What's On Wonder Wheel

8 Δεκεμβρίου 2017 |

0

Wonder Wheel

Σκηνοθεσία: Γούντι Άλεν

Παίζουν: Κέιτ Γουίνσλετ, Τζέιμς Μπελούσι, Τζάστιν Τίμπερλεϊκ, Τζούνο Τεμπλ

Διάρκεια: 101’

Καλοκαίρι του 1950, στην πολυσύχναστη πλαζ του Κόνι Άιλαντ, στα περίχωρα του Μπρούκλιν. Ένα σμήνος από λουόμενους, φασαριόζικο και παλλόμενο μεν, άμορφο και ακανόνιστο δε, απολαμβάνει τα θερινά του μπάνια. Στο πίσω φόντο, το ξόρκισμα των -κυρίως ψυχολογικών- δεινών του πολέμου και η δυσκολία επανάκαμψης σε μια γωνιά του Μεγάλου Μήλου που δεν βιώνει το baby boom και το αμερικάνικο μεταπολεμικό οικονομικό θαύμα. Σύμβολο της γειτονιάς αυτής η ρόδα του λούνα παρκ, η διάσημη Wonder Wheel, που υπόσχεται και υλοποιεί ένα μόνο θαύμα: αυτό της αδιαπραγμάτευτης στασιμότητας.

Οι ήρωες του Wonder Wheel είναι ασφυκτικά εγκλωβισμένοι σε ένα φαύλο κύκλο, από τον οποίο τίποτα δεν μπορεί να διαφύγει. Ακόμη και το σημείο της έσχατης πτώσης δεν είναι τίποτα άλλο από μία νιοστή αφετηρία της ίδιας ατελείωτης ανηφόρας. Αυτή η ρόδα υποτίθεται πως δίνει χρώμα και λούζει με φως το ταπεινό σπιτικό στο οποίο θα τρυπώσουμε, αλλά στην ουσία ρίχνει μονάχα τη βαριά της σκιά. Ωσότου όλα επιστρέψουν στο σημείο μηδέν, που αυτή τη φορά θα είναι πιο παγερό από ποτέ.

Ο αισίως 82χρονος Γούντι Άλεν συνεχίζει να μετουσιώνει σε πράξη την υπόσχεση που είχε δώσει στον εαυτό του, όταν συνειδητοποίησε ότι η σκόνη στην κλεψύδρα του χρόνου αδειάζει απειλητικά. Σκηνοθετεί ακατάπαυστα, βγάζοντας μία νέα ταινία κάθε χρόνο, μένοντας πιστός στη βασική φιλοσοφική του κατευθυντήρια γραμμή: η μάχη κατά της φθαρτότητας είναι μία μάχη χαμένη από χέρι, αλλά είναι μία μάχη που πρέπει να δοθεί. Ασχέτως αν η οδύνη της κάθε νέας ήττας ανταριάζει ακόμη και την έξαψη του αγώνα που προηγήθηκε.

Ο όψιμος Γούντι βρίσκεται συχνά αντιμέτωπος με την κατηγορία της επαναληψιμότητας, ενώ στην πραγματικότητα, αν θέλουμε να ακριβολογούμε, είναι πλέον βυθισμένος σε μία εντροπία. Σε μία δίνη διάχυτης απαισιοδοξίας, η οποία ξεπροβάλλει ως τελικό κατακάθι μια ζωής αγωνιωδών ερωτήσεων και αναζωογονητικής έλλειψης απαντήσεων. Μόνο που σε κάποια στιγμή η έλλειψη απαντήσεων παύει να λειτουργεί ως κινητήριος δύναμη αναζήτησης και στρογγυλοκάθεται ως ρέμβη ματαιότητας.

Τούτη τη φορά, ο Γούντι επιστρέφει στο μοτίβο που είχαμε δει πριν από λίγα χρόνια στο Blue Jasmine, με την κεντρική πρωταγωνίστρια (και πάλι μία Κέιτ, με τη Γουίνσλετ να παίρνει τη θέση της Μπλάνσετ) να μοιάζει και πάλι με καμουφλαρισμένη βερσιόν της Μπλανς Ντυμπουά. Ο Γούντι, ως γνωστόν, ποτέ δεν υπήρξε φειδωλός ή κρυψίνους στην παραδοχή των επιρροών του, οι οποίες και πάλι δηλώνονται με σαφήνεια. To θεατρικό έργο Ο παγοπώλης έρχεται (The Iceman Cometh) γράφτηκε από τον Ευγένιο Ο’ Νηλ, το 1939, σε μία εποχή ολοκληρωτικής ψυχολογικής κατάρρευσης και απελπισίας για τον μεγάλο δραματουργό, ο οποίος επέλεξε να κινηθεί σε τραχιά ρεαλιστικά μονοπάτια τσεχοφικών καταβολών (ξεκάθαρη, επίσης, η μνεία περί Τσέχοφ εντός της ταινίας). Η εξέλιξη της πλοκής και η κορύφωση του δράματος δεν προσφέρουν την παραμικρή ανακούφιση ή παρηγοριά, καθώς η αυτογνωσία είναι μονάχα επώδυνη αλλά ποτέ λυτρωτική. Μόνη διαθέσιμη διαφυγή αυτή του θανάτου, η οποία με τη σειρά της είναι εμποτισμένη με το στίγμα της δειλίας και της παραίτησης.

