Festivals 45o Φεστιβάλ Δράμας – Day 2

8 Σεπτεμβρίου 2022 |

0

45o Φεστιβάλ Δράμας – Day 2

Αναμνήσεις μιας εφηβικής καταιγίδας

Γνώριμη του Φεστιβάλ Δράμας και των θεατών του, βραβευμένη και μη (καθώς η έξοχη Προετοιμασία της το 2017 πρώτα κέρδισε το βραβείο πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη και κατόπιν αυτό ανακοινώθηκε ότι της αφαιρείται διότι είχε ήδη γυρίσει το 2013 το And No More Shall We Part!), η πολύ καλή ηθοποιός Σοφία Γεωργοβασίλη αποδεικνύει για άλλη μια φορά ότι είναι και μια από τις πλέον υποσχόμενες νέες δημιουργούς μας. Πίσω από την κάμερα, με φιλμ υπέροχο στα 16 mm, οι Αναμνήσεις μιας εφηβικής καταιγίδας είναι υπόδειγμα γυναικείας ευαισθησίας, η οποία δεν απαιτεί κανενός είδους ποσόστωση για να φτάσει να διαγωνίζεται -θέλουμε να πιστεύουμε με καλές πιθανότητες- και στο διεθνές διαγωνιστικό του φετινού Φεστιβάλ. Μια μάνα μεταφέρει με το αυτοκίνητο τη 15χρονη κόρη της στο σχολείο. Μονολογεί συνεχώς, ενώ η μικρή προτιμά να αφοσιώνεται στους ήχους της μουσικής που έχει στ’ αυτιά της. Ένας κυκλώνας έχει καταφθάσει στη χώρα, όπως ακούγεται στις ειδήσεις στο ραδιόφωνο. Και το όνομα αυτού του καιρικού φαινομένου, σύμφωνα με τη νέα μόδα άλλωστε; Ήβη. Η θεά της νεότητας, της ζωντάνιας. Αυτής που εκφράζεται προδήλως στα γυμνασιακά-λυκειακά χρόνια.

Η καταιγίδα με τους σφοδρούς ανέμους που εξαγγέλλεται δεν θα χτυπήσει ποτέ την πόρτα της μεγαλούπολης. Όμως, μια καταιγίδα εξελίξεων που αφορά στην ηρωίδα μας, στην απώλεια που βιώνει γοερά ή πνιχτά και μοιράζεται μόνο με τους αγαπημένους της που τη συνοδεύουν στον χώρο «θυσίας» της για μια πρόωρη ενηλικίωση, είναι στο κέντρο της ιστορίας μας. Μιας ιστορίας της δεκαετίας του 2020, η οποία ωστόσο θα μπορούσε να διαδραματίζεται πίσω στα 80s λ.χ., όπου μας παραπέμπει και η επιλογή του 16mm φιλμ. Τι άλλαξε άραγε από τότε; Ίσως ότι στ’ αυτιά είχαμε το walkman. Ότι επίσης οι κίνδυνοι για όποιαν τολμούσε ότι η  νεαρή Άννα έχουν μειωθεί λόγω της εξέλιξης της ιατρικής. Όμως, δεν άλλαξε σχεδόν καθόλου η αδυναμία του περιβάλλοντος, στενού οικογενειακού ή και κλειστού κοινωνικού-σχολικού να αντιληφθεί τι παίζει ψυχοσωματικά σε ένα νέο κορίτσι. Η εφηβική καταιγίδα της Άννας (αποκάλυψη η Δάφνη Πιλ) θα μείνει άγνωστη σε ανθρώπους που θα έπρεπε να την έχουν βιώσει μαζί της. Σε διάστημα μιας σχολικής μέρας, σε ένα σχολικό οκτάωρο, μια (ή μάλλον περισσότερες) ζωές σημαδεύονται για πάντα, αφήνοντας μικρότερα ή μεγαλύτερα τραύματα, που μόνο ο χρόνος ίσως επουλώσει. Και η ζωή συνεχίζεται, σαν να μη συνέβη τίποτα, σαν να μπορεί και το ζαρκαδάκι-Άννα να παγώσει την εγκυμοσύνη του και να την επαναφέρει όταν επιθυμεί, όταν τον χειμώνα διαδεχτεί η άνοιξη…

