20ό Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ: Top-5 του ελληνικού προγράμματος

ΦΕΣΤΙΒΑΛ ΝΤΟΚΙΜΑΝΤΕΡ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (2-11 Μαρτίου 2018)

Για μια χούφτα ελληνικές ταινίες

Από τον τεράστιο αριθμό των 78 ελληνικών ντοκιμαντέρ που προβλήθηκαν στο φετινό Φεστιβάλ, ο γράφων κατόρθωσε να δει ένα πολύ μεγάλο μέρος. Παρότι σε γενικές γραμμές είχαμε μια υποχώρηση ποιοτικά φέτος, σε σχέση με την αμέσως προηγούμενη χρονιά, υπήρξε μια πεντάδα που ξεχώρισε. Στο παρκέ της 20ής διοργάνωσης, λοιπόν, θα μπορούσαμε να παρατάξουμε τους εξής “παίχτες”…

In situ

Σε θέση οργανωτή (play-maker κατά το αμερικανικότερο) θα τοποθετούσαμε το φιλμ της Χρύσας Τζελέπη και του Άκη Κερσανίδη, μια που θέμα του είναι ο αυτοσχεδιασμός, αναγκαία απαίτηση από έναν καλό “άσσο” στην καλαθόσφαιρα, ώστε να βρίσκει λύσεις η ομάδα και στις πιο δύσκολες στιγμές. Ο Σάκης Παπαδημητρίου, ο Φλώρος Φλωρίδης και αρκετοί ακόμα επίλεκτοι της ελληνικής και διεθνούς αυτοσχέδιας τζαζ σκηνής ανατρέχουν στο ιστορικό του κινήματος, διότι περί κινήματος πρόκειται ουσιαστικά, από τα μαύρα χουντικά χρόνια στα γκρίζα σημερινά. Μιλούν για την απελευθερωτική δύναμη της αποφυγής ένταξης στις τυπικές φόρμες, για τη δική τους αντίσταση στην απαιτούμενη από το εκάστοτε σύστημα πειθαρχία.

Εκφράζονται άλλοτε χαμηλόφωνα κι άλλοτε βροντερά, όπως ακριβώς εναλλάσσουν συχνά στις συναυλίες τους τον τόνο. Τονίζουν ότι παρότι υπάρχει και σημαντική δισκογραφική δουλειά (π.χ. «Αυτοσχεδιάζοντας στου Μπαράκου»), όλη η δύναμη και η μαγεία του είδους εντοπίζεται in situ, στον τόπο, στη σκηνή. Συνεντεύξεις, αλλά και πλάνα που παραπέμπουν σε ταινίες δρόμου, σε Ελλάδα, Ιταλία, Γερμανία. Σημαντικό επίτευγμα των δημιουργών ότι, σε αντίθεση με ότι συμβαίνει ας πούμε στις περισσότερες ταινίες μυθοπλασίες, ευτυχούν να προσαρμόζουν έξοχα την εικόνα τους στις μουσικές, κάτι διόλου εύκολο…

Το δυάρι, ο shooting guard, συντελεί συνήθως τα μέγιστα στην επίθεση στο μπάσκετ. Είναι ο σκόρερ, ο ηγέτης, ο παραγωγικότερος όλων. Ποιος άλλος θα μπορούσε να παίξει αυτόν το ρόλο από τον Νίκο Παπάζογλου; Από τους σημαντικότερους ανθρώπους της μουσικής στην Ελλάδα, βέρος Σαλονικιός και Τουμπιώτης, ο Νικόλας αγαπήθηκε όσο ελάχιστοι, ερχόμενος σε επαφή με πολύ διαφορετικούς ακροατές. Ξεκινώντας ο ίδιος από τα ροκ ακούσματα του Ντίλαν, στράφηκε σταδιακά σε παραδοσιακότερους και λαϊκότερους ήχους, χωρίς δηθενιές (αν και τραγούδησε στα “Δήθεν”) και υποκρισίες. Γέννησε ουσιαστικά τη “Σχολή της Θεσσαλονίκης” τόσο με τις επιδράσεις του έργου του όσο και με την προσφορά του σε επίπεδο τεχνίτη (!), μια που έφτιαξε ιδιοχείρως το περίφημο Στούντιο Αγροτικό, όπου φιλοξενήθηκαν κάθε λογής εγχώριες μπάντες και τραγουδιστές.