Σε μία παρόμοια μαύρη τρύπα που οδηγεί στα πιο βαθιά σκοτάδια έχει βρεθεί και η βασική μας ηρωίδα, η οποία, όπως ακριβώς οι ήρωες αυτού του θεατρικού έργου (στο οποίο πιθανολογεί και η ίδια πως κάποτε πρωταγωνίστησε, αλλά δεν παίρνει και όρκο), κρατιέται στη ζωή από το ίδιο κλαδί που πριονίζει με το άλλο της χέρι. Τα ψέματα που ταΐζει τον εαυτό της για τις δυνατότητες που δεν αξιοποίησε, για τη διαφορετική ζωή που τόσο πολύ δικαιούταν και άξιζε. Το συνεχές αυτομαστίγωμα για το μοιραίο σφάλμα που διέπραξε στο παρελθόν, το οποίο απενοχοποιεί την τωρινή της ισοπεδωτική αδράνεια. Οι απατηλές ψευδαισθήσεις μιας ως δια μαγείας ρομαντικής φυγής που δεν εδράζονται στην πραγματικότητα. Η Τζίνι έχει πιαστεί σε ένα λυχνάρι αυταπάτης κι όσο πασχίζει να ελευθερωθεί τόσο πιο βαθιά παγιδεύεται.


Ο Γούντι, με την αρωγή του διευθυντή φωτογραφίας Βιτόριο Στοράρο, ενδύει τα πρόσωπα των ηρώων του (και δη της πρωταγωνίστριάς του) με μία πανδαισία χρωματικών καμβάδων που εναλλάσσονται σε συνάρτηση με την ψυχική διάθεση της στιγμής. Κόκκινο της φωτιάς για τις φλόγες του πάθους και του θυμού, μεταλλικό μπλε για τη θλίψη, χρυσαφί για τις εξάρσεις γοητείας, ωχρό κίτρινο για τις εκρήξεις πίκρας, μουντό γκρίζο για τις παγωμένες στιγμές της συνειδητοποίησης. Και δυστυχώς, μέσα από αυτό το επίμονο τρικ, επιτείνει την αίσθηση της αμηχανίας που απορρέει από τη γενικότερη ανισορροπία στην τονικότητα. Με πρώτες πρώτες στη λίστα τις εικαστικές υπερβολές που παραπέμπουν σε αλλοτινές τεχνικές χολιγουντιανών μελοδραμάτων, αλλά στέκουν εδώ αμήχανες, ώς τη μάλλον χλιαρή στόφα των διαλόγων (για τα γουντιαλενικά δεδομένα).

Η overplayed σκηνοθετική (από αμιγώς ερμηνευτική σκοπιά η Γουίνσλετ κρατά τα μπόσικα) προσήλωση στην πρωταγωνίστρια έρχεται σε αντίφαση με τον νυσταλέο ήρωα – κεντρικό αφηγητή της ιστορίας (πάρα πολύ άχαρος ο κατά τα άλλα συμπαθής Τίμπερλεϊκ), ενώ  η καταβύθιση στο ανθρώπινο αδιέξοδο των τσακισμένων προσδοκιών δεν συνδυάζεται με τη μετατροπή των ηρώων σε καρυδότσουφλα στο έρμαιο της Μοίρας . Εν ολίγοις, το Wonder Wheel δείχνει να κομπιάζει, καθώς δυσκολεύεται να νιώσει άνετα με την ίδια του την ιστορία και βρίσκει σφυγμό και ανάσα μονάχα περιστασιακά.

Αν υπάρχει, πάντως, μία υπόνοια που μεστώνει την τελική γεύση (πέρα από την άνευ όρων αγάπη για τον Γούντι)  είναι μία σκέψη που τρυπώνει ολίγον ασυνείδητα και αθόρυβα στο πίσω μέρος του μυαλού, διακριτικά και μελαγχολικά. Το alter ego του Γούντι στο Wonder Wheel κυμαίνεται φαινομενικά μεταξύ της περσόνας της κεντρικής ηρωίδας και του κυρίως αφηγητή. Νευρωτικές εμμονές, ψευδαισθήσεις ρομαντισμού, συναισθηματική ανωριμότητα, αναζήτηση λύτρωσης στην απατηλή Υψηλή Τέχνη, απορία και δέος μπροστά στα μυστήρια της καρδιάς και του νου. Αν το καλοσκεφτούμε, όμως, λίγο, ίσως αφουγκραστούμε πως ο Γούντι καθρεφτίζεται πλέον στον ολιγόλογο, σφόδρα προβληματικό, film buff και πυρομανή, μικρό γιο της Τζίνι. Ένα παιδί που χάσκει μαγεμένο μπροστά στις εικόνες του σινεμά και τη φωτιά.




Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Back to Top ↑