Δάφνη

Η εγνωσμένης αξίας Κύπρια δημιουργός Τώνια Μισιαλή επιστρέφει μετά το θρίαμβο της μεγάλου μήκους ταινίας Παύση, με τη 18λεπτη Δάφνη (την υποδύεται η Νιόβη Χαραλάμπους, η οποία -όπως άλλωστε και η Στέλλα Φυρογένη στην Παύση– είναι εξαιρετική, αποδεικνύοντας την αναντίρρητη ικανότητα της σκηνοθέτιδος να φτιάχνει εξαιρετικά γυναικεία πορτραίτα). Μια γυναίκα του σήμερα είναι η πρωταγωνίστρια της ιστορίας μας, χωρισμένη με παιδί, με το οποίο δεν μπορεί να επικοινωνήσει, μπλεγμένη -όπως όλοι μας- στα γρανάζια της εποχής του κορωνοϊού και της μάσκας, με εργασία κατά βάση από το σπίτι και τον υπολογιστή της. Είναι ο ίδιος υπολογιστής που τη βοηθά και στο να ανακαλύπτει ερωτικούς συντρόφους του one night stand, με τους οποίους αδυνατεί να ανταλλάξει κουβέντα. Το φιλμ ξεκινά και τελειώνει με τη Δάφνη λαχανιασμένη πάνω στο ποδήλατό της να σταματά μπροστά σε ένα σκυλάκι. Το ενδιάμεσο φλας μπακ λειτουργεί απόλυτα ως προς το να μας παρουσιάσει ακριβώς ποια είναι η ζωή της. Στη μισή διάρκειά του είναι κινηματογραφικά άψογο, αλλά κάπου μετά τη μέση, το μοντάζ, θέλοντας να υπερτονίσει τη συχνότητα αλλαγής ερωτικών συντρόφων και το άψυχο των συνευρέσεων της ηρωίδας, αστοχεί, ουσιαστικά διακωμωδώντας την κατάσταση.

Ακολουθεί, βεβαίως, το πιο ζεστό και συναισθηματικό κομμάτι της ταινίας, αυτό που επιτρέπει, για πρώτη ίσως φορά (;), στη Δάφνη να νιώσει τι εστί αγκαλιά, τι διαφοροποιεί το σεξ από την αυθόρμητη έκφραση αγάπης και ευχαριστίας. Εκεί θα μπορούσαν να πέσουν οι τίτλοι τέλους, αλλά η Μισιαλή μας επιφυλάσσει μια πραγματικά δυσάρεστη έκπληξη με το φινάλε, που λύνει και την εκκρεμότητα του αρχικού πλάνου. Υπάρχουν δύο ερμηνείες επ’ αυτού, αμφότερες πολύ προβληματικές: α) Η θολωμένη Δάφνη παίρνοντας φόρα, αποφασίζει ότι δεν είναι καιρός για το καλό, για την αυθεντική αγκαλιά αγάπης, που δεν έχει καμιά σχέση με τη σκέτη σεξουαλική πράξη… ας μην αφήσουμε να χαλάσει τις συνήθειές μας, τη μιζέρια μας: αυτό δεν δικαιολογείται εύκολα από όσα έχουμε ήδη δει. β) Ακριβώς επειδή χάρη στο προηγούμενο ατύχημα ένιωσε τη ζεστασιά τούτη ενός ανόθευτου και ειλικρινούς εναγκαλισμού, προσπαθεί με ένα εσκεμμένο (μικρού μεγέθους, μια που το όχημά της είναι… ποδήλατο) νέο ατύχημα να εξασφαλίσει μια καινούρια, ίσως μόνιμη τέτοια ανθρώπινη προσέγγιση. Και τούτη η επιδίωξη, του καλού διαμέσου του κακού, δεν είναι ακριβώς ό,τι εννοούσαν οι αρχαίοι ημών πρόγονοι με το «Ουδέν κακόν αμιγές». Και μοιάζει αφάνταστα εξεζητημένη λύση στο προσωπικό της δράμα!

Η κούρσα

Αν η Δάφνη κατέληγε με την επικράτηση του κακού στην ανθρώπινη φύση, Η κούρσα ξεκινά με τον ορισμό του κατά τα χριστιανικά πρότυπα. Ο ταξιτζής-πρωταγωνιστής μας οδηγεί το 666 όχημα, δεν μπαίνει μέσα στην εκκλησία, έχει χρόνο μόνο για να βλέπει ποδόσφαιρο και λοιπά αντίχριστα πράγματα. Ναι, ακούγονται λίγο κωμικά όλα αυτά, γι’ αυτό και στο σχετικό ρόλο απαιτείται η παρουσία ενός ηθοποιού, που να εγγυάται ότι έχει κωμική δυνατότητα. Ο Μάκης Παπαδημητρίου είναι ιδανική επιλογή, καθώς και κωμικά είναι εξαιρετικός, αλλά και τη γκάμα διαθέτει για πολύ περισσότερα.

