμε το ζήτημα της τρέλας, ας περάσουμε και στην καινούργια ταινία του πολυγραφότατου Στίβεν Σόντερμπεργκ και συνάμα τελευταία μεγάλου μήκους που θα σκηνοθετήσει, αν πιστέψουμε τις εξαγγελίες του. Ας ελπίσουμε πως ο Στίβεν θα πάρει λίγο time off τουλάχιστον διότι πλέον η μόνη ερώτηση που μπορεί να του απευθύνει κανείς είναι «τι πίνεις και δεν μας δίνεις;». Για να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματα, το «κατασκευαστικό» του ταλέντο είναι πραγματικά άχαστο και πληθωρικό. Στα της ταινίας μας, του «Side Effects» δηλαδή, η υψηλή τεχνική κατάρτιση βγάζει μάτι. Αιχμηρά κοντινά πλάνα, αντανακλάσεις σε γυάλινες επιφάνειες και παιχνίδια φωτός που αποπνέουν απειλή, χρώματα που πνίγουν και χώροι που μεταμορφώνονται σε υποψήφιες παγίδες, όπου κάτι μπορεί ανά πάσα στιγμή να συμβεί. Επιπλέον, η πρωταγωνίστρια Μάρα Ρούνι έχει μάτια, βλέμμα και φωνή, φτιαγμένα από ατόφιο ερμηνευτικό χρυσάφι. Ποιο είναι το πρόβλημα; Η πλήρης έλλειψη κατεύθυνσης, το γεγονός ότι η ταινία μπερδεύεται και μας μπερδεύει. Από εκεί που νομίζουμε πως παρακολουθούμε ένα modern age «φαρμακευτικό» θρίλερ και πάνω που το όλο ζήτημα μοιάζει με σαμπρέλα που χάνει αέρα, ο Σόντερμπεργκ πραγματοποιεί στροφή 180 μοιρών και το γυρνάει σε ένα ψυχολογικό θρίλερ κινήτρων και σκοτεινών επιθυμιών. Δυστυχώς, κανένα από τα δύο σκέλη δεν είναι αυτάρκες και δυνατό, ενώ το όντως αναπάντεχο twist μάλλον προκαλεί δυσάρεστη αμηχανία παρά συναρπαστική έκπληξη.

Συνεχίζουμε με το ιδιαίτερα πολύ-αναμενόμενο «Camille Claudel 1915», του εκκεντρικού (για να το θέσω ευγενικά) αλλά και προικισμένου Γάλλου Μπρούνο Ντιμόν. Θεματικός πυρήνας της ταινίας οι πρώτες στιγμές εγκλεισμού της διάσημης γλύπτριας και πρώην μαθήτριας και ερωμένης του Ροντέν, Καμίγ Κλοντέλ σε ψυχιατρικό ίδρυμα. Πρόκειται για την πρώτη συνεργασία του Ντιμόν με κάποιον αστέρα του κινηματογράφου και η Ζουλιέτ Μπινός απέδειξε πέραν πάσης αμφιβολίας πόσο πολύ ήθελε αυτό τον ρόλο και πόσο δεσμεύτηκε σε μία διαδικασία πραγματικά εξαντλητική. Το συντριπτικά μεγαλύτερο μέρος της ταινίας γυρίστηκε μέσα σε αληθινό ψυχιατρικό ίδρυμα και με πρωταγωνιστές αληθινούς τρόφιμους, οι οποίοι δεν περιφέρονται απλώς ως καρικατούρες αλλά  πρωταγωνιστούν κατά κυριολεξία. Όσοι είναι εξοικειωμένοι με το τραχύ σινεμά του Ντιμόν που δεν χαρίζει κάστανα σε κανέναν, είναι προετοιμασμένοι για μία θέαση απαιτητική και δύσκολη, όπως ακριβώς το θέμα που πραγματεύεται η ταινία. Ο εγκλεισμός και η πλήρης εγκατάλειψη και μοναξιά. Οι αντικρουόμενες φάσεις ενός ανθρώπου που έχει την ταραχή σε αφθονία αλλά διατηρεί σώας τας φρένας. Η αποστέρηση ενός καλλιτέχνη από το οξυγόνο του, την ίδια του την τέχνη. Η αντιπαραβολή της πίστης για σωτηρία της Καμίγ με τον αυτάρεσκο θεολογικό μονόλογο του αδερφού της Πολ, ο οποίος υμνεί τα Θεία επειδή δεν τολμά να υμνήσει απευθείας τον εαυτό του. Η σταδιακή απώλεια του χαρακτήρα και της ανθρωπιάς, δοσμένη με τρόπο ολότελα… ανθρώπινο. Η υπόσχεση του Ντιμόν πως η κόλαση έχει μόλις αρχίσει, παρά το παιχνιδιάρικο και επίμονο βλέμμα της Μπινός που κλείνει την ταινία. Μία ερμηνεία όπου το σώμα, το βλέμμα, η φωνή και η ψυχή φωνάζουν συνεχώς «βοήθεια!».

