Reviews Κρυμμένος (Caché, 2005)

23 Μαρτίου 2024 |

0

Κρυμμένος (Caché, 2005)

Σκηνοθεσία: Μίχαελ Χάνεκε

Παίζουν: Ντανιέλ Οτέιγ, Ζουλιέτ Μπινός

Διάρκεια: 117′

Μεταφρασμένος τίτλος: “Κρυμμένος”

Επιδίωξη μιας πολιτικής ταινίας δεν μπορεί να είναι να διαρκέσει στον αιώνα τον άπαντα, αλλά να μιλήσει για την εποχή της και- σε μια ιδανική περίπτωση- για την εποχή που τη διαδέχεται (αφού το παρόν διατηρεί πάντα δεσμούς με το πιο πρόσφατο παρελθόν). Τι καίει τον Μίχαελ Χάνεκε στο Caché τόσο πολύ που να θέλει να το μοιραστεί μαζί μας; Η βία του άγριου, του απολίτιστου, του τραμπούκου;

Όχι, τον ενδιαφέρει η βία του πολιτισμένου. Η απωθημένη βία, η καλά «κρυμμένη», η μεταμφιεσμένη κάτω από ωραία λόγια, κατασκευασμένες στάσεις και μπόλικη υποκριτική ευγένεια. Λοιπόν, η βία αυτή, θέλει απλώς μια αφορμή για να ξεσπάσει στην κτηνώδη μορφή της. Το ξέρουμε.  Εδώ, την αφορμή τη δίνουν οι περίφημες βιντεοκασέτες. Που τι το τόσο τραγικό δείχνουν; Τίποτα το ιδιαίτερο. Για την ακρίβεια, τίποτα γενικά.

Cache 9

Μόνο που αυτό το συγκεκριμένο «τίποτα» είναι η ίδια η ζωή του ατάραχου, καλοταϊσμένου, επίπλαστα εξευγενισμένου και απόλυτα «κούφιου» εσωτερικά, μπουρζουά που υποδύεται με άφθαστη υποκριτική μαεστρία ο Ντανιέλ Οτέιγ. Ο αστός του Οτέιγ και η –ιδανική στο πρόσωπο της Ζουλιέτ Μπινός– καθωσπρέπει σύζυγός του, τρομοκρατούνται από βίντεο που απλώς αποτυπώνουν το κενό της καθημερινής τους ύπαρξης. Αν αντιδρούν, λοιπόν, δεν είναι τόσο επειδή τους ανησυχεί η ιδιαιτερότητα της εικόνας, αλλά γιατί την εικόνα αυτή, με όλη της την κοινοτυπία (τι πιο συνηθισμένο από την πρόσοψη ενός σπιτιού, από μια γειτονιά;),  είναι που προσπαθούν να απωθήσουν, την παγωμένη εικόνα αυτού που -ακριβώς- δεν διαθέτει τίποτα το ανησυχητικό!

Cache 3

Ειπώθηκε ότι οι βιντεοκασέτες -που κανείς από τους βασικούς υπόπτους δεν παραδέχεται ότι στέλνει- συμβολίζουν την αφυπνισμένη συνείδηση του κεντρικού ήρωα. Που έστω και έξωθεν ερεθισμένη, ξεκινάει να τον βασανίζει για τα αμαρτήματα του παρελθόντος. Αυτό είναι εν μέρει σωστό. Αν επιχειρήσουμε να το δούμε απ’ αυτή την σκοπιά, όλο το έργο είναι η βιντεοκασέτα-μομφή που στέλνει ο Χάνεκε σε όλους εμάς για να αναγνωρίσουμε στην οθόνη τους εαυτούς μας ή, πιο σωστά, τις εξιδανικευμένες προβολές του φαντασιακού μας.

