Festivals 41ο Φεστιβάλ Δράμας: Ημέρα 5η (14 ταινίες)

21 Σεπτεμβρίου 2018 |

0

41ο Φεστιβάλ Δράμας: Ημέρα 5η (14 ταινίες)

41ο ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΤΑΙΝΙΩΝ ΜΙΚΡΟΥ ΜΗΚΟΥΣ ΔΡΑΜΑΣ

Πέμπτη 20 Σεπτεμβρίου

Ο συλλέκτης

Ένας παλιός γνώριμος του Φεστιβάλ, ο Θοδωρής Βουρνάς, με τακτικότατη παρουσία σ’ αυτό, επανέρχεται με ένα φιλμ, που κινείται στο όριο του νουάρ. Ένας συγγραφέας – δημοσιογράφος κι ένας δολοφόνος – συλλέκτης προτερημάτων, αντικειμένων που συμβολίζουν κάτι για τον κάτοχό τους. Μια μοιραία γυναίκα, που θα μπει ανάμεσά τους, κάτι που δεν ξέρουν αμφότεροι να διαχειριστούν. Η πάλη του δημιουργού με το δημιούργημά του θα είναι μέχρις εσχάτων, μια που πολλές φορές το έργο σου ζωντανεύει και παίρνει από μόνο του την πρωτοβουλία, εξελίσσεται, σε κατευθύνει. Φιλόδοξες ιδέες, πλην όχι ιδιαίτερα εύστοχη αφήγηση, που ξεφεύγει προς το εξυπνακίστικο, με εξεζητημένες σεναριακές γραμμές, φράσεις που εκστομίζονται από τους δύο πρωταγωνιστές και εκτρέπονται προς την αχρείαστη υπερβολή, όχι καλές ερμηνείες…

Έξοδος

Ενδιαφέρουσα ταινία για τις καθοριστικές αποφάσεις μας και τη σημασία των δεύτερων σκέψεων πριν αυτές παρθούν οριστικά. Μια τυχαία συνάντηση, αν γίνει την κατάλληλη στιγμή, μπορεί να αλλάξει τα πάντα. Άλλωστε, η ζωή μας είναι ουσιαστικά ένα άθροισμα τέτοιων στιγμών. Ένα ζευγάρι έχει ετοιμάσει όλα τα καλά για το γάμο του. Όμως, δεν δείχνουν το ίδιο “ζεστοί” για την επερχόμενη τελετουργία. Η γυναίκα μοιάζει να πνίγεται, να μη μπορεί καν να δώσει προσοχή στα λόγια του άνδρα. Η έξοδος από το εστιατόριο για ένα τσιγάρο αποδεικνύεται… του Μεσολογγίου! Ένας άλλος δίπλα της καπνίζει επίσης και της θυμίζει προφανέστατα έναν ξεχασμένο έρωτα, της βάζει στο μυαλό πρόσθετες αμφιβολίες, της προτείνει μάλιστα να μην εγκαταλείψει το παρελθόν της. Το επιληπτικό επεισόδιο που θα βιώσει η γνωριμία αυτή της στιγμής, μπροστά στα έκπληκτα και τρομοκρατημένα μάτια της, θα της υπενθυμίσει πόσο πολύτιμο είναι κάθε λεπτό που περνά και θα την οδηγήσει τελικά στην πιο μεγάλη έξοδο, στη ματαίωση της δέσμευσης του γάμου. Η πίεση που νιώθει δεν πρέπει να την πληγώσει, όπως πλήγωσε τον άγνωστο “φίλο” της…