Συνέχεια με το ευχάριστο και γλυκό «Prince Avalanche» του Ντέιβιντ Γκόρντον Γκριν, το οποίο αποτελεί remake της ισλανδικής ταινίας «Either Way» του Γκούναρ Σίγκουρντσον. Η ταινία έχει τρεις βασικούς πρωταγωνιστές, τους οποίους παρακολουθούμε να αλληλεπιδρούν μεταξύ τους. Τον πάντα συμπαθή κωμικό Πολ Ραντ (αυτόν που τελικά παντρεύεται την Φοίβη στα «Φιλαράκια»), τον Εμίλ Χερς του «Into the Wild» και το απομονωμένο φυσικό τοπίο. Η δράση τοποθετείται το 1988 στο τσακισμένο από πυρκαγιές Τέξας, με δύο αταίριαστους και ξώφαλτσους ήρωες που έχουν αναλάβει μία από τις μοναχικές δουλειές που θα μπορούσε κανείς να φανταστεί. Η χημεία μεταξύ των πρωταγωνιστών είναι επιτυχημένη, επικρατεί μία μόνιμη αίσθηση κωμικής μελαγχολίας και το υπέροχο συνοδευτικό score των «Explosions in the Sky» συντελεί στο να κυριαρχεί ένα υπαρξιακό μοτίβο. Δύο ήρωες που καυγαδίζουν και φιλιώνουν συνεχώς και σε κάποια στιγμή κάθονται στα σοβαρά να αναρωτηθούν τι θα κάνουν επιτέλους με τη ζωή τους και τα ελαττώματά που τους βαραίνουν. Η όλη διαδρομή κυλά με εμπνευσμένη ηρεμία, με περιεκτικό στοχασμό και με ικανοποιητικότατο δοσμένο χιούμορ, αλλά δυστυχώς η λίγο πρόχειρη κλιμάκωση κάπως μας χαλάει την τελική γεύση. Όποτε θυμόμαστε την ταινία, θα το πράττουμε με ευχαρίστηση. Πιθανότατα όμως, δεν θα τη θυμόμαστε και τόσο συχνά.

Τέλος της δεύτερης μας ανταπόκρισης με το απογοητευτικό και ολίγον παλαιολιθικό ως προς την προσέγγιση και αντίληψή του, «Night Train to Lisbon». Ο βετεράνος Δανός σκηνοθέτης Μπιλ Όγκουστ, ο οποίος έχει μάλιστα τιμηθεί δις στο διάστημα 1988-1992 με τον Χρυσό Φοίνικα (!!), μεταφέρει στη μεγάλη οθόνη το ομώνυμο μυθιστόρημα του Ελβετού συγγραφέα Πασκάλ Μερσιέ και μας βομβαρδίζει με ακατάσχετες δόσεις βαρεμάρας και ανούσιας περιδίνησης σε μία υποτιθέμενη φιλοσοφική και πολιτική αναδρομή. Το σούπερ καστ που συγκεντρώνει ο (μάλλον παλαίμαχος πλέον) Δανός σκηνοθέτης, με προεξάρχοντα τον Τζέρεμι Άιρονς όχι μόνο δεν σώζει την κατάσταση, αλλά μάλλον καταλήγει να εκτίθεται άθελά του. Οι ερμηνείες είναι δυσκοίλιες και σφιγμένες, ακριβώς όπως τα περίεργα αγγλικά που μιλάνε όλοι οι ήρωες που είναι είτε Πορτογάλοι είτε Ελβετοί στην ταινία. Τα όμορφα σκόρπια πλάνα της Λισαβώνας, η –ο θεός να την κάνει- επαναστατική αναφορά στην περίοδο της πορτογαλικής δικτατορίας του Σαλαζάρ και το πανέμορφο σε σημείο υστερίας πρόσωπο της Μελανί Λοράν αδυνατούν να δώσουν πνοή σε μία ιστορία που μοιάζει ξεψυχισμένη από την αρχή ως το τέλος, ενώ παριστάνει την ηρωική και ξέφρενη.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