Αυτήν τη γραμμή, της αποφυγής της “δηθενιάς” επιλέγει και το σκηνοθετικό δίδυμο των Μιχάλη Αριστείδου και Ιωάννη Γρηγορόπουλου, που μαζί με τους “πρωταγωνιστές” μουσικούς Γιώργο Δορλή και Κώστα Σαλλή στήνουν ένα οδοιπορικό απ’ άκρου σ’ άκρο στον τόπο μας, από τη Θεσσαλονίκη ώς και τη Νίσυρο, όπου περπάτησε κι άφησε τα εμφανέστατα χνάρια του ο Παπάζογλου. Κάθε συνέντευξη με γνωστό ή άγνωστο πρόσωπο καταλήγει σε ένα ιδιότυπο live τραγουδιών του, χωρίς φρου-φρου και αρώματα. In situ κι εδώ! Το γεγονός ότι κανένας από τους 4 κύριους συντελεστές του ντοκιμαντέρ δεν γνώρισε τον Παπάζογλου, αλλά όλοι κινούνται από αγνή αγάπη για τη μουσική του, χαρίζει στην “ερασιτεχνική” προσέγγισή” μεγαλύτερη ζεστασιά, φανερώνει ψυχή και λειτουργεί όμορφα. Επτά χρόνια μετά το θάνατό του, ο Νίκος Παπάζογλου λείπει πολύ και αυτό το φιλμ μας το θυμίζει…

Πατρίδα από μάρμαρο

Στη θέση 3, αυτή του small forward, συναντούμε συνήθως τους πιο ταλαντούχους όλων. Αυτούς που ουσιαστικά είναι σε θέση να αγωνιστούν σε όλες τις θέσεις της πεντάδας δηλαδή! Είναι, θεωρητικά τουλάχιστον, οι πληρέστεροι καλαθοσφαιριστές. Η ταινία του Μένιου Καραγιάννη μοιάζει η ιδανικότερη για εδώ. Παρακολουθεί έναν Γερμανό γλύπτη, τον Ίνγκμπερτ Μπρουνκ, που σμιλεύει μοναδικά το μάρμαρο, όπως μόνο η αρχαία ελληνική κυκλαδική τέχνη το κατόρθωνε. Έχει εγκατασταθεί, μάλιστα, σε ένα νησί των Κυκλάδων, τη Νάξο, από τα μέσα της δεκαετίας του ‘80, κάτι που τον κάνει να φαντάζει ιδανικός και άξιος διάδοχος των προγόνων μας. Ναι, αυτός! Ένας Γερμανός, που δηλώνει μπροστά στην κάμερα, όπως πιθανά αισθάνονται και πολλοί άλλοι καλλιτέχνες, ότι “παντού ήμουν ένας ξένος, τουλάχιστον εδώ είμαι και κυριολεκτικά”.


Η τέχνη δεν έχει πατρίδα, λοιπόν, κάτι που την καθιστά τόσο παγκόσμια όσο και μοναχική. Τόσο επιδραστική όσο και απομονωτική. Στην περίπτωση του Μπρουνκ, το μάρμαρο, ως φορέας όλων των ιδιοτήτων του φωτός, πλάθεται έτσι που να παίρνει σχήματα μοναδικά, απίθανα: από βάρκες ως μαξιλάρια σχηματίζονται από τα μαγικά χέρια του. Η κάμερα, συνδυάζοντας την παρουσία του ιδίου επί τω έργω, αλλά και επί το λέγειν, με όσα λένε για την προσφορά του στον πολιτισμό μας ιστορικοί τέχνης και μουσειολόγοι. Προσεγμένη σκηνοθεσία, πολύ ενδιαφέρουσα προσωπικότητα μπροστά στην κάμερα, σύντομη διάρκεια (περίπου ωριαίο) καθιστούν την “Πατρίδα από μάρμαρο” μια από τις πλέον αξιόλογες προτάσεις του Φεστιβάλ…