Ρίτα

Ο Γιώργος Δανόπουλος παρουσιάζει μια ιστορία που πολλοί θα χαρακτήριζαν αδιάφορη. “Έλα, μωρέ, και ποιον ενδιαφέρει η ζωή μιας πόρνης;” ήταν η φράση που άκουσα δις χθες, πριν την προβολή του ιδιαίτερου τόσο σε γραφή όσο και σε θέμα ντοκιμαντέρ του. Αποφεύγει εύγλωττα να δείξει τα πρόσωπα των ιερειών της νύχτας κι εστιάζει μόνο στα καλλίγραμμα σώματά τους. Παρουσιάζει με την κάμερά του το χώρο της ερωτικής συνεύρεσης, το μπορντέλο με τις neon επιγραφές, τα σκοτεινά ή ντυμένα με έντονα κόκκινα χρώματα δωμάτια, τα κρεβάτια των βογκητών. Εικόνες της Παναγίας ή του Χριστού, σχεδόν παντού, τούτες οι κοπέλες δεν είναι τόσο διαφορετικές από τις άλλες τις “καθώς πρέπει”, πιστεύουν κι αυτές, ίσως μάλιστα αντέχουν τις “ακολασίες” τους, χάρη στην ψυχική δύναμη που τους παρέχουν τα Θεία. Ίσως ένα ελάττωμα του φιλμ να είναι ότι κάποια πλάνα μοιάζουν πολύ επαναλαμβανόμενα, αλλά η ουσία είναι να ντυθεί οπτικά η αφήγηση της Ρίτας, μιας γυναίκας που εκφέρει ορθό λόγο για τον βίο και την πολιτεία της, δεν ψάχνει να δικαιολογήσει κάτι, δεν μπορεί ούτε να αγαπήσει ούτε να μισήσει αυτό που κάνει. Άλλωστε, όπως λέει η ίδια, άπαξ και το ξεκίνησε, όπως κι αν έλαβε τη μοιραία απόφαση, μετά θέλει κότσια είτε για να σταματήσει είτε για να συνεχίσει. Η ταινία δεν καθαγιάζει, δεν κατακρίνει, δεν υποστηρίζει ούτε επιτίθεται. Καταγράφει, πιότερο με τις λέξεις και λιγότερο με τα πλάνα…

Sisters

Η αυτοκτονία της μικρής αδελφής της την τρελαίνει. Προσπαθεί να συνέλθει. Τη βλέπουμε να ψάχνει σε διάφορα μέρη, όπου προφανώς τριγυρνούσε η μικρή. Το πέρασμά της από μια σκοτεινή υπόγεια διάβαση (επιδραστικό το “Μη αναστρέψιμος” του Γκασπάρ Νοέ) και η απόπειρα βιασμού της εκεί θα στρέψουν το φιλμ στο δρόμο του θρίλερ. Η οργή και το πάθος για εκδίκηση ως κινητήριες δυνάμεις για τις πλέον ακραίες αντιδράσεις, το θέμα της βίας κατά των γυναικών, η αυτοδικία και το πόσο νομιμοποιείται είναι θέματα που αγγίζει η Λιούμπα Κριβοχίζα. Παρά την εξαιρετική θεματική της και την πολύ ενδιαφέρουσα ανατροπή που υπαινίσσεται το έσχατο πλάνο της, η ταινία δεν πείθει σκηνοθετικά, ενώ ορισμένες σκηνές υστερικής ερμηνείας ξεφεύγουν…

Παρεμπιπτόντως

Στηριζόμενος στο εξαιρετικό σενάριο του Δημήτρη Σινόπουλου, ο Κωνσταντίνος Οικονόμου σκηνοθετεί μια ταινία δωματίου, ένα θεατρογενές έργο αποκάλυψης καλά κρυμμένων μυστικών. Με αφορμή ένα τηλεφώνημα εταιρείας δημοσκοπήσεων, μια γυναίκα εορτάζουσα ανοίγει τελείως απρόοπτα την καρδιά της σε μιαν άγνωστη. Κάπως έτσι, η οικογενειακή γιορτή παίρνει άλλη διάσταση. Εδώ δεν έχουμε τη σύγκρουση, όπως π.χ. στην “Εντροπία”, ωστόσο το φιλμ προσφέρει πολύ δυνατά συναισθήματα. Η Μαρία Κεχαγιόγλου κλέβει τις εντυπώσεις, σε έναν αβανταδόρικο οπωσδήποτε ρόλο, που απαιτεί όμως μια γυναίκα που δεν αφήνει τον πόνο της να επισκιάσει και να “λερώσει” τη χαρά των αγαπημένων της προσώπων. Το φιλμ κλείνει με την τηλεφωνήτρια να κοιτά κατά πρόσωπο την κάμερα, όταν υποψιάζεται ότι ίσως και στο πλάι της κρύβεται μια αντίστοιχη ιστορία. Παρεμπιπτόντως, ίσως και δίπλα σε σένα. Αν κάτι δεν μας άρεσε, είναι κάποιες υπερβολές, όπως π.χ. ότι “Η ελπίδα πεθαίνει τελευταία”, με το όνομα της ηρωίδας να είναι… Ελπίδα!

