What's On Happy as Lazzaro (Lazzaro Felice)

29 Μαρτίου 2019 |

0

Happy as Lazzaro (Lazzaro Felice)

Σκηνοθεσία: Αλίτσε Ρορβάχερ

Ηθοποιοί: Αντριάνο Ταρντιόλο, Νικολέτα Μπράσκι, Σέρχι Λόπεζ, Άλμπα Ρορβάχερ, Λούκα Τσικοβάνι

Διάρκεια: 130′

Σαν κάτι που φαντάζει εντελώς καινούριο, αλλά και που δίνει ταυτόχρονα την εντύπωση ότι ήταν πάντα εδώ, το σπουδαίο φιλμ της Αλίτσε Ρορβάχερ συνιστά ένα αυθεντικό δείγμα ευρωπαϊκού σινεμά δημιουργού, ακροβατώντας ανάμεσα στο ανυπέρβλητα ποιητικό, το βαθιά πνευματικό και το μαγικά ρεαλιστικό.

Είναι πολλά, λοιπόν, τα στοιχεία που μπορούν να συνδέσουν τη νέα ταινία (και νικήτρια του βραβείου καλύτερου σεναρίου στο περσινό Φεστιβάλ των Καννών) της Ιταλίδας σκηνοθέτη Αλίτσε Ρορβάχερ με μεγάλες δημιουργίες του ευρωπαϊκού σινεμά. Συστατικά που πηγάζουν από την ποιητικότητα των βουβών σεκάνς του Ρομπέρ Μπρεσόν και το χαρακωμένο πρόσωπο των Σικελών ψαράδων του Λουκίνο Βισκόντι, έως το βαθιά προσωπικό σινεμά των αδελφών Ταβιάνι και τη μαγική, αλλά και μαγευτική ταυτόχρονα, απαισιοδοξία των πλάνων του Πιερ Πάολο Παζολίνι. Μοιάζοντας να έχει πλήρη επίγνωση αλλά και έλεγχο του φιλμικού της αντικειμένου, η Ρορβάχερ ενσωματώνει μια δυσθεώρητη κληρονομιά ευρωπαϊκής κινηματογραφικής ιστορίας σε μια φόρμα που, ενώ δίνει την αίσθηση μιας φυσικής συνέχισης του ένδοξου παρελθόντος, καταφέρνει παράλληλα να αντανακλά ένα τελείως προσωπικό ύφος, μια απτή και ταυτόχρονα βαθιά ιδιοσυγκρασιακή προσέγγιση.

Όπως και στα Θαύματα, την ταινία που απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής στις Κάννες του 2014, έτσι κι εδώ, O Ευτυχισμένος Λάζαρος διαδραματίζεται (για ένα μεγάλο μέρος του τουλάχιστον) σε μια απομονωμένη αγροτική περιοχή του Λάτσιο που ονομάζεται Ινβιολάτα («απαραβίαστη», θα μπορούσε να είναι η ελληνική μετάφραση της λέξης) της οποίας το όνομα αντηχεί τόσο αληθινά όσο και σκληρά ειρωνικά.

Σε αυτήν την απαραβίαστη, αποκλεισμένη και χρονικά απροσδιόριστη (ως ένα σημείο του φιλμ) τοποθεσία, ζει μια μικρή κοινότητα καπνεργατών των οποίων τα δικαιώματα παραβιάζονται συστηματικά, αφού βρίσκονται κάτω από ένα μεσαιωνικό καθεστώς αγρομίσθωσης, υπό την επίβλεψη της ιδιοκτήτριας των χωραφιών της περιοχής, της Μαρκησίας Αλφονσίνα Ντε Λούνα (η Νικολέτα Μπράσκι, γνωστή κυρίως από τις ερμηνείες της στις ταινίες του συζύγου της Ρομπέρτο Μπενίνι).

Κρατώντας τους κατοίκους του μικρού χωριού μακριά από οποιαδήποτε επαφή με τον έξω κόσμο, τους εκμεταλλεύεται χωρίς οίκτο, διατηρώντας τους σε κατάσταση μόνιμου χρέους. Με τον ίδιο τρόπο, με τη σειρά τους, οι αγρότες εκμεταλλεύονται έναν καλοκάγαθο και πάντα χαμογελαστό νεαρό τον Λάτζαρο (όχι τυχαία η βιβλική καταβολή του ονόματος), στον οποίο φορτώνουν τόσο τις τις πιο βαριές αγροτικές εργασίες όσο και παντός τύπου θελήματα. Η εικόνα αποτυπωμένη σε super δεκαεξάρι φιλμ -με τις χαρακτηριστικές στρογγυλεμένες γωνίες της- αποπνέει αρχικά μια απατηλή αίσθηση γραφικότητας ή νοσταλγίας η οποία όμως γρήγορα ξεθυμαίνει, δίνοντας θέση σε μια ωχρή και νοσηρή αντανάκλαση της αλήθειας που αναδίδει σήψη, που μυρίζει αποσύνθεση.