Κωστής Παπαγιώργης, ο πιο γλυκός μισάνθρωπος

Τεσσάρι, αλλιώς power forward. Ολοένα και πιο σημαντική η θέση στο σύγχρονο μπάσκετ, όπου τα πολύ ψηλά πεντάρια τείνουν σχεδόν να εκλείψουν, δεν προτιμώνται πια. Μια περσόνα τόσο ξεχωριστή όσο του συγγραφέα Κωστή Παπαγιώργη και μια σκηνοθέτιδα τόσο συνεπής (παρότι ποτέ δεν έπιασε την πολύ μεγάλη επίδοση) όσο η Ελένη Αλεξανδράκη (“Σταγόνα στον ωκεανό” και “Η νοσταλγός” οι καλύτερες δουλειές της) προσφέρουν το κατάλληλο υλικό. Ασύλληπτα δύσκολο το εγχείρημα να παρουσιαστεί ο Παπαγιώργης, που υπήρξε και σπουδαίος αρθρογράφος, αλλά και μεταφραστής, πέραν της συγγραφικής του ιδιότητας. Αυτή η ταινία έγινε έναν μόλις χρόνο μετά το θάνατό του, αλλά δεν έχει καμία δική του συνέντευξη.


Η Αλεξανδράκη αποφάσισε και έπραξε για τον αγαπημένο της φίλο, αφότου αυτός έφυγε από τη ζωή. Προφανέστατα αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τη δική της ανάγκη να τον τιμήσει, τώρα που νιώθει την απουσία του, αλλά και με τη δική του βέβαια άρνηση να σταθεί επί τούτου μπροστά στο φακό! Το αρχείο του Νίκου Περάκη ήρθε να καλύψει το διαφορετικά αβάσταχτο για το ντοκιμαντέρ κενό της απουσίας του τιμώμενου προσώπου. Και το καλύπτει υπεραρκετά! Μαζί με τα όσα λένε γι’ αυτόν οι φίλοι του, αλλά και -πάνω απ’ όλα ίσως- τα κείμενά του συντίθεται ένα πλήρες πορτρέτο, που βαφτίζεται από την αφιέρωση του Χρήστου Βακαλόπουλου στο βιβλίο του “Δεύτερη προβολή”: «στον πιο γλυκό μισάνθρωπο της Καλλιδρομίου» γράφει εκεί το εσώφυλλο…

Ένας σπόρος για την αλλαγή

Πεντάρι – center: Τα είπαμε ήδη! Θέση που αλλάζει στο σύγχρονο μπάσκετ, που δεν εμφανίζεται όπως την ξέραμε. Κάπως σαν το ντοκιμαντέρ του Αλέξανδρου Οικονομίδη. Σαν ετούτο είδαμε ελάχιστα, τουλάχιστον ελληνικά. Δηλαδή, είναι ένα μη προσωποκεντρικό φιλμ, σε έναν καιρό απόλυτης κυριαρχίας των προσώπων στις ταινίες τεκμηρίωσης. Αυτό και το ξεχωρίζει από τα υπόλοιπα της πεντάδας -και όχι μόνο. Έρευνα ενός άνεργου κινηματογραφιστή, θύματος (όπως αυτοπεριγράφεται) της οικονομικής κρίσης, που ξεκινά ένα μεγάλο ταξίδι αναζήτησης εναλλακτικών και βιώσιμων λύσεων για να ξεπεράσει την ασχήμια των διαδηλώσεων στην Αθήνα και τις συνέπειες της οικονομικής κρίσης. Στροφή στη γεωργία, στην αγροτική παραγωγή, ώστε να καταστεί όσο γίνεται πιο αυτάρκης μέσω της καλλιέργειας των απολύτως απαραίτητων.


Σπόροι: μ’ αυτούς μπορείς να παράγεις διαρκώς την τροφή σου, χωρίς να χρειάζονται τρελά έξοδα. Έτσι, πίστευε ο άνθρωπος τουλάχιστον, ώσπου διαπίστωσε ότι τα πράγματα δεν είναι όπως φαίνονται. Οι παραδοσιακοί σπόροι έχουν αντικατασταθεί από υβριδικούς, που δεν έχουν -φυσικά- την ίδια διάρκεια ζωής, αλλά βοηθούν να προκύπτουν μεγαλύτερες ποσότητες. Έτσι, οι πολυεθνικές κάνουν εύλογα το κουμάντο, καθιστώντας μάλιστα εν πολλοίς παράνομη τη διαφοροποίηση από το δικό τους μοντέλο! Αυτά και άλλα ωραία μας περιγράφει ο σκηνοθέτης, που μιλά για αλλαγή. Αλλαγή της σποριάς, αλλαγή της τροφής, αλλαγή της ζωής, αλλαγή των ιδεών μας: ας το σκεφτούμε καλύτερα όλοι μας…




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