Έτσι, στα 15′ διάρκειας αυτού του πολύ τρυφερού εντέλει φιλμ, γινόμαστε μάρτυρες της επικράτησης του καλού απέναντι στο κακό, με τη βοήθεια της Έλλης, μιας γηραιάς κυρίας, την οποία παραλαμβάνει για να μεταφέρει αφού ο ήλιος έχει δύσει. Στη δύση είναι και η ζωή της, γεμάτη αναμνήσεις, κάποιες σκόρπιες εκ των οποίων του αφηγείται κατά τη διαδρομή. Κι αν ο Φρίξος (αυτό είναι το όνομά του) δεν ήξερε το μύθο του Φρίξου και της Έλλης, δεν γνώριζε από πού πήρε το όνομά του ο Ελλήσποντος, έχει όμως κάπου, στη σκοτεινή πλευρά του φεγγαριού (φοράει άλλωστε το μπλουζάκι του κορυφαίου δίσκου των Pink Floyd) κρυμμένη την καλή του φύση. Χρειάζεται κάποια να του θυμίσει λίγο τη μάνα του. Αυτό αρκεί για να αλλάξει προτεραιότητες… Η κούρσα βιάζεται κάπως να τελειώσει, με αποτέλεσμα να μη γίνεται εντελώς πειστική η νίκη του καλού Φρίξου έναντι του κακού, μια νίκη-ανάσταση σαν του Λάζαρου (Χριστοδουλόπουλου;). Με τη βοήθεια και της Έφης Παπαθεοδώρου, πάντως, αυτό το road movie προς τη θεραπεία κάθε νόσου απολαμβάνεται ιδιαίτερα ευχάριστα, χωρίς να διεκδικεί δάφνες κινηματογραφικής πρωτοτυπίας. Δεν είχε τέτοιες φιλοδοξίες εξάλλου, κατάθεση ψυχής ήταν περισσότερο!

Τελευταία πνοή

Μετά τον οπωσδήποτε πρωτότυπο και προκλητικά κυνικό Πρώτο έρωτα ο Χάρης Ραφτογιάννης επιστρέφει με ένα ασπρόμαυρο (ως επί το πλείστον) νουάρ των πανδημικών καιρών, σαφέστατα εντυπωσιακά στυλιζαρισμένο και με νικολαϊδικές αναφορές στους περιθωριακούς της… διπλανής πόρτας. Υπάρχει κι εδώ έρωτας, υπάρχει ακόμα απελπισία. Οι ανυπότακτοι υποτάσσονται στη χρήση της μάσκας, ενώ αναπνέουν όσο ακόμα αντέχουν και συνεχίζουν μέχρι τελευταίας πνοής την απέλπιδα δική τους αντίσταση στο καθεστώς.

Με πολύ καλές ερμηνείες από τη Βαγγελιώ Ανδρεαδάκη, όπως και στην προηγούμενη ταινία του, στον πρωταγωνιστικό γυναικείο ρόλο, αλλά και από τον Αλέξη Καλοφωλιά, στον αντίστοιχο ανδρικό, ο Ραφτογιάννης καταθέτει μια πρόταση οπτικά εντυπωσιακή, που κινείται και πάλι στα όρια της παρωδίας των κινηματογραφικών ειδών, όπως και στο πρόσφατο παρελθόν του. Οι ήρωές του αναζητούν μια λύση που να ξεσκεπάσει έναν κόσμο απρόσωπο, ο οποίος δεν αφήνει να εκδηλωθούν τα ανθρώπινα συναισθήματα παρά μόνο μασκαρεμένα. Όπως και στο 5 μ.μ. παραλία, απαιτείται ένα φιλί της ζωής, αν και μάλλον είναι αργά, το χρώμα από τον κόσμο έχει χαθεί και η τελευταία εικόνα το διατρανώνει, θυμίζοντας πώς ήταν κάποτε η ζωή, για μια νέα που άκουγε Dead Moon…

