Festivals 44o Φεστιβάλ Δράμας: Ημέρα 1η (13/9)

14 Σεπτεμβρίου 2021 |

0

44o Φεστιβάλ Δράμας: Ημέρα 1η (13/9)

Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας

Μέρα 1η, Δευτέρα 13 Σεπτεμβρίου

Ήταν τέλη της δεκαετίας του ’90, όταν ο γράφων βρέθηκε για πρώτη φορά στη Δράμα. Άκουγε από τους φίλους στον “εξώστη” για το Φεστιβάλ με τις υπέροχες μικρού μήκους, τις ωραίες παρέες, τις νυχτερινές μαζώξεις στα ταβερνεία, την πάντα φιλόξενη “Γαλλία”, τα “Χρονικά” και τον Νίκο Σιμόπουλο, τον Αντώνη Παπαδόπουλο, που πήρε κάποια στιγμή τη σκυτάλη από τον πρωτοπόρο και ιδρυτή Αλέξη Δερμεντζόγλου, συνεχίζοντας και επεκτείνοντας το έργο του, με τη διεθνοποίηση της διοργάνωσης. Από τον “Αμερικάνο” του Δήμα ως το “Skipper straad” της Ειρήνης Βαχλιώτη, τα επόμενα χρόνια μεγάλωσαν το πάθος για τις μικρής διάρκειας, αλλά πολλές φορές μεγάλης ψυχής, εικόνες. Οι “Υπότιτλοι”, η εφημερίδα της φεστιβαλικής εβδομάδας, υπήρξαν πολύ φιλόξενοι για περισσότερο από 15 χρόνια, όπως και το ξενοδοχείο “Εμπορικόν”. Τώρα πια κλειστόν. Όπως κλείνουν τα περισσότερα πράγματα, άλλωστε, αργά ή γρήγορα.

Να ‘μαστε πάλι εδώ, όμως. Γιατί η αγάπη για τις αναμνήσεις είναι πάντα δυνατή, όπως και για τη μικρού μήκους άλλωστε. Λίγα λόγια, λίγα λεπτά, λίγες εικόνες, λίγα καρέ… Πολλά συναισθήματα, πολλή ελπίδα από νέους κινηματογραφιστές, όχι συχνά δικαιωμένη κατόπιν, αλλά ποτέ το πέρασμα στο μυθιστόρημα δεν ήταν εύκολο για έναν διηγηματογράφο, έτσι δεν είναι; Πάμε, όμως, στο σήμερα, στο 44ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας, στο Εθνικό Διαγωνιστικό των 30 ταινιών, σε όσα είδαμε (από μακριά για αρχή, μέσω πλατφόρμας, από κοντά σύντομα…) τη Δευτέρα.

Η πρώτη και -κυρίως- η τελευταία εντύπωση είναι αυτές που μένουν συχνά πιο έντονα χαραγμένες στη μνήμη. Μπορεί, βεβαίως, όλο το ενδιάμεσο να διαφοροποιείται ξακάθαρα και η ουσία να βρίσκεται σ’ εκείνο, αλλά έτσι λειτουργούμε οι περισσότεροι και “διατί να το κρύψωμεν άλλωστε;”, που έλεγε και μια ψυχή. Αν, λοιπόν, η πρώτη εντύπωση είναι σημαντική, το 44ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους Δράμας ξεκινά υπέροχα.

Αν ήσουν ταινία, θα ήσουν μικρού μήκους”: ήδη ο πολύ πιασάρικος τίτλος της Γωγώς Μαραγγούλη δείχνει το δρόμο. Καλωσήλθαμε όλοι στον κόσμο των μικρομηκάδων, καλωσήλθαμε και στον κόσμο των σύγχρονων love story, που δεν προλαβαίνουν συνήθως να γίνουν μεγάλου μήκους. Αρκεί να ζήσει κανείς τη στιγμή, να την απολαύσει. Αθήνα σήμερα, από το κλειστό και άκρως θορυβώδες περιβάλλον ενός κλαμπ, σε δύο – τρία λεπτά βγαίνουμε σε μια ανοιχτή, γεμάτη καθαρό (;) αέρα ταράτσα… με υποτιθέμενη θέα στο Λυκαβηττό. Μια αγάπη γεννιέται, παράξενα, προβοκατόρικα, μέσω μιας “βίαιης” προσαγωγής της κοπέλας από τον ήρωά μας. Το ευρηματικό σενάριο της ίδιας της σκηνοθέτιδας βρίθει ατακών, η Ηρώ Μπέζου και ο Αινείας Τσαμάτης ανταποκρίνονται με το παραπάνω στους ρόλους δύο αντιθέτων, που κόντρα σε κάθε λογική έλκονται αμοιβαία και απόλυτα.