Το Caché μας προκαλεί μια απροσδιόριστη ανησυχία, με τον τρόπο που οι κασέτες ταράζουν τον χαρακτήρα που υποδύεται ο Οτέιγ. Γιατί όμως; Φταίει η ψυχρή, αποστασιοποιημένη ματιά του σκηνοθέτη, η μινιμαλιστική πλοκή ή μια αίσθηση οικειότητας και ταυτόχρονα απόλυτης αποξένωσης που αναδύεται μέσα απ’ όλα τα πλάνα του Χάνεκε; Η περιβόητη κλινική φόρμα του Αυστριακού δημιουργού, εδώ είναι μόνο ένα πρόσχημα. Αυτό που μας ενοχλεί στο Caché είναι η υποψία ότι μας παρακολουθούν, ότι μας παίζουν κάποιο παιχνίδι.

Cache 6
Η ιδέα αυτή δεν είναι αυθαίρετη, καθώς ο Χάνεκε φροντίζει να μας εξαπατά εντέχνως. Ξεκινάει να μας δείχνει μια σκηνή κι εκεί που νομίζουμε ότι παρακολουθούμε τα τεκταινόμενα στην ταινία, μια φωνή από πάνω, μας επαναφέρει στην πραγματικότητα. Μιλούν οι ήρωες, σχολιάζουν αυτό που βλέπουν. Με rewind και fast-forward πηγαίνουν τον χρόνο πίσω ή μπροστά. Καταλαβαίνουμε πως παρακολουθούμε το βίντεο που παρακολουθούν κι εκείνοι. Αυτό είναι αρκετό για να νιώσουμε πως μας εξαπάτησαν. Συνερχόμαστε απ’ αυτό το στιγμιαίο σοκ που μας αποπροσανατολίζει για να την πατήσουμε ξανά λίγο αργότερα.

Στο τέλος, συνειδητοποιούμε ότι η συγκεκριμένη τεχνική θέλει να αποδομήσει τους άτυπους κανόνες της παρακολούθησης μιας ταινίας, μας ξεβολεύει, διαλύοντας τη σύμβαση μεταξύ σκηνοθέτη και κοινού. Ο Χάνεκε, μας πετάει «έξω» κι ύστερα μας τραβάει πάλι «μέσα». Αν παρακολουθούμε αυτό που παρακολουθούν οι ήρωες και τα όρια είναι τόσο δυσδιάκριτα, τότε γιατί να μην είναι όλο το φιλμ μια κασέτα που μας τοποθετεί στην ίδια θέση με τον Οτέιγ και την Μπινός; Εμείς κι αυτοί, είμαστε ένα. Πιθανώς, το ίδιο αλαζόνες, φυγόπονες και δειλοί.

Cache 5

Η κατηγορία είναι ξεκάθαρη βέβαια: στο μοντέρνα διακοσμημένο, εμφανώς αστικό σπίτι των χαρακτήρων (ένα σπίτι γεμάτο από τα σημάδια μιας εκλεπτυσμένης κουλτούρας που αυτοεπιβεβαιώνεται και καμώνεται τη σπουδαία μέσα από ταινίες, μουσική και βιβλία: τα διακριτικά της διανοούμενης ψυχαγωγίας, μάλιστα στο σύνθετο όπου είναι τοποθετημένη η τηλεόραση, άπειρες βιντεοκασέτες κοσμούν τα ράφια, κατά τρόπο τρομερά ειρωνικό), συντηρείται ο πολιτισμός, το πνεύμα και η δημοκρατία, ενώ ο έξω κόσμος, με τα προβλήματα και τις τραγωδίες του, εισέρχεται μονάχα στιγμιαία μέσα από τα δελτία ειδήσεων. Κι όταν εμφανίζεται βέβαια παραείναι ακίνδυνος για να ενοχλήσει. Η «τηλεοπτικοποίηση» τον αφοπλίζει για λογαριασμό των μακάριων πρωταγωνιστών. Έτσι, αυτό που στήνεται στο εδώλιο είναι ο εγκληματικός εφησυχασμός και η ασυγχώρητη άγνοια.

Cache 10

Ναι, θα πει κάποιος, αλλά ο χαρακτήρας του Οτέιγ δεν κατηγορείται, έτσι γενικά κι αόριστα, απλώς και μόνο για το γεγονός ότι είναι ένας υποκριτής αστός, σαν τόσους και τόσους. Είναι ένοχος ενός συγκεκριμένου εγκλήματος που έλαβε χώρα όταν ήταν ακόμα παιδί. Σωστά, αλλά αυτά τα γεγονότα δεν έχουν άλλη αξία πέρα από εκείνην της απαραίτητης αλληγορίας. Πρώτα πρώτα, ο πρωταγωνιστής ήταν πολύ μικρός για να έχει ευθύνη για ό,τι έκανε τότε.

Αυτό που εκπροσωπεί στην πραγματικότητας ο ήρωας του Οτέιγ, με την υπολογισμένη στάση και την αδιανόητη συμπεριφορά του, είναι η συλλογική ευθύνη ενός δήθεν εξιλεωμένου πολιτισμού για τις βιαιοπραγίες της «παιδικής» του ηλικίας. Η αποικιοκρατία κι ο ρατσισμός είναι εγκλήματα που έχουν παραγραφεί τυπικά, ουσιαστικά όμως ακόμα περιμένουν την -έστω συμβολική- πληρωμή τους. Με τον τρόπο που τα αρνείται ο κεντρικός ήρωας, απλώς επιβεβαιώνει την αλήθεια αυτών την εγκλημάτων ως φαντασμάτων που στοιχειώνουν την Ευρώπη. Το περιεχόμενο της κασέτας δεν είνει τίποτα περισσότερο από το βλέμμα του Άλλου πάνω μας, το βλέμμα αυτό που μας παραλύει, μας κόβει τα πόδια, μας δικάζει ανελέητα γιατί αποκαλύπτει την ύπαρξή μας σαν κάτι για το οποίο πρέπει να δώσουμε λόγο.

Cache 8

Ο Σαρτρ έγραφε «η Αλήθεια βρίσκεται στο βλέμμα του λιγότερο ευνοημένου», ενώ ο γιος του άτυχου Μαζίντ λέει στον ανέκφραστο, ψυχρό, απόλυτα αυτό-κυριαρχημένο και σχεδόν στερημένο από συναισθήματα, αστό του Οτέιγ: «ήθελα να δω πώς είναι να ζείτε, έχοντας κάποιον στη συνείδησή σας». Η αυτοκρατορική ηρεμία που διασφαλίζεται απ’ την επίγνωση ότι έχεις δικαίωμα να υπάρχεις, να ζεις άνετα και να απολαμβάνεις τους καρπούς των προσπαθειών σου, καταστρέφεται οριστικά. Κι αν τελικά η κοινωνία νιώσει ένοχη, ποια θα είναι η αντίδρασή της; Η άρνηση, ο θυμός, η βία ή οι τύψεις; Σε αυτή την ερώτηση, απαντάει από μόνη της η σημερινή κοινωνική πραγματικότητα.

Cache 4

Είδαμε και στο παρελθόν πως αντέδρασαν οι «πολιτισμένοι», όταν ήρθαν αντιμέτωποι με τις Ερινύες, όταν κουράστηκαν να μένουν «κρυμμένοι». Στις περισσότερες των περιπτώσεων, καλωσόρισαν πρόθυμα τη βία και προέβαλαν το εσωτερικό τους μίσους στον Άλλο. Σε αυτόν που τους θυμίζει πώς μοιάζει η ζωή όταν παύει να αποτελεί ευχάριστο δικαίωμα, στον λιγότερο ευνοημένο που απλώς τους κοιτάει.

Το Caché μάλλον είναι πιο επίκαιρο σήμερα απ’ ό,τι ήταν το 2005. Αφού θυμίζει καθρέφτη μιας κοινωνίας σε σήψη, ας το θυμηθούμε, κι ας στήσουμε αυτό το κάτοπτρο μπροστά στον γείτονά μας, στον φίλο μας, στον ίδιο μας τον εαυτό. Οι ίδιες μας οι αντιδράσεις απέναντι σ’ αυτό που θα αντικρίσουμε θα μας πληροφορήσουν γι’ αυτό που -μπορεί άθελά μας, ίσως ερήμην μας ή από άμυνα- γίναμε. Κι ο Χάνεκε θα έχει πετύχει, διαχρονικά, τον απώτερο σκοπό του.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