Χυμός πορτοκάλι

Αφήνοντας πολύ καλές εντυπώσεις και αποσπώντας βραβεία για τη Βούτα, ο Δημήτρης Ζάχος επιστρέφει στη Δράμα με μια ταινία για τη μεγαλούπολη του σήμερα, την Αθήνα μετά τον κορωνοϊό. Βάζει στο κέντρο του κάδρου του έναν νέο άνθρωπο, φοιτητή που βγάζει μέρος των αναγκών του μοιράζοντας φυλλάδια, αποκομίζοντας ασήμαντα ποσά ως αμοιβή. Τον παρακολουθεί να μιλά στο τηλέφωνο με τη μητέρα του (πολύ «εύκολες» ωστόσο οι μητρικές ατάκες), να κοιτά στα μάτια το αφεντικό αλλά να αποδέχεται την κοροϊδία στην αμοιβή, να επιζητά μια σχέση χωρίς τον φερετζέ της μάσκας. Τον παρακολουθεί ακόμα να βουτά (για να θυμηθούμε ξανά την προηγούμενη δουλειά του Ζάχου) την κάλπικη λίρα (50άρικο) που ουσιαστικά του προσφέρεται, να  απολαμβάνει τη συμμετοχή του σ’ ένα γενικότερο θέατρο. Είτε αυτό που παίζει μπροστά του η γερασμένη και μοναχική ηθοποιός (εξαιρετική η Ανδρεαδάκη) είτε του παραλόγου της ζωής γύρω του.

«Το γλυκό πουλί της νιότης» αποδεικνύεται φυσικά πρόσκαιρο, η «Αντιγόνη» και οι διδαχές των αρχαίων τραγωδών μας είναι πάντα επίκαιρες. Είναι πολύ καλές λοιπόν οι προθέσεις, όμως αυτήν τη φορά όχι και η διεκπεραίωση. Δεν πείθουν λ.χ. πράγματα στο σενάριο, παρότι φέρει την υπογραφή του πολύ αξιόλογου Δημήτρη Κουτσιαμπασάκου: Γιατί επιστρέφει σταθερά τα μη μοιρασμένα φυλλάδια, με επακόλουθο να μην πληρώνεται τον κόπο του; Πόσο εύκολα σε τόσο δύσκολους καιρούς η άλλοτε θεατρίνα αφήνει διαρκώς ανοιχτή την πόρτα, όσο κι αν έχει την ανάγκη να υποκριθεί ξανά ενώπιον του όποιου κοινού; Είναι καλοδεχούμενη κάθε απόπειρα να εξεταστούν θέματα της -ούτως ή άλλως προβληματικής- εποχής μας, από την ημιαπασχόληση ως την ατέλειωτη μοναξιά. Πιστεύουμε ότι ο Ζάχος θα επανέλθει πολύ πιο εύστοχα πάνω σ’ αυτά…

Κάκτος

Ο κάκτος είναι ένα φυτό ξεχωριστής ομορφιάς. Έχει όμως αγκάθια, δεν σου επιτρέπει να τον αγγίξεις παρά μόνο να τον θαυμάσεις. Κάπως έτσι πλάθει ο Δημήτρης Ζούρας τον πρωταγωνιστή του, σε επίπεδο ανθρώπινης προσέγγισης. Είναι ένας νέος που περιφέρεται από αρσενικό σαρκίο σε αρσενικό σαρκίο, με προφανή αδυναμία να φτιάξει πραγματική σχέση. Με την παρένθεση της αλμοδοβαρικών επιρροών σκηνής με τη γεματούλα φίλη του, που είναι και η μόνη με χρώματα έντονα και -παρά την αποχαιρετιστήρια κατάληξή της- χαρωπά, η υπόλοιπη μικρού μήκους δουλειά του σκηνοθέτη διαδραματίζεται είτε σε κατάλευκο σχεδόν κλινικό περιβάλλον είτε σε πολύ σκοτεινό και οι διαδρομές του κεντρικού χαρακτήρα προς την εύρεση τελικά του έρωτα είτε σε αγοραία και χυδαία είτε σε απλά εφήμερη (διαδικτυακή;) μορφή μοιάζουν και είναι αδιέξοδες.

Οι σύντροφοι της μιας βραδιάς αποδεικνύονται αποκρουστικοί και δήθεν, στον υπέρτατο βαθμό. Η σανίδα σωτηρίας του φινάλε, με έναν από μηχανής… γείτονα, αποτελεί αισιόδοξο κλείσιμο ματιού από τον Ζούρα, παρότι μπορεί να υπάρχει και μόνο στο φαντασιακό του ήρωα, ωστόσο όλα τούτα συντελούνται σε ένα φιλμικό περιβάλλον διόλου λειτουργικό, χωρίς ποτέ να μας επιτρέπεται να αντιληφθούμε το γιατί ο ήρωάς μας έχει φτάσει σ’ αυτό το σημείο αναζητήσεων, γιατί το χέρι του είναι γεμάτο από εγκοπές αυτοκτονικής πρόθεσης, προτού του χτυπήσει το κουδούνι και τον επισκεφθεί η ευτυχία (;).




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