Η δύσκολη αρχικά επικοινωνία χρειάζεται κάπου δέκα λεπτά για να μετατραπεί σε ανάγκη, η γνωριμία μέσω των social media, η οποία προϋπήρξε προφανώς -και στις περισσότερες περιπτώσεις των περιπτώσεων μπορέι να οδηγήσει σε απατηλές εικόνες για το πρόσωπο στην άλλη άκρη του διαδικτύου- εδώ δεν καταντά παγίδα, αυτοεγκλωβισμός σε φτιαχτά προσωπεία για προσέγγιση μιας μακρινής φιλίας ή ενός one night stand. Χωρίς περιττά στολίδια, όμορφα, τρυφερά, κινηματογραφοφιλικά, το φιλμάκι ετούτο μας κλείνει το μάτι. Υπάρχει ελπίδα και βρίσκεται κάπου κοντά μας, έξω, εκεί που δεν χρειάζονται μάσκες…

Η Άρτεμις Αναστασιάδου είναι συχνή και καλοδεχούμενη θαμώνας της Δράμας. Πάντα οι δουλειές της έχουν πράγματα να πουν, είτε λέγονται “Calling” είτε “I am Mackenzie”. Πόσο μάλλον τώρα, με γυρίσματα πλέον εν Ελλάδι, κι ας μιλά και για “Το Βανκούβερ”! Μια μητριαρχική οικογένεια, μια που ο μπαμπάς “έφυγε” νωρίς, με τη μάνα, το γιο και την κορούλα, ετοιμάζεται να χάσει και το τελευταίο αρσενικό της μέλος, μια που η έλλειψη εργασίας στέλνει το αγόρι στον Καναδά. Από τη ζέστη της Ελλάδας στα κρύα του αμερικανικού βορρά… αλλά ποια ζέστη αλήθεια; Το τοπίο που διαδραματίζεται η ιστορία απέχει παρασάγγας από τα καρτποσταλικά για τη χώρα μας, είναι κατάψυχρο, βιομηχανικό, αλλά και νεκρό.

Δεν κινείται τίποτα, οι εναπομείναντες αργά ή γρήγορα θα χαθούν μέσα στη σκοτεινιά του. Το κακό παραφυλά από το πρώτο πλάνο του φιλμ, όσο κι αν η μικρή το ξορκίζει. Σε κάθε σκηνή μυρίζει επερχόμενος θάνατος, το βλέπουμε να έρχεται. Με νεορεαλιστική γραφή, σαν από παλιό ιταλικό σινεμά, ερασιτέχνες ηθοποιούς και πολύ μετρημένη σκηνοθετική παρέμβαση, η δημιουργός θυμίζει ότι και οι Έλληνες υπήρξαμε (και εννοείται ότι θα ξαναϋπάρξουμε) οικονομικοί μετανάστες, ότι το πεπρωμένο πολλές φορές φυγείν αδύνατο. Όταν η μικρή ξυπνά από τον εφιάλτη της νύχτας, θα αντιμετωπίσει τον εφιάλτη της μέρας: τι απέγινε ο Γιώργος, ο αδελφός της; Έφυγε ή “Έφυγε”; Και γιατί δεν εμφανίζεται ούτε καν η μητέρα της κάπου; Οι απαντήσεις δικές μας, σε ένα εξαιρετικό φιλμ!

Τρίτη ταινία, τρίτη γυναίκα σκηνοθέτιδα: η Ελένη Βεργέτη. Αρκούν επτά λεπτά για να μας παρουσιαστεί ένα σπίτι; Και μάλιστα σε πρώτο ενικό; “Εγώ, το σπίτι” φτιάχνομαι από ανθρώπινα χέρια, αλλά αποκτώ κατόπιν τη δική μου ζωή, που αλλάζει ανάλογα με τον τόπο, το χρόνο και τον ένοικό μου. Μπορεί να γειτονεύω με άλλα σπίτια που έμειναν στο σκελετό τους, σαν έμβρυα που δεν μεγάλωσαν ποτέ, δεν αποκλείεται να χαίρομαι τη θέα μιας θάλασσας, τρικυμισμένης ή μη, που προφανώς θα είναι πάντα εκεί, αθάνατη κι αιώνια, με τη δική της μιλιά να είναι ο παφλασμός των κυμάτων. Το δοκιμιακό δημιούργημα της Βεργέτη ορθά επιλέγει να είναι σύντομο, όπως ορθά προσδίδει ψυχή στο… άψυχο σπίτι, οι τέσσερις τοίχοι του οποίου αποτέλεσαν για αρκετούς ανθρώπους τους μόνους συνομιλητές (!) στον καιρό της πανδημίας. Πολύ πρωτότυπη ιδέα, πολύ προσεκτική και λιτή αξιοποίηση.