Νάρκη

Ένας έφηβος ζει σε μια άκρως επικίνδυνη γειτονιά. Μαθαίνει, για την άμυνά του σε δύσκολες καταστάσεις, πολεμικές τέχνες. Πράγματι, τόσο το ίδιο του το σπιτικό όσο και η κοινωνία (τοπική και όχι μόνο) βρίσκονται σε έναν ακήρυχτο πόλεμο. Η σχέση των γονιών είναι τυπική, απλής συνύπαρξης. Η σχέση η δική του με τον πατέρα του σαν σχέση δύο ξένων που αναγκάζονται να ζουν στον ίδιο χώρο. Παράλληλα υπάρχει παντού φόβος και κηρύγματα μίσους και “αντίστασης” στον εισβολέα στην επικράτειά μας. Κάποια ώρα το κακό θα έρθει, είναι μαθηματικά βέβαιο, και τότε οι πολεμικές τέχνες θα αξιοποιηθούν, ο γιος θα γίνει βίαια άνδρας, κατά τα πρότυπα που επικρατούν. Ο πατέρας μεταλλάσσεται σε τοπικό ήρωα, η μάνα τον αγκαλιάζει μέσα στην υποκρισία. Όμως, η νέα γενιά, που έμαθε να ζει μέσα στην ύπνωση, που δεν αντιδρά σε τίποτα για να μην πονέσει περισσότερο από την ίδια την αντίδρασή της, θα βρει τη λύση (;)… Θα φύγει μακριά, παρότι κατ’ ουσίαν δεν έχει ξυπνήσει. Γιατί αν είχε ξυπνήσει, ίσως διάλεγε άλλους δρόμους. Πολύ ενδιαφέρον θέμα, αποστασιοποιημένη αφήγηση, καλό μοντάζ και ερμηνείες.

Σελφίτιδα

Έχει πια αναγνωριστεί ως ψυχική διαταραχή. Η πρόοδος της τεχνολογίας στα κινητά τηλέφωνα, άλλαξε στην ουσία τη χρήση τους. Σε συνδυασμό με την απογείωση των social media, άπαντες τα χρησιμοποιούν ασταμάτητα για να φωτογραφίζονται, σε μια αποθέωση του ναρκισσισμού, ή για να δηλώνουν με τις εικόνες που κοινοποιούν στους άλλους, φίλους ή “φίλους”, την κατάστασή τους στον συγκεκριμένο χρόνο. Όμως, ελάχιστες φορές αυτά είναι αληθινά. Άλλοτε μοντάρονται για να καλλωπίζουν το κενό, άλλοτε μακιγιάρουν την ανυπαρξία επαφών, άλλοτε στήνουν ανύπαρκτες ευτυχίες. Στην ουσία ο καθένας μας ποζάρει σε έναν καθρέφτη για να δημιουργήσει μια μαγική εικόνα, ένα τέλειο δήθεν. Μόνο που αργά ή γρήγορα το ψέμα αποκαλύπτεται. Ε και; Κανείς δεν είναι τέλειος, σύμφωνα και με το “Μερικοί το προτιμούν καυτό” του Μπίλι Γουάιλντερ. Χωρίς να σκίζει σε ευρηματικότητα ή να κομίζει γλαύκα εις Αθήνας, η σκηνοθέτις μας επιτρέπει να χαμογελάσουμε για 10 περίπου λεπτά, αναλογιζόμενοι τη φαυλότητά μας, προτού… τραβήξουμε την επόμενη selfie!

Μόνο αγάπη

Ο συνεπέστατος Μιχάλης Χαπέσιης, τακτικότατος στο Φεστιβάλ τα τελευταία χρόνια δεν απουσιάζει ούτε φέτος με μια ευρηματική και εντέλει απολαυστική μαύρη κωμωδία. Μια γυναίκα ταξιδεύει μέσα στη νύχτα με το αυτοκίνητό της, ενώ στα αυτιά της ακούει φράσεις που προφανώς της είπε ο αγαπημένος της, για την αγάπη και τη δύναμή της. Όταν όμως φτάνει στον προορισμό της, αυτές οι φράσεις αποκτούν άλλο νόημα ή όπως ακουγόταν στα “Κουρέλια τραγουδάνε ακόμα” του Νίκου Νικολαΐδη “Άκου πτώμα, να μαθαίνεις” και όπως έγραψε ο Όσκαρ Ουάιλντ και τραγούδησε κάποτε στον “Καυγατζή” του Φασμπίντερ η Ζαν Μορό “Each man kills the thing he loves”, δηλαδή σε ελεύθερη μετάφραση “Ο καθένας σκοτώνει ό,τι αγαπά”. Και γιατί σας το λέω με τέτοια αποφθέγματα, ίσως απορήσετε! Μα διότι το ωραιότατο εύρημα του Κύπριου σκηνοθέτη δεν είναι τόσο η ανατροπή που μας επιφυλάσσει σε αυτό που νομίζουμε ότι βλέπουμε όσο η χρήση ατόφιων προτάσεων από διάσημα φιλμ, που υμνούν τον έρωτα. Όλο το σενάριο είναι κάτι τέτοιο! Απολαυστική ιδέα, κλείσιμο του ματιού σε κάθε κινηματογραφόφιλο. Ας μην ψάχνουμε πάντα για δεύτερα επίπεδα!