Μέσα σε ένα τέτοιο περιβάλλον ανέχειας και καταπνιγμένου αναβρασμού, αυτή που μοιάζει να ξεχωρίζει και να αντιστέκεται σιωπηρά, αποκτώντας ασυνείδητα μια σχεδόν υπερβατική διάσταση, είναι φιγούρα του Λάτζαρο, η οποία βρίσκει στο μόνιμα ευτυχισμένο και γεμάτο αγνότητα πρόσωπο του πρωτοεμφανιζόμενου Αντριάνο Ταρντιόλο έναν ανθρωπόμορφο μπρεσονικό Μπαλταζάρ, έτοιμο να υπομείνει με ταπεινότητα, ίσως και αφέλεια, κάθε λογής εξευτελισμό, αρκεί κάποιος να του το ζητήσει.

Η παράλογη και «συνωμοτική» φιλία του με τον κακομαθημένο γιο της Μαρκησίας, Τανκρέντι (ο επίσης αποκαλυπτικός Γεωργιανός Λούκα Τσικοβάνι) θα αποτελέσει το έναυσμα για ένα σεναριακό, τοπικό και χρονικό άλμα, που προφανώς δεν περιμένεις και σίγουρα θα σου είναι πολύ δύσκολο να ξεχάσεις. Μέσα από κάτι που μοιάζει με ζοφερό παραλήρημα, εκφρασμένο από τους απόκοσμους στίχους ενός λαϊκού παραμυθιού, η κάμερα ίπταται, πλανάρει, και παρατηρεί την πολύπαθη και αφιλόξενη κοιλάδα από ψηλά, προοιωνίζοντας τη μετάβαση του φιλμ από το νεορεαλισμό και την ωμή αποτύπωση της πραγματικότητας στον λυρισμό και την υπερβατική γοητεία που κρύβει καθετί αδύνατο, κάθε μικρό θαύμα.

Καθώς η ταινία μεταφέρεται σταδιακά σε μια μοντέρνα και απρόσωπη μεγαλούπολη, οπού η εξαθλίωση και η ανθρώπινη εκμετάλλευση έχουν απλά και μόνο αλλάξει κοινωνικό περιτύλιγμα, θυμίζοντας στην ουσία μια Ινβιολάτα σε μεγέθυνση, ο συναισθηματικός απόηχος αυτής της σοκαριστικής αφηγηματικής υπέρβασης σε κάνει να υποκύψεις στη μυστηριακή του ατμόσφαιρα, όντας θαρρείς μαγεμένος από τα γεμάτα καλοσύνη και αθωότητα μαύρα μάτια του πρωταγωνιστή της.

Σε οδηγεί να χαθείς μέσα σε ένα άλλοτε οδυνηρό, άλλοτε σπαρακτικό και άλλοτε αδιανόητα τρυφερό όνειρο το οποίο σαν ακτινοβόλα άλως γλυκαίνει το ακάνθινο στεφάνι της αδικίας που ματώνει το πρόσωπο των έσχατων όλου του κόσμου. Και καθώς το παραμύθι να αφηγείται υπνωτισμένα τις τελευταίες του λέξεις και την αλληγορία να ολοκληρώνεται, όπως οφείλει, με μια συμβολική πράξη επανάστασης, εκφρασμένη μέσω μιας σχεδόν αφόρητης κινηματογραφικής ποιητικότητας, δεν μπορείς παρά να μείνεις για άλλη μια φορά εμβρόντητος μπροστά στην αθλιότητα και τη μαγεία, την ανιδιοτέλεια και την κατάχρηση, στην αγνότητα αλλά και το σκοτάδι που ταυτόχρονα κρύβονται μέσα στην ανθρώπινη ψυχή.

Δίχως αμφιβολία λοιπόν, Ο Ευτυχισμένος Λάζαρος είναι ένα πολυδιάστατο φιλμ. Ένα φιλμ που περισσότερο βιώνεις παρά καταλαβαίνεις. Που νιώθεις την συναισθηματική του απήχηση να μεγαλώνει βαθμιαία μέσα σου. Ένα μυστικιστικό, ένα μαγικό ταξίδι στην ουσία των πραγμάτων. Και ταυτόχρονα ένα επιδέξια σκηνοθετημένο λαϊκό παραμύθι που, κόντρα σε όλους και σε όλα, οραματίζεται μια κοινωνία όπου η αγάπη, ή συγχώρεση και η αυτοθυσία προσκρούουν πάνω στο ισοπεδωμένο αφηγηματικό παρόν με τέτοια ορμή που (όμοια με τον αποσβολωμένο Στέλαν Σκάρσγκαρντ στο Δαμάζοντας τα Κύματα του Τρίερ) σε παροτρύνουν να ακούσεις τον αιθέριο ήχο ενός εκκλησιαστικού ύμνου να ποτίζει τον νυχτερινό αέρα.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