Ο πρώτος άνδρας σκηνοθέτης που συναντήσαμε στο πρόγραμμα της Δράμας είναι ο Θάνος Λυμπερόπουλος. “Μπιούτι”, δηλαδή ομορφιά. Γραμμένη όμως έτσι, με ελληνικούς χαρακτήρες, ώστε να γελάς διαβάζοντάς τη. Ίσως επειδή είναι τόσο γελοία και δήθεν, μια λέξη κενή περιεχομένου όπως κατήντησε. Ομορφιά, ως εφήμερο όπλο των κοριτσιών από τη μια. Φτώχεια ως όχι εφήμερο εμπόδιο στον επιτηδευμένο καλλωπισμό από την άλλη. Μια νεαρή youtuber, instagrammer, influencer, πείτε την όπως σας βολεύει, λανσάρει το κάλλος της στο ίντερνετ.

Η κουκλίτσα με τα ροζ, που θέλει να γίνει, ωστόσο, χρειάζεται να μακιγιάρεται συστηματικά, να προτείνει προϊόντα διατροφής, να υποκύπτει πρωί – βράδυ στις επιταγές ενός ματαιόδοξου και εικονικού savoir vivre. Κάπου στο κάδρο, πέρα από τη μάνα, η οποία είναι η αποκλειστική πραγματική συντροφιά τής κατά τα άλλα πλήρους από “φίλους” στο… facebook πρωταγωνίστριάς μας, χώνεται και ο κακός αρσενικός, ένας υπαλληλίσκος – σεκιουριτάς, ισχυρός ως φύλο και ως ελεγκτής, που φυσικά επιθυμεί να επιβάλλει το νόμο του. Εκμετάλλευση, παραλίγο κακοποίηση, φαύλος κύκλος, αλλά και τόσο ενταγμένα όλα αυτά στη σύγχρονη καθημερινότητα του #metoo. Ναι μεν, αλλά…

Το “Γιάφ Γιούφ” είναι ένα από τα λιγότερο προβεβλημένα και “αδέσποτα” σμυρνιώτικα, γνωστό και ως “Στη φυλακή με βάλανε”. Η Αθηνά Γεωργία Κουμελά το διαλέγει για τη διαφορετικότητά του, μια που σπανίζουν οι αφηγήσεις γυναικών στο είδος του ρεμπέτικου. Η ηρωίδα, λοιπόν, είναι γυναίκα, που δια της φωνής της Μαρίκας Παπαγκίκα θυμάται τα βάσανά της. “Χρονάκια 15” στη φυλακή, “σεβντάς”, δηλαδή ερωτικό αδιεξόδο, πόνος και καημός για τον εγκλεισμό πίσω από τα σίδερα, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά τα εννοεί κανείς. Εικαστικό έργο, όχι πραγματικό animation, δοσμένο σαν βίντεο κλιπ πολύ υψηλής αισθητικής και κουλτούρας, κερδίζει τις εντυπώσεις. Κάτι πέρα από τις συνήθεις νόρμες των διαγωνιζόμενων μικρού μήκους, αν το χαρακτηρίζαμε απλά “πολύ ενδιαφέρον” μάλλον θα το αδικούσαμε σφόδρα!

Πολύ πιο πειραματικό, το “Cortazar” των Αργύρη Γερμανίδη και Κατερίνας Στράουχ είναι ένα γερμανόφωνο φιλμ, με ορισμένους Έλληνες συντελεστές (ανάμεσά τους φυσικά και εις εκ των σκηνοθετών), στο οποίο δεν μπορεί κανείς να ζητήσει την τήρηση κάποιας αυστηρά κινηματογραφικής γλώσσας. Ο Κορτάζαρ, σπουδαίος Αργεντινός συγγραφέας, που πέθανε στο Παρίσι το 1984, δανείζει το όνομά του στην ταινία. Το νερό και οι δρόμοι του, τα δίκτυα μεταφοράς του, είναι στο κέντρο της όποιας αφήγησης. Οι σωλήνες της ύδρευσης που το μεταφέρουν από την ξηρά στη θάλασσα, τα φύλλα στο έδαφος που φράζουν την υδάτινη οδό και απαιτείται να μαζεύονται έγκαιρα, το νερό από τις βρύσες που αφήνεται να τρέχει ως κάλυψη – απόκρυψη για τον Κορτάζαρ και τη γυναίκα που γράφει την επιστολή: θραυσματική αφήγηση, δύσπεπτη, όχι εμπορική, ένας ύμνος στο υγρό στοιχείο, που καθαίρει, αλλά δύναται και να σημάνει το τέλος της διαδρομής, καθώς φτάνει στη θάλασσα.

Ο φοιτητής” του Βασίλη Καλαμάκη μας μεταφέρει πολύ πίσω στο χρόνο, σε μια ημερομηνία – σταθμό για τη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία. 17 Νοέμβρη 1973. Πολυτεχνείο. Πώς να ξαναγραφεί η ιστορία με μυθιστορηματικό τρόπο ή πώς να προσεγγίσει κανείς το εσωτερικό ενός άρματος μάχης. Ο “Λίβανος” του Σάμιουελ Μάοζ προφανώς αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για τον Καλαμάκη, που διεισδύει στο τανκ με την κάμερα και μας προκαλεί να αναρωτηθούμε: “Τι συνέβη στ’ αλήθεια εκείνη την ώρα, εκείνα τα δραματικά λεπτά και δευτερόλεπτα προτού γκρεμιστεί η πόρτα του Πολυτεχνείου;”…

Οι απολύτως πιστευτοί κι ανθρώπινοι χαρακτήρες που μας συστήνονται στο συγκλονιστικό εννιάλεπτο έχουν στο μυαλό τους μόνο τη σωτηρία. Ένας πρεσβεύει το “Ο σώζων εαυτόν σωθήτω”, άλλος κινητοποιείται μονάχα για να σώσει μια φίλη του, ο τρίτος επιθυμεί να σώσει όλους τους φοιτητές, αλλά και την ψυχή του, προτού υποτάξει κι αυτός τη γενική σωτηρία στα προσωπικά του “πάθη”. Η ηθική και η ανθρωπιά δεν έχουν θέση σε καιρούς δικτατορικούς, αλλά… μόνο τότε; Με εξαιρετικές ερμηνείες, ορθή χρήση του ασπρόμαυρου για να παραπέμψει στο τότε, αλλά και καταιγιστικό ρυθμό διαλόγων, “Ο φοιτητής” παίρνει το πτυχίο του με άριστα!

Η πρώτη μέρα του ελληνικού διαγωνιστικού προγράμματος έκλεισε με το “Μετά το μεσημέρι” του Αλέξη Κουκιά – Παντελή. Μια γλυκόπικρη ιστορία για ένα ζευγάρι που δεν είναι πια μαζί, ένα παιδί που κυοφορείται, αλλά και μια αγάπη που δεν έχει πάψει να υφίσταται. Επιτέλους (τρόπος του λέγειν, φυσικά!) είδαμε σε πρώτο πλάνο και τις μάσκες, το σήμα – κατατεθέν των ημερών του κορωνοϊού. Έπαιξαν άραγε κι αυτές το ρόλο τους στην εξέλιξη που είχε τούτη η ιστορία; Τι κυοφορεί ο καιρός της αποξένωσης;

Μετά το μεσημέρι, after noon, ή αλλιώς το απόγευμα, όταν η μεγάλη κάψα του έρωτα έχει περάσει, όταν το φαγητό χωνεύεται, όταν αρχίζουν να είναι απαραίτητες οι φωτογραφίες οι αναμνηστικές στα άλμπουμ, για να αντιληφθεί ο καθείς τι είχε και τι έχασε ή πόσο ψεύτικο ήταν αυτό που είχε; Διαλέγεις και παίρνεις, άλλωστε και οι δύο ήρωές μας διάλεξαν, όπως φανερώνουν προς το τέλος, την ψωροπερηφάνεια τους από το να κάνουν ένα τηλεφώνημα. Θα ζήσουν μ’ αυτό ή υπάρχει χρόνος για διόρθωση; Φιλμ καλά σκηνοθετημένο και ερμηνευμένο, μοιάζει σαν επεισόδιο από το μέλλον του επίσης όμορφου “Αν ήσουν ταινία, θα ήσουν μικρού μήκους”…




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