Πολυέλαιος

Όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει, κανείς ως δια μαγείας δεν έχει να πει κακό λόγο γι’ αυτόν. Τιμή στη μνήμη του νεκρού μεν, άκρατη υποκρισία δε! Πόσο μάλλον όταν πρώτοι – πρώτοι τον εγκωμιάζουν και κλαίνε για το χαμό του συνήθως εκείνοι που τον αγάπησαν ή τον εκτίμησαν λιγότερο. Οι αληθινές σχέσεις μπορεί να περιμένουν υπομονετικά τη σειρά τους και να είναι πιο βουβές, σε ένα εσωτερικό πένθος. Ο σκηνοθέτης Αντώνης Γλαρός φτιάχνει κι αυτός μια μαύρη κωμωδία, σε ασπρόμαυρο φόντο, ντύνοντας τις εικόνες του με τριών ειδών φωνές. Ακούμε το τι ξεστομίζουν οι παριστάμενοι στην κηδεία, επίσης το τι σκέφτονται αλλά δεν τολμούν να πουν προς τα έξω, αλλά αργότερα ακούμε και τη φωνή του νεκρού, που παλεύει να “συνειδητοποιήσει” τη νέα θέση του! Επιτηδευμένο σενάριο, με εσκεμμένες υπερβολές στην αποτύπωση των πριν και των μετά του θανάτου, στη λογική των κωμωδιών Ρέππα – Παπαθανασίου, καλοί ρόλοι, ένα ανέκδοτο που ίσως να είπαμε κάποτε στην παρέα μας. Και αν κάποιοι σοκαριστούν (τρόπος του λέγειν) από το φλασμπάκ του τέλους του ήρωα στρατιωτικού… “Σιγά τον πολυέλαιο”!

Άβανος

Ο Παναγιώτης Χαραμής προσαρμόζει το Παρίσι… του Τέξας, όπως μας το σύστησε ο Βέντερς, στην Αθήνα… του Έβρου. Αν προσπεράσει κανείς μία ωρολογιακή συγκυρία συμπτώσεων, που σεναριακά δεν γίνεται απόλυτα πιστευτή, και δει πίσω από το φλοιό, ο καρπός του φιλμ είναι εύγευστος: ο “Άβανος” (ο τίτλος αναφέρεται – μάλλον αδικαιολόγητα- σε πόλη της Καππαδοκίας, ίσως πάντως να θέλει να συσχετίσει την τουρκική με την ελληνική εσχατιά των συνόρων) είναι ένα ελληνικό μεταγουέστερν, ένας φόρος τιμής στην ελληνική επαρχία που σβήνει μέρα με τη μέρα. Υπέροχη η μουσική του Μπάμπη Παπαδόπουλου, που με τη σειρά της θυμίζει τις κιθαριές του Ράι Κούντερ, πολύ δυνατές οι ερμηνείες από το σύνολο των ηθοποιών, προσεγμένες γενικότερα οι κατασκευαστικές αξίες. Εγκλωβισμένοι οι ήρωές του, που παλεύουν να επιβιώσουν και να ξεφύγουν από το όποιο παρελθόν τους, το οποίο όμως επιμένουν να τους θυμίζουν οι γύρω τους, να τους εκβιάζουν μ’ αυτό. Από τον αστυνομικό που ατέρμονα σταματά τον άνδρα ως τον εστιάτορα που δεν παύει να κοιτά λάγνα τη γυναίκα, όλα φανερώνουν κάτι τέτοιο. Στις συνθήκες αυτές, όπου η πρωτεύουσα, ο (με ή χωρίς εισαγωγικά) πολιτισμένος κόσμος της Αθήνας, φαντάζει παράδεισος επί γης, οι ντόπιοι ελπίζουν είτε να φύγουν από την κόλαση που ζουν είτε να την αλλάξουν. Τίποτα δεν φαίνεται εφικτό, όμως. Οι εκρήξεις των ταραγμένων και πειραγμένων ψυχών τους θα έλθουν φυσιολογικά, ωρολογιακά, το τίμημα θα είναι ξανά ο εγκλεισμός, ενώ κάθε αδέσποτη ζωή θα χτυπηθεί μέχρι θανάτου. Σαν το σκυλί πεθαίνουν και οι ελεύθεροι άνθρωποι, σαν το σκυλί κινδυνεύει να πεθάνει η χώρα.

Άρια

Ταινία με την κάμερα στο χέρι, “νταρντενικής” επιρροής, που αποτυπώνει μια ξεχωριστή μέρα στη ζωή μιας έφηβης. Το φιλμ έχει γρήγορο ρυθμό, αγχωτικό. Η νεαρή κοπέλα, που έχει ήδη μπει στον εργασιακό στίβο, προσμένει σε τακτή βάση την εμφάνιση του πατέρα – δασκάλου. Η διδασκαλία του τύποις αφορά στην οδήγηση, όμως στ’ αλήθεια η Άρια βιάζεται να μάθει από εκείνον πώς να αντιμετωπίζει όσα θα της προκύπτουν. Ο πατέρας – δάσκαλος θα είναι πιστός στο ραντεβού, αλλά με άλλους σκοπούς. Μια μετανάστρια, που δεν έχει τα απαραίτητα έγγραφα, πρέπει να μείνει μαζί της για λίγο. Ας προσπεράσουμε τη μάλλον περίεργη επιλογή η παράνομη μετανάστρια να είναι Κινέζα (υπήρχαν πολύ περισσότερες και προσφορότερες εθνικότητες για να επιλεγούν…). Το γεγονός είναι ότι έτσι από μαθητευόμενη, η μικρή αναλαμβάνει έξαφνα ευθύνες. Όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος, ώστε να βιώσει την πρόωρη ενηλικίωση, να πάρει απρόοπτα το βάπτισμα του πυρός στην ταραγμένη καθημερινότητα.

Live

Σε 1’ μια ιστορία. Πλάι σε ιστορίες που φέτος έχουν φτάσει και τα 51’! Πώς να κρίνει κανείς ισότιμα κάτι τόσο κοφτό και σκληρά ανεκδοτολογικό όσο το “Live” του Βασίλη Σταυρόπουλου; Ναι, εύγε για την καταγγελία της απανθρωπιάς: αντί να δείξει αγωνία, στενοχώρια, ταραχή για μια επικείμενη αυτοκτονία, ο νεαρός τρέχει να απαθανατίσει τη σκηνή από κοντά. Ναι, το κινητό τηλέφωνο, όπως είδαμε και σε άλλα φετινά φιλμ, έχει γίνει κινητή φωτογραφική μηχανή, κινητή βιντεοκάμερα, κινητός φορέας ήχου και εικόνας. Ναι, ο θάνατος καθαυτός αντιμετωπίζεται παγερά, ως άλλη μια “ωραία” αποστολή στα social media. Αλλά το “Live”δεν επιδέχεται ισότιμης κριτικής με τη λοιπή φετινή σοδειά. Ίσως, του έπρεπε συμμετοχή σε εξειδικευμένο φεστιβάλ ταινιών απόλυτα μικρής διάρκειας (κάτω των 3’-4’). Ας την κυνηγήσει…

Fake news

Ζούμε στον καιρό τους. Στον καιρό των ειδήσεων, που δεν είναι ειδήσεις. Κατασκευάζονται τα πάντα, χάριν μάλιστα του διαδικτύου -που είναι απολύτως προσβάσιμο στον καθένα- έχουν συχνά τεράστια απήχηση. Ένα τέτοιο περιστατικό περιγράφει ο Δημήτρης Κατσιμίρης, που επιλέγει την πιο ακραία μορφή fake news. Μια σούπερ επιτυχημένη περσόνα του youtube στήνει έναν ψεύτικο βιασμό. Τα πράγματα δεν θα πάνε όπως τα υπολόγιζε… Η διάθεση για καταγγελία του σκηνοθέτη είναι καλοδεχούμενη. Η Λένα Κιτσοπούλου στον κεντρικό ρόλο δεν έχει πάψει να είναι εξαιρετική ηθοποιός.

Αλλά κάπου εδώ αρχίζουν τα δύσκολα. Πηγαίνοντας να μιλήσει για την άθλια αισθητική που κυριαρχεί, ουσιαστικά την αναπαράγει στο πρώτο μέρος της ταινίας. Προσθέτοντας το στοιχείο του ρατσισμού (ως βιαστές διαλέγονται μαύροι), παραφορτώνει το ένα ήδη βαρύ θέμα. Κραυγάζοντας, δεν δυναμώνει την καταγγελία, αλλά φτάνει να ενοχλήσει το θεατή. “Αυτό θέλει” θα μπορούσε να είναι ο αντίλογος. Δεκτή κι αυτή η οπτική, αλλά…




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